H υπουργός Παιδείας, κατά την επανεκκίνηση του επονομασθέντος «εθνικού διαλόγου», εισήγαγε το «προσχέδιο» των αλλαγών του νόμου-πλαισίου για τα AEI με την εξής επισήμανση: «H πρόταση αφορά αποκλειστικά την αναβάθμιση του δημοσίου πανεπιστημίου και δεν έχει καμία σχέση με ενδεχόμενες αλλαγές στο άρθρο 16 του Συντάγματος που μπορούν να αποφασιστούν μόνο από την επόμενη Βουλή». Ετσι έχουν τα πράγματα;


Από την αρχή του προηγουμένου έτους σε φιλοκυβερνητικές εφημερίδες, και πέραν αυτών, αναγράφονταν πρωτοσέλιδα λίγο πριν αρχίσει ο «εθνικός διάλογος», για την κατάσταση των ελληνικών πανεπιστημίων, ότι αυτά βρίσκονται «από καιρό σε τροχιά παρακμής». Μάλιστα οι «βαθιές πληγές» τους εντοπίζονταν συγκεκριμένα στα εξής: «υπεράριθμοι φοιτητές, έλλειψη υποδομών, απόντες καθηγητές, απωθητικά, μη λειτουργικά κτίρια, ανύπαρκτες ή ανοργάνωτες βιβλιοθήκες, υποβαθμισμένο εκπαιδευτικό έργο, ασήμαντο ερευνητικό έργο». Τουτέστιν πρόκειται για «προφανή οπισθοδρόμηση, βεβαιωμένη αναποτελεσματικότητα, κρίση». Αν ξεκινώ με αυτές τις διατυπώσεις είναι γιατί αποτελούσαν τον κανόνα των δημοσιολογούντων που αναλίσκονταν αφειδώς σε αποφάνσεις με επίκεντρο μια ρητορεία «κρισεολογίας», σύμφωνα με την οποία η γενικευμένη «κρίση» απαιτεί και δραστική θεραπευτική αγωγή. Οι αυτόκλητοι μάλιστα θεράποντες είχαν πάντα έτοιμη, μαζί με τη διάγνωση, και τη συνταγή της «εξυγίανσης», τόσο για τα «κεντρικά» όσο και για τα «περιφερειακά» πανεπιστήμια, τα οποία βρίσκονται με τη σειρά τους σε «μόνιμη κρίση».


Στη συνέχεια εμφανίστηκε το θέμα των «αιώνιων φοιτητών» με την πλήρη αποσιώπηση της κείμενης νομοθεσίας. Αυτό που ισχύει συναφώς είναι το εξής: «Μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος που προβλέπεται ως ελάχιστη διάρκεια των προπτυχιακών σπουδών ενός τμήματος προσαυξανομένου κατά δύο έτη, δεν χορηγούνται οι προβλεπόμενες πάσης φύσεως παροχές προς τους φοιτητές, όπως ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη, υποτροφίες επίδοσης και υποτροφίες και δάνεια ενίσχυσης, δωρεάν σίτιση, στέγαση και παροχή διδακτικών βιβλίων ή άλλων βοηθημάτων, διευκόλυνση για τις μετακινήσεις κ.ά.». Επομένως καμία επιβάρυνση του κράτους δεν συνεπάγεται η παραίτηση της φοιτητικής ιδιότητας πέραν αυτού του χρονικού ορίου.


Επιπλέον ό,τι προβάλλεται ως νέα ρύθμιση για τη «διακοπή της φοιτητικής ιδιότητας» ισχύει εδώ και δύο δεκαετίες: «Είναι δυνατή η αναστολή της φοίτησης με αίτηση του ενδιαφερομένου προς το αντίστοιχο τμήμα και μετά από έγκριση του Δ.Σ. τμήματος. Κατά τη διάρκεια της αναστολής της φοίτησης αίρεται η φοιτητική ιδιότητα και αναστέλλονται όλα τα σχετικά δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο αυτό. H φοιτητική ιδιότητα ανακτάται με νέα αίτηση του ενδιαφερομένου. Ο χρόνος αναστολής της φοίτησης δεν υπολογίζεται στους περιορισμούς της προηγούμενης παραγράφου».


Προφανώς οι «αιώνιοι φοιτητές» δεν ήταν μόνο προπέτασμα καπνού για τον διασυρμό του φοιτητικού κινήματος, αλλά ένα ακόμη σημείο των συνεπαγωγών, φανερών ή όχι, ανάμεσα στην υποτίμηση του δημοσίου πανεπιστημίου και στην ανάγκη ίδρυσης «μη-κρατικών» πανεπιστημίων. Στη ρίζα αυτής της μορφής συγκοινωνούντων δοχείων βρίσκεται η δυνατότητα αφαίρεσης της «φοιτητικής ιδιότητας», με την επίκληση των οικείων διεθνών πρακτικών χωρίς να λέγεται ποτέ πώς αυτή αποκτάται. Δηλαδή στη χώρα μας το κράτος (και όχι το πανεπιστήμιο) αποφασίζει για τον αριθμό και τον τρόπο εισαγωγής των φοιτητών/τριών ανά τμήμα και κρατά επίσης για τον εαυτό του την κύρωση των πτυχίων ως δυνατότητας άσκησης επαγγέλματος.


Ετσι, με την προτεινόμενη ρύθμιση, η αφαίρεση της «φοιτητικής ιδιότητας» όχι μόνο δεν συνυπονοεί τη δυνατότητα εγγραφής (όπως θα συνέβαινε σε μια άλλη χώρα) σε διαφορετικό τμήμα του ίδιου ή άλλου πανεπιστημίου, αλλά εξασφαλίζει έναν ακόμη αριθμό «πελατών» του «μη κερδοσκοπικού» πανεπιστημίου. Δηλαδή μαζί με τις φιλοδοξίες φοίτησης σε τμήματα πρώτης επιλογής και κυρίως μαζί με τον τεράστιο αριθμό των αποτυχόντων (εφέτος υπολογίζεται ότι θα μείνουν κενές 15.000 θέσεις σε AEI και TEI) θα συναποτελούν σε λίγο οι τέως φοιτητές των δημοσίων πανεπιστημίων τον τρίτο πόλο της «αγοράς» των διδασκομένων στα «μη-κρατικά» πανεπιστήμια (στους τελευταίους θα πρέπει να προστεθούν όσοι δεν έχουν αποκτήσει το «προδίπλωμα»).


Ακόμη και σε συνάρτηση με τη ρύθμιση του θέματος των «αιώνιων φοιτητών» (που συναπαρτίζουν σειρά υποκατηγοριών και πάντως αποτελούν εξαιρετικά μικρό ποσοστό σε σχέση με τον «ενεργό» φοιτητικό πληθυσμό) επιβάλλεται να ειπωθεί ότι αρκετά από τα σημεία του «προσχεδίου» βρίσκονται σε κατευθείαν συνάρτηση με τις «αλλαγές στο άρθρο 16». Εστω και έτσι δεν μπορώ παρά να υπομνήσω πως θέση αιχμής (και όχι στάση οπισθοφυλακής) είναι ότι η πανεπιστημιακή Παιδεία αποτελεί αδιαπραγμάτευτο δημόσιο αγαθό που προσφέρεται, σύμφωνα με την επιταγή του Συντάγματος, δωρεάν. Συνακόλουθα, η αυτοτέλεια του πανεπιστημίου κατανοείται ως λειτουργική, εκπαιδευτική και ερευνητική αυτονομία που αποκρούει τόσο τις κρατικές πιέσεις όσο και τις διεμβολές που πολλαπλασιάζει ο κερδώος Ερμής της αγοράς. Είναι επίσης αναγκαίο το πανεπιστήμιο να διατηρήσει και να διευρύνει την ιδιοσυστασία του ως πνευματικό ίδρυμα, στους κόλπους του οποίου θα (ανά)παράγεται η γνώση με τρόπο (αυτό)κριτικό χωρίς να εξαντλείται στο στενό ορίζοντα της επαγγελματικής κατάρτισης, έτσι ώστε να «συντείνει στη διαμόρφωση υπεύθυνων ανθρώπων με επιστημονική, κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική συνείδηση» (N. 1268, άρθρο 1, §. 2ιι). Ειδικά μνημονεύω το τελευταίο σημείο, γιατί στο «προσχέδιο» η «πολιτική συνείδηση» έχει πλήρως απαλειφθεί.


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.