Οπως καταληκτικώς σημειώθηκε στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου (βλ. «Το Βήμα της Κυριακής», 4.6.2006, σ. A65), όταν πλέον είχαν οργανωθεί «εκλογές» και είχε αναδειχθεί ο (ψευδο-)μουφτής από τους μουσουλμάνους πιστούς της Ξάνθης, τότε και μόνο τότε εκδηλώθηκε η παρέμβαση της ελληνικής πολιτείας. H παρέμβαση αυτή υπήρξε όχι μόνο καθυστερημένη, αλλά και βεβιασμένη υπό το κράτος της ήδη πραγματοποιηθείσας «εκλογής» μουφτή στην Ξάνθη και της προγραμματισμένης για τις 28 Δεκεμβρίου 1990 «εκλογής» μουφτή στη Ροδόπη. Απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι η τότε κυβέρνηση K. Μητσοτάκη αποφάσισε να προσφύγει στην έκτακτη και εξαιρετική διαδικασία του άρθρ. 44 παρ. 1 του Συντάγματος, στην έκδοση δηλ. πράξεως νομοθετικού περιεχομένου, την οποία μπορεί να εκδώσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου «σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης».


Ετσι εκδόθηκε η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 24ης Δεκεμβρίου 1990 «Περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών», που στη συνέχεια και σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή κυρώθηκε με τον N. 1920/1991, με την οποία αφενός μεν κατηργείτο ρητώς ο N. 2345/1920 στο σύνολό του, ο οποίος πάντως, όπως ήδη σημειώθηκε, ουδέποτε είχε εφαρμοσθεί, αφετέρου δε καθοριζόταν ο τρόπος αναδείξεως Μουφτή.


Σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση ο Μουφτής διορίζεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κατόπιν γνωμοδοτήσεως ενδεκαμελούς Επιτροπής που συγκροτείται από τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας και στην οποία συμμετέχουν, υπό την προεδρία τού κατά τόπο Νομάρχη, Ελληνες μουσουλμάνοι θρησκευτικοί λειτουργοί καθώς και εξέχοντες μουσουλμάνοι Ελληνες πολίτες της οικείας περιφέρειας. Ο Μουφτής διορίζεται για δεκαετή θητεία, η οποία είναι δυνατόν να ανανεωθεί, είναι δημόσιος υπάλληλος, έχει θέση και αποδοχές γενικού διευθυντή και πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του δίνει τον όρκο δημοσίου υπαλλήλου ενώπιον του αρμόδιου Νομάρχη.


Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε το παράδοξο της υπάρξεως σε Ξάνθη και Ροδόπη «παράλληλων» Μουφτήδων, ενός δηλ. διορισμένου από την ελληνική πολιτεία και ενός «εκλεγμένου» από μουσουλμάνους πιστούς της ίδιας περιφέρειας.


Οι διώξεις για αντιποίηση ασκήσεως υπηρεσίας λειτουργού «γνωστής θρησκείας», αλλά και για δημόσια εμφάνιση με τη στολή θρησκευτικού λειτουργού χωρίς δικαίωμα (άρθρα 175 και 176 Ποινικού Κώδικα) οδήγησαν σε καταδίκες. Και μετά την εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων οι υποθέσεις αυτές και κατ’ επέκταση το όλο ζήτημα κατήχθησαν ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.


Το Δικαστήριο αυτό με δύο πανομοιότυπες αποφάσεις του, γνωστές με τα ονόματα των προσφευγόντων, τις αποφάσεις Σερίφ και Αγκά κατά Ελλάδος (1999 και 2002 αντιστοίχως) κατόρθωσε, όπως σε πλειάδα άλλων περιπτώσεων έχει πράξει, και τους προσφεύγοντες να ικανοποιήσει και το κράτος κατά του οποίου η προσφυγή να μη φέρει σε δυσχερή θέση…


Συγκεκριμένα: Το Δικαστήριο δικαίωσε τους προσφεύγοντες και καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη (E.Σ.Δ.A.), που προστατεύει τη θρησκευτική ελευθερία, επειδή έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια καταδίκασαν τους προσφεύγοντες για παραβίαση των άρθρων 175 και 176 του Ποινικού Κώδικα χωρίς να συντρέχει καμία ένδειξη ότι επιχείρησαν να ασκήσουν τα δικαστικά και διοικητικά καθήκοντα που προβλέπονται για τον Μουφτή.


Ταυτοχρόνως όμως το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι το άρθρο 9 της E.Σ.Δ.A. απαγορεύει τον διορισμό Μουφτή από την Πολιτεία, αναγνώρισε ότι η ανάθεση δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων στον Μουφτή εξαρτάται από τη βούληση του εθνικού νομοθέτη και δεν έκρινε αναγκαίο να εξετάσει, όπως επιμόνως ζητούσαν οι προσφεύγοντες, την ισχύ των διατάξεων της Συνθήκης των Αθηνών (1913) και του N. 2345/1920.


Με τους δύο αυτούς πόλους της αποφάσεως του E.Δ.Δ.A. στοιχήθηκαν στη συνέχεια αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας μας. Ετσι το νομικό τμήμα του ανώτατου ακυρωτικού, με ρητή μάλιστα επίκληση της αποφάσεως Σερίφ, έκρινε ότι δεν στοιχειοθετεί αντιποίηση ασκήσεως υπηρεσίας Μουφτή η έκδοση από κάποιο πρόσωπο θρησκευτικού μηνύματος προς τους ομοθρήσκους του (A.Π. 1045/2002 Τμ. ΣΤ’), ενώ το Σ.τΕ (1333/2001) έκρινε ότι η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου του 1990, που προβλέπει διορισμό των Μουφτήδων, δεν παραβιάζει υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, αφού η Συνθήκη των Αθηνών (1913), που προέβλεπε την εκλογή ως τρόπο αναδείξεώς τους, έχει καταργηθεί από τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923).


Τελικώς, μετά και τη χρονοβόρα δικαστική διαδρομή, εξακολούθησε η συνύπαρξη «παράλληλων» Μουφτήδων στην Ξάνθη και τη Ροδόπη. Και το θέμα έγινε και πάλι πολιτικό, άλλωστε έπρεπε εξαρχής να έχει αντιμετωπισθεί. Πολιτική λύση δεν επιχειρήθηκε.


Εξ ου και αξίζει κάθε προσοχής η πρόταση που είχε καταθέσει, ήδη το 2001, για το ζήτημα αυτό η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. H πρόταση είχε δύο σκέλη: Αφενός την κατάργηση των διοικητικών και δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων του Μουφτή και τον περιορισμό του στα θρησκευτικά του καθήκοντα και αφετέρου την επιλογή του Μουφτή με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων από κατάλογο τριών υποψηφίων που θα προτείνει η μουσουλμανική κοινότητα.


Ο κ. I. M. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.