Την προηγούμενη εβδομάδα διοργανώθηκε ένα ασυνήθιστο συνέδριο στη Αθήνα. Τίτλος του: «Πόλεμος και Ταυτότητες». Για τη διοργάνωσή του συνεργάστηκαν δύο προγράμματα ελληνικών σπουδών που δραστηριοποιούνται σε κορυφαία πανεπιστήμια του εξωτερικού: το πρόγραμμα ελληνικών σπουδών του Πανεπιστημίου Yale και το Ελληνικό Παρατηρητήριο της London School of Economics (το συνέδριο συνέδραμαν επίσης η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, το Ιδρυμα Κόκκαλη και το Δίκτυο για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων). Αν και επιδιώκουν την ανάπτυξη της έρευνας και της διδασκαλίας για την Ελλάδα στο εξωτερικό, οι επιστημονικοί πόροι των προγραμμάτων αυτών καθιστούν δυνατή και την παρέμβασή τους στη χώρα μας, με στόχο τον εμπλουτισμό της επιστημονικής έρευνας και του ακαδημαϊκού διαλόγου.


Το συνέδριο πρότεινε τη σύγκριση τριών ανορθόδοξων πολέμων του νεότερου ελληνισμού: του Μακεδονικού Αγώνα των αρχών του 20ού αιώνα, των εμφυλίων συγκρούσεων της δεκαετίας του 1940 και του κυπριακού αγώνα της δεκαετίας του 1950 (καθώς και των εξελίξεων που ακολούθησαν στη διάρκεια της αμέσως επόμενης δεκαετίας). Τόσο η ταυτόχρονη ενασχόληση με τρία κομβικά σημεία της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας όσο και η συγκριτική τους προσέγγιση αποτελούν στοιχεία πρωτοτυπίας. H επικέντρωση, μάλιστα, σε τρεις περιπτώσεις, που η καθεμιά τους ξεχωριστά προκαλεί ακόμη έντονα πάθη, είχε ενδεχομένως και τον χαρακτήρα τομής.


* Ενδιαφέρων διάλογος


Παρά τις δυσκολίες του εγχειρήματος, το συνέδριο υπήρξε κατά κοινή ομολογία ιδιαίτερα επιτυχημένο. Φέρνοντας σε επαφή τρεις επιστημονικές κοινότητες που συνήθως δεν συνδιαλέγονται μεταξύ τους, παρήγαγε έναν υψηλού επιπέδου διάλογο και προκάλεσε έναν γόνιμο προβληματισμό. Παρουσιάστηκαν 22 ανακοινώσεις μέσα σε δύο ημέρες, ενώ πραγματοποιήθηκαν και δύο στρογγυλά τραπέζια. Το εύρος των ανακοινώσεων που παρουσιάστηκαν από νέους αλλά και διακεκριμένους έλληνες και ξένους πανεπιστημιακούς γίνεται φανερό από την ενδεικτική παράθεση ορισμένων μόνο τίτλων: «Οπλα και κοινοτικές σφραγίδες. Εθνική δράση και διχασμός στις ελληνομακεδονικές κοινότητες την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα», «Θύτες και θύματα στη Μακεδονία (1901-1912)», «Το Κόμμα στον Πόλεμο: Ο Πολιτικός Επίτροπος στον ΔΣΕ», «Τα «γυναικόπαιδα» στους ολοκληρωτικούς πολέμους της δεκαετίας του 1940», «Ο αγώνας της ΕΟΚΑ και η ταυτότητα «Προδότης»: H χρήση της λέξης, η προϊστορία, το έγκλημα και η τιμωρία», «»H επανάστασις που δεν ετελείωσε». H ιστορία του ελληνισμού και ο κυπριακός αγώνας», «Τρεις εκδοχές του «Αγωνιστικού Πνεύματος» του Εθνους: Τα Απομνημονεύματα του Καπετάν Ακρίτα, του Καπετάν Μάρκου και του Διγενή», «Ο ανορθόδοξος πόλεμος ως μοχλός πολιτικής στην ελληνική ιστορία, 1904-1959», «Ανταγωνισμός, πόλεμος και διαμόρφωση ταυτοτήτων σε συνοριακές περιοχές: συγκριτική προσέγγιση της Ουκρανίας και της Μακεδονίας». H έκδοση των πρακτικών του συνεδρίου θα δώσει την ευκαιρία και σε όσους δεν το παρακολούθησαν να συμμετάσχουν στον προβληματισμό που προκάλεσε.


* Πέντε πορίσματα


Πέντε, τουλάχιστον, σημαντικά πορίσματα προέκυψαν μέσα από την άμεση ή έμμεση σύγκριση των περιπτώσεων.


Πρώτον, και οι τρεις ανορθόδοξοι πόλεμοι αποτελούν έκφραση πολιτικής αδυναμίας. Τη στιγμή που ξεκινούν, ο ελληνισμός βρίσκεται σε υποχώρηση στη Μακεδονία, η Ελλάδα βρίσκεται υπό ξένη κατοχή μετά την ήττα της από τις δυνάμεις του Αξονα, ενώ η δύναμη της βρετανικής αυτοκρατορίας δεν επιτρέπει την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. H επιλογή του ανορθόδοξου πολέμου επιδιώκει επομένως την αλλαγή του υπάρχοντος συσχετισμού δυνάμεων.


Δεύτερον, παρ’ ότι και οι τρεις ανορθόδοξοι πόλεμοι κηρύσσονται στο όνομα του έθνους ή του λαού, παράγουν βίαιες διαιρέσεις στο εσωτερικό τους. Ο Μακεδονικός Αγώνας συνέβαλε στη βίαιη διάσπαση του χριστιανικού στοιχείου της Μακεδονίας, η αντίσταση κατά των κατοχικών δυνάμεων οδήγησε στην εμφύλια σύγκρουση, ενώ ο κυπριακός αγώνας τελικά βάθυνε τόσο τις διακοινοτικές όσο και τις ενδοκοινοτικές διαιρέσεις στο τραγικό αυτό νησί.


Τρίτον, οι πολιτισμικές ή πολιτικές ταυτότητες που υποτίθεται πως αποτελούν τις προϋποθέσεις έναρξης του ένοπλου αγώνα προκύπτουν συχνά μέσα απ’ αυτόν. Πολλοί χριστιανοί έγιναν τελικά Ελληνες διά μέσου του Μακεδονικού Αγώνα, κομμουνιστές ή εθνικόφρονες μέσα από την εμπειρία του εμφυλίου. Ακόμα και στην Κύπρο, όπου οι εθνοτικές ταυτότητες προϋπήρχαν της ένοπλης σύγκρουσης, νοηματοδοτήθηκαν διαφορετικά μέσα (και μετά) απ’ αυτόν.


Τέταρτον, κανένας από τους ανορθόδοξους πολέμους δεν οδήγησε στην επιτυχία των πολιτικών στόχων που έθεσαν αρχικά οι υποστηρικτές τους. H Μακεδονία απελευθερώθηκε μόνο χάρις στην επιτυχή έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων, η εαμική αντίσταση και το κομμουνιστικό αντάρτικο του ΔΣΕ απέτυχαν να μετατρέψουν την Ελλάδα σε λαϊκή δημοκρατία, ενώ ο κυπριακός αγώνας δεν κατέληξε στην ένωση.


Αντίθετα, και αυτό είναι το πέμπτο πόρισμα, οι ανορθόδοξοι πόλεμοι παρήγαγαν κυρίως συμβολικούς καρπούς που χρησιμοποιήθηκαν αργότερα στη διατύπωση επίσημων εκδοχών τους με στόχο τη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης και επακόλουθα της συλλογικής πολιτικής συμπεριφοράς. Οι επίσημες αυτές εκδοχές, τόσο στη δεξιά όσο και στην αριστερή εκδοχή τους, υπήρξαν (και εν μέρει παραμένουν) τόσο ισχυρές ώστε μετατράπηκαν σε αυτονόητα για πολλούς δόγματα. Πρόκειται για μια αρνητική εξέλιξη που, όπως είναι γνωστό, υπονομεύει την επιστημονική έρευνα καθώς όσοι τολμούν να παραβούν τα θέσφατα κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν ως αναθεωρητές ή ακόμα και προδότες.


Σε αντιδιαστολή με την τάση αυτή, το συνέδριο απέδειξε, μέσα από τις ανακοινώσεις που παρουσιάστηκαν και την ψύχραιμη και υψηλού επιπέδου συζήτηση που ακολούθησε, την ποιότητα της επιστημονικής έρευνας που παράγεται ακόμα στην Ελλάδα, παρά τις πενιχρές και δυσχερείς πνευματικές συνθήκες μέσα στις οποίες συχνά διεξάγεται.


Ο κ. Στάθης Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.