H πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης για πρόωρη συνταξιοδότηση των ανέργων στην περιοχή της Νάουσας φέρνει πάλι το θέμα της ανεργίας στο προσκήνιο. Το μέτρο αυτό που, όπως είπε ο υπουργός Απασχόλησης, θα εφαρμοστεί και σε άλλες περιοχές υψηλής ανεργίας οδηγεί σε μια κατάσταση όπου ένα σημαντικό κομμάτι του εργατικού δυναμικού θα βρεθεί πρόωρα και μόνιμα εκτός αγοράς εργασίας. Αυτό σημαίνει συρρίκνωση του αριθμού όσων συμμετέχουν ενεργά στην παραγωγική διαδικασία, με αρνητικές συνέπειες σε πολλά επίπεδα.


Στον οικονομικό χώρο έχουμε τεράστια σπατάλη του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας, καθώς και επιπρόσθετα βάρη στον ασφαλιστικό/συνταξιοδοτικό τομέα. Στον κοινωνικό χώρο η πρόωρη συνταξιοδότηση οδηγεί σε ένα είδος αποκλεισμού που δημιουργεί αλλοτρίωση – αφού η εργασία στις νεωτερικές κοινωνίες αποτελεί τον πιο βασικό παράγοντα συγκρότησης της ταυτότητας του ατόμου. Τέλος, στον πολιτικό χώρο, όταν ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού βρίσκεται στο περιθώριο, είναι ευάλωτο σε αυταρχικού/ρατσιστικού τύπου κινητοποιήσεις. Ετσι, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η μαζική ανεργία υποσκάπτει τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος.


Παρ’ ότι έχω ασχοληθεί με το πρόβλημα της ανεργίας σε προηγούμενα άρθρα μου, επανέρχομαι επικεντρώνοντας την ανάλυση στην ελληνική περίπτωση.


* H συμβατική στρατηγική


H κυβέρνηση βέβαια ισχυρίζεται ότι αυτή η ζοφερή κατάσταση αργά ή γρήγορα θα καλυτερεύσει, αφού η περαιτέρω ανάπτυξη και οι τυχόν νέες επενδύσεις θα μειώσουν σημαντικά τον αριθμό των ανέργων. Αυτού του είδους η συμβατική, κεϊνσιανή πολιτική για τη μείωση της ανεργίας μέσα στο νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο πλαίσιο δεν λειτουργεί πια. Το φαινόμενο της ανάπτυξης χωρίς τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας (jobless growth) το βλέπουμε και στη χώρα μας. H Ελλάδα έχει για πολλά χρόνια τώρα έναν από τους υψηλότερους δείκτες ανάπτυξης στην EE, αλλά το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται σταθερά σε πολύ υψηλά επίπεδα. Οι θριαμβολογίες των εκάστοτε κυβερνήσεων για τη μείωση της ανεργίας συνήθως αναφέρονται σε μικρές διακυμάνσεις που δεν αλλάζουν ουσιαστικά τη γενική εικόνα. Ούτε αλλάζει η κατάσταση με πυροσβεστικές προσπάθειες τύπου Νάουσας.


Βέβαια υποστηρίζεται (στη χώρα μας από ένα μέρος της εργοδοσίας) ότι το κεϊνσιανό αδιέξοδο μπορεί να ξεπεραστεί με τη θεσμοποίηση της «ευέλικτης εργασίας». Δηλαδή με την κατάργηση των διαφόρων νομοθετικών ρυθμίσεων που δυσχεραίνουν την απόλυση των εργαζομένων, καθώς επίσης και με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων που βάζουν εμπόδια στη μείωση της αμοιβής των εργαζομένων όταν η προσφορά στην αγορά εργασίας είναι μεγαλύτερη από τη ζήτηση. Με αυτή τη στρατηγική, το νομοθετικό επίπεδο, περνάμε από το «δίκαιο της προστασίας» σε αυτό της «ευελιξίας» (βλ. I. Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο, Σάκκουλας, 2005). Περνάμε δηλαδή σε μια κατάσταση που θυμίζει τον άγριο καπιταλισμό της πρώιμης εκβιομηχάνισης, όπου η απουσία ισχυρών συνδικάτων και ο μη παρεμβατικός χαρακτήρας του «κράτους-νυχτοφύλακα» οδήγησαν στην εξαθλίωση μιας μεγάλης μερίδας της εργατικής τάξης.


Την παραπάνω νεοφιλελεύθερη στρατηγική – που βασικά καταργεί τις κοινωνικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης χωρίς να προσφέρει αντισταθμιστικά μέτρα – τη βλέπουμε να λειτουργεί στις ΗΠΑ. Εκεί η ευελιξία της εργασίας όντως οδήγησε σε σχετικά υψηλή ανάπτυξη και χαμηλή ανεργία, αλλά με τίμημα τη γενικευμένη ανασφάλεια, τις κακές συνθήκες εργασίας και τους μισθούς πείνας σε αυτούς που βρίσκονται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Βέβαια, όπως υποστήριξε πριν από λίγο καιρό ο υπουργός Οικονομικών, στην περίπτωση της Ιρλανδίας έχουμε μια πιο θετική έκφανση της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής. Λόγω μιας σειράς ευνοϊκών αλλά και τελείως ιδιαίτερων συνθηκών (αγγλική γλώσσα, στενές οικονομικές σχέσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο, πετυχημένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση πολύ πιο πριν από τη ραγδαία ανάπτυξή της κτλ.) στην Ιρλανδία βλέπουμε τη μαζική εισροή πολυεθνικών εταιρειών. Αυτό οδήγησε στη ραγδαία ανάπτυξη, στη σημαντική μείωση της ανεργίας και σε ένα πλαίσιο όπου το κράτος πρόνοιας άμβλυνε σημαντικά τις αρνητικές επιπτώσεις της «ευελιξίας». Αλλά και σε αυτήν ακόμη την περίπτωση έχουμε καλπάζουσες ανισότητες και την περιθωριοποίηση ενός σημαντικού μέρους του πληθυσμού.


* Ευελιξία με ασφάλεια


H τρίτη στρατηγική για τη μείωση της ανεργίας, η οποία κυρίως εφαρμόζεται στις σκανδιναβικές χώρες, προτείνει ευελιξία, αλλά με αντάλλαγμα την ουσιαστική προστασία αυτών που βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας. Στη χώρα μας έχει γίνει πολύς λόγος για τα διάφορα «σκανδιναβικά μοντέλα», με την κυβέρνηση να υποστηρίζει ότι αυτά δεν μπορούν να εφαρμοστούν στον τόπο μας. Από την άλλη μεριά, η αξιωματική αντιπολίτευση, όπως είδαμε με την αντίδρασή της στην περίπτωση Φλωρίδη, αποφεύγει να πάρει μια σαφή, συγκροτημένη θέση στο πρόβλημα. Αντιτίθεται στη συμβατική κεϊνσιανή πολιτική, καθώς και στην αμερικανικού τύπου ευελιξία, αλλά δεν λέει με τι είδους μέτρα προτείνει να μειώσει σημαντικά την ανεργία.


Αυτό που πρέπει να τονιστεί εδώ ως απάντηση στην κυβερνητική δυσπιστία, από τη μια μεριά, και στην αντιπολιτευτική αοριστία, από την άλλη, είναι ότι το διακύβευμα δεν είναι η εφαρμογή ενός «μοντέλου» στο σύνολό του (η Ελλάδα προφανώς δεν είναι Σουηδία). Είναι μάλλον η αποδοχή βασικών αρχών και πρακτικών που μπορεί μια κυβέρνηση πιλοτικά, σταδιακά και ευέλικτα να εφαρμόσει. Τρεις είναι οι βασικές αρχές της σκανδιναβικής, νεοσοσιαλδημοκρατικής στρατηγικής: η συναίνεση των κοινωνικών εταίρων, η ενεργοποίηση των ανέργων και η αλλαγή στην εργασιακή κουλτούρα.


H συναίνεση εργαζομένων και εργοδοτών σε ένα κοινό πρόγραμμα βασίζεται στην αποδοχή της ευελιξίας, αλλά με αντάλλαγμα την κοινωνική προστασία όσων χάνουν τη δουλειά τους στην αγορά εργασίας. Στους τελευταίους, αντί της παθητικής παροχής επιδομάτων ανεργίας ή πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, δίνεται η ευκαιρία να ενταχθούν σε προγράμματα μετεκπαίδευσης με στόχο είτε να ξαναμπούν στην αγορά εργασίας είτε να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον κοινωνικό χώρο – σε ένα χώρο που δεν λειτουργεί ούτε με την κρατική λογική ούτε με αυτήν της αγοράς. Ετσι ο κάθε εργαζόμενος έχει το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να παραμένει ενεργός στο τρίγωνο αγορά εργασίας – μετεκπαίδευση – κοινωνικός χώρος. Λαμβάνοντας υπόψη ότι όσοι βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας παίρνουν ένα μεγάλο μέρος του μισθού που είχαν προτού χάσουν τη δουλειά τους (γύρω στο 80%), ο «ενεργοποιημένος πολίτης» και πληρώνει φόρους και συμβάλλει στον ασφαλιστικό χώρο. Τέλος, όσοι εργάζονται στον κοινωνικό τομέα προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες στον χώρο της τρίτης ηλικίας, της υγείας, της οικογενειακής μέριμνας, της οικολογίας κτλ. Υπηρεσίες τις οποίες ούτε ο ιδιωτικός τομέας ούτε ο κρατικός παρέχουν ικανοποιητικά.


Οσο για την αλλαγή στην εργασιακή κουλτούρα, εδώ πρέπει να ξεπεραστεί η εσφαλμένη ιδέα ότι μόνο στο πλαίσιο της αγοράς εργασίας μπορεί να υπάρξει «αληθινή» ή «χρήσιμη» απασχόληση. Πρέπει όχι μόνο οικονομικά, αλλά και συμβολικά να αναβαθμιστεί η έννοια της κοινωνικής εργασίας ως απασχόλησης που είναι τόσο χρήσιμη όσο και η εργασία στον χώρο της αγοράς.


Βέβαια η εφαρμογή των παραπάνω αρχών δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί τη δημιουργία κοινωνικών και εκπαιδευτικών υποδομών που δεν είναι ανεπτυγμένες στη χώρα μας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να κάνει προσεκτικά, καλά σχεδιασμένα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα, γιατί να μην ενταχθούν οι άνεργοι στη Νάουσα σε ένα πιλοτικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα που θα τους επιτρέψει είτε να ξαναμπούν στην αγορά εργασίας είτε να προσφέρουν υπηρεσίες στον χώρο της κοινότητας. Ενα τέτοιο πρόγραμμα θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί όχι μόνο από πόρους που προέρχονται από τους κοινωνικούς εταίρους, αλλά και από ευρωπαϊκά κονδύλια. Επιπλέον οι επιχειρήσεις που ευνοούνται ιδιαίτερα από τη στρατηγική της ευελιξίας ή είναι κερδοφόρες θα μπορούσαν επίσης να συμβάλουν σημαντικά σε ένα τέτοιο σχέδιο.


* Κίνητρα και υποδομές


Τέλος, δεν χρειάζεται να τονιστεί ότι μια τέτοια στρατηγική «ευελιξίας με ασφάλεια» πρέπει να συνδέεται με μια πιο συνολική κρατική πολιτική που θα αφορά δημιουργία υποδομών, στοχευμένες επενδύσεις, κίνητρα προσέγγισης ιδιωτικών κεφαλαίων σε περιοχές με υψηλή ανεργία κτλ.


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η παραπάνω λύση είναι πιο δύσκολη από την εύκολη, παθητική παροχή επιδομάτων ανεργίας ή πρόωρων συντάξεων. Αλλά αν θέλουμε να μειωθεί σημαντικά η ανεργία χωρίς να καταφύγουμε στη βάρβαρη νεοφιλελεύθερη στρατηγική, δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλος δρόμος. (Βέβαια η άκρα Αριστερά προτείνει ως λύση την υπέρβαση των καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής, χωρίς όμως να μας λέει πώς κάτι τέτοιο είναι δυνατό βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα.) Τελειώνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι οι τρεις στρατηγικές για μείωση της ανεργίας που σκιαγράφησα σε αυτό το άρθρο αποτελούν ιδεότυπους: δηλαδή είναι λογικά επεξεργασμένες απλουστεύσεις. Στις περισσότερες χώρες μπορεί να εντοπίσει κανείς στοιχεία και από τις τρεις στρατηγικές – στοιχεία όμως που αρθρώνονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε η λογική της μιας στρατηγικής κυριαρχεί και συντονίζει τις άλλες δύο.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.