ΑΣ ΜΟΥ επιτραπεί μια παρένθεση στην «πολιτικολογία» και μια επιστροφή σε μια παλιά μου αγάπη, τον κινηματογράφο και, ειδικά, στην πιο αγαπημένη γυναικεία μορφή του, την Γκρέτα Γκάρμπο, με την ευκαιρία της εδώ επαναπροβολής της ταινίας της «Βασίλισσα Χριστίνα».


Την «ανακάλυψα», θυμάμαι, τη σουηδή ντίβα στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια, χάρη σε ένα φιλμ της που λίγοι πια θα το θυμούνται: «Σούζαν Λέννοξ» ο τίτλος του («Susan Lennox, her fall and rise»), με συμπρωταγωνιστή τον Κλαρκ Γκέιμπλ (χωρίς μουστάκι ακόμα, αν δεν γελιέμαι). Γυρισμένη το 1931, δεν ήταν σπουδαία ταινία – μια αρκετά κοινή ερωτική ιστορία – αλλά η πρωταγωνίστρια με «αιχμαλώτισε» μεμιάς όσο λίγες άλλες.


Βέβαια, η Γκάρμπο ήταν ήδη διάσημη σταρ και, διψαλέος, φρόντισα να μάθω όλο το μητρώο της – που εξελίχτηκε σε παραμύθι με μαγικές λάμψεις και απότομο σκοτάδι:


ΓΕΝΝΗΜΕΝΗ το 1905 στη Στοκχόλμη από εργατική οικογένεια, η Γκρέτα Γκούσταφσον δούλεψε σ’ ένα κατάστημα γυναικείων ρούχων, που τη χρησιμοποίησε για το γύρισμα μερικών διαφημιστικών σποτ. Ηταν η πρώτη «κρίσιμη στιγμή» της. H μικρή πωλήτρια (ήταν 16 χρόνων) άρεσε περισσότερο απ’ τα καπέλα που διαφήμιζε, και ένας παραγωγός τόλμησε να της δώσει τον πρώτο ρόλο στην κωμωδία του «Πέτρος ο αλήτης» (1992). Αλλά η νεαρή Γκρέτα δεν έπαιρνε τίποτα ελαφριά: Πέτυχε μια υποτροφία στη Βασιλική Δραματική Σχολή, σπούδασε και γρήγορα βρέθηκε να παίζει ρολάκια στη σκηνή.


Τότε ήρθε η μεγάλη ώρα της: ο ονομαστός σκηνοθέτης Μάουριτς Στίλλερ εντυπωσιάστηκε απ’ την «κομπάρσα» κι έγινε μεμιάς θαυμαστής και πλάστης της: της άλλαξε το όνομα σε Γκρέτα Γκάρμπο και την πήρε πρωταγωνίστρια στην ιστορική ταινία του «Ο θρύλος του Γκέστα Μπέρλινγκ». Τίτλος σημαδιακός, αφού μ’ αυτό το φιλμ αρχίζει ο θρύλος της Γκάρμπο.


Τον άλλο κιόλας χρόνο θα πρωταγωνιστήσει στην ταινία του διάσημου αυστριακού σκηνοθέτη G. W. Pabst. «H οδός χωρίς χαρά» (1925). Ο άγρυπνος Στίλλερ θα τη γνωρίσει στον αμερικανό παραγωγό Λούις Μάγιερ, που θα την προσλάβει αμέσως στη «Μέτρο Γκόλντουιν Μάγερ», όπου θα γυρίσει μια σειρά βουβές ταινίες που θα την κάνουν διάσημη σ’ όλο τον κόσμο. Μάλιστα, ο τίτλος μιας απ’ αυτές «H θεϊκή γυναίκα» (The divine woman», 1928), θα της μείνει σαν μόνιμο πια παρανόμι: η «θεϊκή Γκρέτα».


ΑΛΛΑ τότε, ήρθε το πρώτο δράμα της ζωής της: αντίθετα μ’ εκείνην, ο Πυγμαλίων της M. Στίλλερ δεν μπόρεσε να πετύχει στο Χόλλυγουντ και απογοητευμένος, γύρισε στη Σουηδία, όπου πέθανε, 45 μόλις χρόνων (1928), αφήνοντάς την έρημη – και άγαμη διά βίου.


Λίγο αργότερα, ξέσπασε η «επανάσταση» του ομιλούντος κινηματογράφου. Πάμπολλοι σταρ του βουβού εξαφανίστηκαν τότε, καθώς ήταν ικανοί στην παντομίμα αλλά άπραγοι στον έναρθρο λόγο. Τι θ’ απογινόταν η Γκάρμπο με τη βαθιά, σχεδόν αντρική φωνή της και τη σκανδιναβική ακόμα προφορά της; Αλλά αυτή ίσα-ίσα η «αλλόκοτη» φωνή έγινε ένα ακόμα ελκυστικό χαρακτηριστικό της. H πρώτη ομιλούσα ταινία της, η «Αννα Κρίστι» από το δράμα του E. Ο’Νηλ (1930), που λανσαρίστηκε με το προκλητικό σλόγκαν «H Γκάρμπο μιλάει», γνώρισε αμέσως διεθνή επιτυχία.


Και η πορεία της συνεχίστηκε θριαμβευτικά με ταινίες παρμένες συχνά από σημαντικά μυθιστορήματα («Αννα Καρένινα», 1935) και θεατρικά έργα «Οπως με ποθείς» του Πιραντέλλο, 1931-2, «H κυρία με τις καμέλιες» του Δουμά γιου, 1936) ή με σενάρια γραμμένα στα μέτρα της. Ενα απ’ αυτά, κι η «Βασίλισσα Χριστίνα» (1933), με τη σουηδή βασίλισσα του 17ου αιώνα να περιπλανιέται ινκόγκνιτο ντυμένη αντρικά και να ερωτεύεται τον νεοφερμένο ισπανό πρεσβευτή. H υπόθεση δεν έχει καμία σχέση με την ιστορική αλήθεια, αλλά η ταινία έγινε μια απ’ τις πιο κοσμαγάπητες της πρωταγωνίστριάς της.


Στο τέλος της δεκαετίας του ’30, η Γκάρμπο έκανε μιαν ακόμα έκπληξη με τη μοναδική κωμωδία της «Νινότσκα» (1939), που λανσαρίστηκε με το σλόγκαν «H Γκάρμπο γελάει», αποκαλύπτοντας ανυποψίαστο χιούμορ και σατιρικό οίστρο.


HTAN το τελευταίο γέλιο της. H επόμενη ταινία της, «H γυναίκα με τα δύο πρόσωπα» (1941) στάθηκε μια δραματική αποτυχία. Και τότε, η περήφανη, πληγωμένη Γκάρμπο πήρε μιαν «αυτοκτονική» απόφαση: 36 μόλις χρόνων, εγκατέλειψε τον κινηματογράφο, αρνήθηκε όλες τις προτάσεις και κλείστηκε στη μοναξιά της, γυρίζοντας κάθε τόσο τον κόσμο, κρυμμένη πίσω απ’ τα μαύρα της γυαλιά. Πενήντα σχεδόν χρόνια κράτησε αυτή η μοναχική περιπλάνησή της. Ωσπου η «θεϊκή Γκρέτα» έσβησε στη Νέα Υόρκη τον Απρίλη του 1990. Μόνη ως το τέλος, σαν να τη συνόδευε η μουσική κραυγή του Μπετόβεν «Allein – Allein – Allein» (Μονάχος – Μονάχος – Μονάχος)…


TI HTAN εκείνο που έκανε την Γκάρμπο «υπείροχον έμμεναι άλλων», ανώτερη απ’ όλες τις άλλες, μοναδική κι ανεπανάληπτη; H ομορφιά της; Μα άλλες σταρ ήταν ωραιότερες – ανάλογα με τα γούστα του καθενός… Το ταλέντο της; Ούτε σ’ αυτό υστερούσαν πολλές ανταγωνίστριές της. H χάρη της; Αλλά μόνο «χαριτωμένη» δεν θα μπορούσες να την πεις… Το «μυστήριο» που τύλιγε την ύπαρξή της – ένα μυστήριο που το έπλασαν οι διαφημιστές της «Μέτρο» αλλά που εκείνη το καλλιέργησε αυθόρμητα, μια και ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία της. Ετσι, εκούσια έγινε αυτό που είχε πει ο Τσώρτσιλ για τη Ρωσία: «Ενας γρίφος τυλιγμένος σε μυστήριο μέσα σ’ ένα αίνιγμα»…


Πάνω απ’ όλα αυτά, νομίζω, πως η μαγεία της Γκάρμπο αρδευόταν από το φως που εξέπεμπε το πρόσωπο και η προσωπικότητά της, και από τις αντιθέσεις-συνθέσεις που συγκροτούσαν τη μορφή της. Στους τόσο διαφορετικούς ρόλους που έπαιξε, ήταν ταυτόχρονα ερμητική και οικεία, μεγαλόπρεπη και απλή, ανεξιχνίαστη και γνώριμη, απρόσιτη και «δική». Εμοιαζε «ψυχρή», κι όμως είχε σκηνές όπου ήταν θηλυκή όσο καμιά «βαμπ», όπου το ερωτικό πάθος της σάρωνε την οθόνη, όπου ο γυναικείος μαγνητισμός της εξαφάνιζε κάθε αντίσταση.


Οι ταινίες της δεν είχαν σχεδόν ποτέ happy end, αλλά ένιωθες πως έτσι έπρεπε να είναι, πως η μυθική αυτή γυναίκα δεν μπορούσε να είναι «ευτυχισμένη» με τη συμβατική έννοια της λέξης – όμως σ’ έκανε διαφορετικά ευτυχισμένο με την αποκάλυψη του περίπλοκου ψυχισμού της…


Δεν ξέρω πώς θα τη δουν οι σημερινοί θεατές της «B. Χριστίνας», συνηθισμένοι σε άλλου είδους «γόησσες». Αλλά πιστεύω πως δύσκολα θα ξεχάσουν τη λάμψη των θαυμάσιων ματιών της, τον ερωτισμό της σκηνής, όπου βγάζοντας το αντρικό σακάκι της, αποκαλύπτει στον άναυδο ισπανό το φύλο της και, με γερμένο κεφάλι, προσφέρεται στον έρωτά του. Και το τελικό πλάνο του έργου με τη Χριστίνα μαρμαρωμένη στην πλώρη του καραβιού που την παίρνει στην παντοτινή μοναξιά της απόγνωσης – προμάντεμα της κατοπινής μοίρας της.