Στις 7 Μαρτίου 1277 ο Επίσκοπος των Παρισίων Etienne Tempier δεν μπορεί πια να συγκρατήσει την οργή και την αγανάκτησή του: καταδικάζει απερίφραστα το βλάσφημο βιβλίο De amore, που έχει κυκλοφορήσει και στην «αγοραία γλώσσα» με τον τίτλο Περί Ερωτος και το οποίο προπαγανδίζει ανοιχτά την ερωτική ελευθεριότητα ή και την ερωτική ασυδοσία ακόμη, η οποία, ως γνωστόν, ανοίγει τον δρόμο «στην νεκρομαντεία, στη μαγεία, στη δαιμονολογία και όλες τις άλλες πληγές που θέτουν σε κίνδυνο την ψυχή, γιατί επιτίθενται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην καθαρότητα των ηθών και την ορθοδοξία της πίστης». Ο Επίσκοπος δεν μασάει τα λόγια του, μια και στο τέλος του 13ου αιώνα τα ήθη έχουν χαλαρώσει επικίνδυνα, με πρώτο θύμα τη νεολαία και μάλιστα τους φοιτητές. Σε αυτούς συγκεντρώνει την προσοχή του ο αυστηρός ιερέας, γιατί αν τα χρηστά ήθη υποχωρήσουν εδώ, είναι προφανές ότι κινδυνεύει το μέλλον της κοινωνίας.


H περιγραφή της φοιτητικής ζωής στο Παρίσι της εποχής από τη μεριά του Επισκόπου παρουσιάζει ενδιαφέρον, στο μέτρο που θα δημιουργήσει το πρότυπο, ένα είδος κοινού τόπου του φοιτητικού βίου, το οποίο, διασχίζοντας τους αιώνες, θα αγνοήσει τον χρόνο και θα φθάσει στις μέρες μας. H βασική μαρτυρία που θα επικαλεστεί ο Επίσκοπος είναι «η γνώμη των οικογενειών για τον φοιτητικό κόσμο: ο χρόνος που ξοδεύουν στο καπηλειό είναι πολύ περισσότερος από τον χρόνο που περνούν στη βιβλιοθήκη». H κατηγορία αυτή, πηγή όλων των κακών, θα γίνει κάτι σαν το κατηγόρημα που θα προσδιορίζει την ουσία του φοιτητή για την αιωνιότητα. Οι φοιτητές είναι ταραξίες, αγαπούν το πιοτό και τον ποδόγυρο, καταστρέφουν τον πατέρα τους και κάνουν τη μάνα του να κλαίει, τρέχοντας πίσω από κάθε είδους περιπέτεια, «επαναστάτες χωρίς αιτία». H ζωή του φοιτητή περιγράφεται σε ένα κείμενο της εποχής, που θα μπορούσε να γίνει ο καμβάς της μυθιστορίας της φοιτητικής ζωής. «Ο γιος ενός φτωχού αγρότη θα έρθει στο Παρίσι για να σπουδάσει: ο πατέρας του, για να αποκτήσει το παιδί του φήμη και τιμή, θα ξοδέψει την αξία ενός ή δύο στρεμμάτων γης και θα καταστραφεί. Πράγματι, μόλις ανέβει στο Παρίσι για να κάνει το καθήκον του και ζήσει έντιμη ζωή, ο γιος θα ξοδέψει σε οπλισμό το προϊόν από το αλέτρι και τη σπορά. Τρέχει στους δρόμους κυνηγώντας μοιραίες γυναίκες και μπλέκοντας σε καβγάδες. Τα χρήματά του εξαντλούνται, τα ρούχα του φθείρονται και είναι υποχρεωμένος να ζητάει συνεχώς βοήθεια από τους γονείς του».


Ο μέλλων του προηγούμενου μυθιστορήματος – έτσι συμβαίνει συνήθως – θα γίνει ο ενεστώτας της ζωής. Οι περιγραφές παρουσιάζουν αξιοσημείωτη ομοιομορφία και σε αυτές στηρίζει την ανησυχία του ο Επίσκοπος. «Οι φοιτητές κυκλοφορούν στους δρόμους τη νύχτα, οπλισμένοι, σπάζουν πόρτες και εισβάλλουν στα σπίτια, γεμίζοντας την άλλη μέρα τα δικαστήρια με τον θόρυβο των κατορθωμάτων τους. Γιατί τα θύματα, που πολύ συχνά είναι φτηνές πόρνες, καταθέτουν μηνύσεις εναντίον τους, επιδεικνύοντας στους δικαστές τα τραύματά τους, τα σχισμένα τους ρούχα ή τα κομμένα τους μαλλιά (…)


Αλλά και οι γιορτές τους ακόμη, αντί να γίνουν ευκαιρίες για την καλλιέργεια της ψυχής, αποτελούν πολύ συχνά αφορμή για μεθύσι και ακατονόμαστες δραστηριότητες». Ετσι, μόλις την προηγούμενη χρονιά – το 1276 δηλαδή – επισημαίνει ο Επίσκοπος, είδαμε «τους φοιτητές ένοπλους να τρέχουν στους δρόμους του Παρισιού, ταράζοντας με τις φωνές τους την ηρεμία των φιλήσυχων αστών και ταλαιπωρώντας τον άκακο περαστικό. Το χειρότερο όμως είναι ότι έπαιξαν ακόμη και ζάρια στο ιερό των Εκκλησιών».


Αυτά για τους φοιτητές. Μήπως όμως οι δάσκαλοί τους είναι καλύτεροι; Δεν έχουμε παρά να δούμε πού στεγάζουν τις αίθουσες διδασκαλίας. «Στο ίδιο κτίριο υπάρχουν: στον πρώτο όροφο η σχολή, στο ισόγειο οι οίκοι ανοχής. Στον πάνω όροφο οι δάσκαλοι κάνουν μάθημα· στον κάτω όροφο οι πόρνες ασκούν το επονείδιστο επάγγελμά τους. Από τη μια μεριά οι πόρνες καβγαδίζουν μεταξύ τους ή με τον προστάτη τους. Από την άλλη οι σοφοί συζητούν, επιχειρηματολογούν και ουρλιάζουν».


Το παράξενο είναι, ίσως, ότι όλα αυτά τα δεινά δεν οδήγησαν την κοινωνία στην καταστροφή της. Οι φοιτητές συνέχισαν να σπουδάζουν, οι καθηγητές συνέχισαν να διδάσκουν και, κατά πώς λένε, η επιστήμη έκανε κάποια βήματα μπροστά. Αλλά και ο Επίσκοπος, κι αυτός, συνέχισε να υπάρχει και να κάνει τη δουλειά του. Σε ρόλο δημόσιου κατήγορου, με την ένρινη κακόηχη φωνή του συνεχώς καταγγέλλει και αναγγέλλει την καταστροφή. Και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για αυτό. Γιατί και ο Επίσκοπος είναι μέρος του κόσμου.


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.