H συζήτηση για τα «Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας», όπως την παρακολουθώ χρόνια τώρα, συχνά ευνοεί τη συμπτωματολογία, την ηθικολογία, τον καταγγελτικό λόγο, την αντιστροφή αιτίας και αποτελέσματος, με συμπύκνωση αυτών των πρακτικών την εμμονή στην «παθολογία» του «μέσου» που καθίσταται τάχα (αυτο)σκοπός. Μάλιστα διαφαίνεται μια ενίσχυση αυτών των πρακτικών, τώρα που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας η Νέα Δημοκρατία, κυρίως από όσους θα υιοθετούν με κάθε τίμημα την πολιτική της. Τη δέσμη πάντως αυτής της προβληματικής θέτει εξυπαρχής ο ογκώδης τόμος των Πρακτικών του συνεδρίου: MME και Πολιτισμός που κυκλοφόρησε πρόσφατα με την επιμέλεια του Λαοκράτη Βάσση.


Το θέμα του συνεδρίου δεν είναι πρωτάγγιχτο. Δύο διακριτοί πόλοι προβληματισμού μορφοποιήθηκαν ήδη από την εποχή του Μεσοπολέμου, με σημεία αναφοράς το ραδιόφωνο, τον κινηματογράφο, τη δισκογραφία, τα περιοδικά και τις εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας. Με τη διάδοση της τηλεόρασης, στη μεταπολεμική περίοδο, δόθηκε νέα ώθηση στις οικείες συζητήσεις και, πολύ περισσότερο, με τις πρόσφατες επιτεύξεις της ηλεκτρονικής. Προφανώς η επιχειρηματολογία που εκδιπλώνεται δεν είναι άμοιρη πολιτικών προϋποθέσεων και συνεπαγωγών. Για παράδειγμα, η εκτίμηση του Κ. R. Popper ότι δεν χωράει καμιά ανοχή στις «καταχρήσεις» της τηλεόρασης αρύεται από το φόβο των πολιτικών επιπτώσεων μιας «κλειστής κοινωνίας» και ανταποκρίνεται στην οδηγία του: «Μην επιδιώκετε να φτάσετε στην ευτυχία με πολιτικά μέσα».


Βέβαια το ζήτημα των σχέσεων «MME» και «πολιτισμού» δεν τίθεται στον τόπο μας in vacuo. Ηδη έχουν πραγματοποιηθεί αντίστοιχα συνέδρια και δημοσιεύθηκαν τα Πρακτικά τους, λειτουργούν τρία πανεπιστημιακά Τμήματα Μέσων Επικοινωνίας, με ομόλογο ερευνητικό και εκπαιδευτικό έργο, προκηρύσσονται «προγράμματα» από την Ευρωπαϊκή Ενωση με άνωθεν ωστική δύναμη για τη διερεύνηση συναφών ζητημάτων, αυτονόητα καταγράφεται το ενδιαφέρον εκπαιδευτικών φορέων, δημόσιων και ιδιωτικών, ακόμη και για μορφές τηλεκπαίδευσης και ηλεκτρονικής οικοδιδασκαλίας, σε μια χώρα με εκατοντάδες ιδιωτικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς και σχεδόν εκατοντάδα τηλεοπτικούς (με τρεις επιπλέον κρατικούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς). Συνακόλουθα, με τη δορυφορική-καλωδιακή τηλεόραση να είναι παρούσα και πολυαπασχολημένο το Διαδίκτυο, όταν παράλληλα με το Χρηματιστήριο των οικονομικών μεγεθών λειτουργεί το χρηματιστήριο της πληροφορίας με τα παγκοσμιοποιημένα τεχνολογικά μέσα.


H διεθνής συγκυρία, με το γεγονός της 11ης Σεπτεμβρίου, δίδει μια νέα παρώθηση προβληματισμού, χωρίς ωστόσο να υιοθετήσει κανείς τις μπαρόκ ερμηνείες για την κατανόηση των μορφών συνέχειας και ασυνέχειας της πολιτικής των Ενωμένων Πολιτειών. Ειδικότερα, ως προς την εγχώρια συγκυρία, έχει υπάρξει μια ορισμένη συγκομιδή θεωρήσεων του «πολιτικού χρήματος», σημειώθηκε μια παρα-τεταμένη προεκλογική περίοδος (με διαφαινόμενη ορισμένη κρίση του πολιτικού πεδίου, κυρίως ως προς τους πρωταγωνιστές της άρχουσας δικομματικής σκηνής), βαίνει προς την ολοκλήρωσή της η «Πολιτιστική Ολυμπιάδα» και ηχούν επίμονα τα κύμβαλα του «Πολιτισμού των πολιτισμών».


Με τις είκοσι εισηγήσεις, δημοσιογράφων και ερευνητών, μορφοποιήθηκαν οι εξής θεματικοί πυρήνες:


α) η έννοια της «μαζικότητας» και της «βιομηχανίας του πολιτισμού» που δεν παράγεται από τις «μάζες» αλλά απευθύνεται προς αυτές·


β) ο ανακαθορισμός της «πραγματικότητας», όπως ενσωματώνει τον «homo telematicus» η δικτύωση του τηλεοπτικού πεδίου·


γ) η ανανοηματοδότηση της «εγγραμματοσύνης», με την αποσαφήνιση των σχέσεων «εικονικής» γραφής και γραπτού λόγου, ηλεκτρονικού και «συμβατικού» βιβλίου·


δ) οι συνθήκες συνεπαφής εργάσιμου και διαθέσιμου χρόνου, τον οποίο απορροφά κατά προτεραιότητα η ηλεκτρονική «οικοαπασχόληση»·


ε) η διαχείριση των ζητημάτων του «πολιτισμού» κατά τρόπο που το δικαίωμα στη «διαφορά» να μην περιπίπτει σε περιχαράκωση και αυτοπαγίδευση στη «διαφορά»·


στ) η τυπολογία και η «παθολογία» του δημοσιογραφικού «ιδιώματος»·


ζ) τα όρια εκδοχών έρευνας και διδασκαλίας των «Cultural Studies» και ο συναφής κριτικός αναστοχασμός για το πρόγραμμα σπουδών των Τμημάτων Επικοινωνίας·


η) οι επιπτώσεις των ηλεκτρονικών πολυμέσων στη διεκπεραίωση της διδασκαλίας, αλλά και στη σύλληψη και οργάνωση της σχολικής ύλης (π.χ. «διαθεματικότητα»)·


θ) οι λόγοι προβολής της «αυθυπαρξίας» του μέσου·


ι) οι μορφές επίκλησης της «πολιτικής ορθότητας» στον κυβερνοχώρο·


ια) η αυστηρή οριοθέτηση της «τηλεξουσίας» που αυτοπροβάλλεται ως «τέταρτη» εξουσία·


ιβ) η αντιμετώπιση της «κοινωνίας της γνώσης» με το πρίσμα, σε τοπικό και σε διεθνές επίπεδο, της πολιτισμικής ηγεμονίας·


ιγ) η ανάγκη συγκρότησης μιας «δημόσιας σφαίρας» των οπτικοακουστικών μέσων, στις χώρες τουλάχιστον της Ευρωπαϊκής Ενωσης, την οποία θα κατοχυρώνει – για τον «πομπό» και τον «δέκτη» – η «Χάρτα» των σύστοιχων δικαιωμάτων·


ιδ) οι προϋποθέσεις για τη διεκδίκηση μιας «αντι-κοινωνίας» και η αναζήτηση νέων μορφών οργάνωσης, ακόμη και ηλεκτρονικά, του έργου της «αμφισβήτησης».


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.