Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αυτός ο τόπος, «ο μικρός ο μέγας», αν ξεχωρίζει για κάτι διαχρονικά, αν είναι ευρύτερα ακουστός στα πέρατα τού κόσμου είναι για τον πολιτισμό του. Ο ελληνικός πολιτισμός είναι το μέγα κεφάλαιο αυτής τής χώρας αλλά συγχρόνως και σημείο αναφοράς στην εξέλιξη τού ανθρωπίνου πνεύματος. H σύλληψη τού πολιτισμού από τους Ελληνες ως καλλιέργειας τής προσωπικότητας τού ατόμου, με θεσμούς, αρχές, αξίες και ιδανικά που έχουν ως επίκεντρο τον άνθρωπο, είναι ένα πρότυπο που μπορεί και σήμερα να εμπνεύσει τον άνθρωπο όπου γης. Ακόμη, η επίσης ελληνική ταύτιση τού πολιτισμού με την παιδεία, με την ολόπλευρη καλλιέργεια τού ατόμου μέσα από πνευματικές ζητήσεις και προβληματισμούς διά βίου, είναι μια πρόταση ζωής τού Ελληνισμού που ξεπερνάει τα όρια τού χρόνου και τού χώρου και μπορεί να λυτρώσει τον άνθρωπο σε καθολική κλίμακα.


Το ερώτημα που προκύπτει σε σχέση με τον τόπο και τους ανθρώπους που εγέννησαν αυτόν τον πολιτισμό, σε σχέση δηλ. με την Ελλάδα και τους Ελληνες και σε σχέση με τη συλλογική τους έκφραση, την Ελληνική Πολιτεία, είναι με ποιους τρόπους αυτός ο πολιτισμός μπορεί και σήμερα, με τη διαφορετική δομή, έκταση και νοοτροπία τού σύγχρονου κόσμου, να έχει μια παρουσία προς τα έξω όχι με πομπώδεις «σωτηριολογικές» αξιώσεις αλλά ως αξιοπρεπής, σεμνή, ουσιαστική πρόταση, με την αρχοντιά μιας υπαρκτής και ανεγνωρισμένης προσφοράς, με τη φιλοδοξία μιας άλλης φωνής μη μεγαλοδυναμικής, με αίσθηση ορίων αλλά και με τόλμη και πίστη στην αξία μιας τέτοιας πρότασης. Αναφέρομαι στον ελληνικό ανθρωπισμό, όπως εδραιώθηκε στην αρχαιότητα και ανανεώθηκε στην Αναγέννηση και όπως ενέπνευσε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Αναφέρομαι σ’ έναν κατεξοχήν αξιακό πολιτισμό (κάθε πολιτισμός, βέβαια, είναι σύνολο αξιών), με αρχές, αξίες και ιδανικά που καταπλακώθηκαν εν τω μεταξύ σταδιακώς στη δίνη τού πολέμου και στη λογική τής κυρίαρχης εξουσίας, τής χρησιμοθηρίας, τού καταναλωτισμού και τής αντιπνευματικότητας και, κατ’ επέκταση, τής βίας, τής τρομοκρατίας, των μεγαλοδυναμικών φιλοδοξιών και σωτηριολογικών επεμβάσεων και τής απόπειρας επικοινωνιακής χαλιναγώγησης τού ανθρώπου. Πώς, με ποια φωνή που θα λειτουργήσει ως φωνή τής συνειδήσεως τού σύγχρονου καταπιεσμένου ανθρώπου για να τον οδηγήσει στην πνευματική αφύπνιση, με ποιους τρόπους ένας μικρός λαός μ’ έναν μεγάλο πολιτισμό μπορεί να αποκτήσει μια ευρύτερη παρουσία, ταπεινά, με λόγο ουσίας, με πρόταση ζωής, με αναφορά σε αρχές και αξίες που αντέχουν στον χρόνο και μπορούν να εμπνεύσουν και να «σηκώσουν» τον άνθρωπο ιδίως σήμερα. Αυτή άλλωστε μπορεί να είναι και η μόνη πολιτισμική φιλοδοξία τής σύγχρονης Ελλάδος, ένας «πνευματικός μεγαλοϊδεατισμός» (με την κυριολεκτική σημασία τής προβολής μιας «μεγάλης ιδέας»).


Βέβαια, αυτό προϋποθέτει μια συστηματική, επιστημονικά τεκμηριωμένη, αντικειμενική έρευνα-μελέτη των αρχών και των αξιών τού ελληνικού πολιτισμού στα τρία βασικά επίπεδά του: την αρχαιότητα – το Βυζάντιο – τον Νέο Ελληνισμό. Γιατί δεν είναι μόνο η «πνευματική έκρηξη» που σημειώνεται με τον αρχαίο ελληνικό στοχασμό που έχει σημασία. Είναι και η πολιτιστική επιρροή τού χριστιανικού Βυζαντίου που επί χρόνια δεσπόζει και επηρεάζει την Ευρώπη και την Ανατολή. Και είναι ακόμη το αγωνιστικό πρότυπο τού Νέου Ελληνισμού, που πυροδοτείται από ένα κατεξοχήν πνευματικό κίνημα, τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, για να αποτελέσει παράδειγμα επαναστατικού απελευθερωτικού αγώνα, τέτοιου που προσέλκυσε ένα πρωτοφανές στη νεότερη ιστορία κύμα υποστηρικτών, το κύμα τού φιλελληνισμού (το οποίο και ως όρος και ως πράξη αποτελεί κάτι πρωτοφανές).


Σ’ αυτή τη διαχρονική διαστρωμάτωση τού ελληνικού πολιτισμού έχει καίρια σημασία να φανεί και να λειτουργήσει διδακτικά η σχέση παράδοσης και νεωτερικότητας, διατήρησης και ανανέωσης, μίμησης και δημιουργικής αφομοίωσης. Γιατί αυτό που χρειάζεται ο πολιτισμός σήμερα είναι νέες πηγές έμπνευσης και – ας χρησιμοποιήσω μια μεγαλόστομη έννοια – αναγέννησης μέσα από υπερχρονικές αξίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αφετηρία ουσιαστικής ανανέωσης, ως πηγή δημιουργίας. Γιατί έννοιες όπως λ.χ. η ελευθερία, η αξιοπρέπεια, η δημοκρατία, η αποδοχή τής διαφορετικότητας, ο σεβασμός στον άνθρωπο ως άνθρωπο, η ειλικρινής επικοινωνία ως συνάντηση ανθρώπου με άνθρωπο, η αγάπη στον άλλο, η εξασφάλιση μιας ποιοτικής παιδείας για όλους, η αίσθηση τού μέτρου και η αίσθηση ορίων, η διάκριση (με το βάθος τής χριστιανικής μοναστικής σύλληψης), η αναζήτηση τής ουσίας, δηλ. έννοιες στις οποίες στηρίχτηκε – όσο μπόρεσε – ο ελληνικός πολιτισμός, εν μέρει και άλλοι πολιτισμοί και οπωσδήποτε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός στις καλές του στιγμές. Αυτές είναι που μπορούν να δώσουν ένα νέο στίγμα, ένα πρότυπο ζωής στον πολλαπλώς αποπροσανατολισμένο σύγχρονο άνθρωπο.


Υπεργενικεύω, υπεραπλοποιώ, εξιδανικεύω, ωραιοποιώ, εξαγνίζω μια βαριά, θλιβερή, πολύ χαλαρή έως «χαλασμένη» πραγματικότητα; Ισως. Απέναντι όμως σ’ αυτή την πραγματικότητα μπορούμε να αντιτάξουμε μιαν άλλη ορατή – όχι εικονική -, εφικτή – όχι ιδεατή – πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που θα στηρίζεται σε αξίες, όχι νέες, όχι αίολες, όχι απραγματοποίητες, μια δεύτερη πραγματικότητα, για την οποία και αγωνίστηκαν πολλοί μέχρι σήμερα και αγωνίζονται και αξίζει κανείς να αγωνιστεί. Σ’ αυτή τη δεύτερη πραγματικότητα μπορεί να βοηθήσει ως σημείο αναφοράς μια ελληνική πρόταση πολιτισμού, τής οποίας έχει πρώτα-πρώτα ανάγκη – όσο και αν ακούγεται οξύμωρο – ο ίδιος ο σύγχρονος ελληνισμός. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν πρώτα εδώ, τώρα κι από μάς.


Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.