Στο τέλος του 20ού και στις αρχές του 21ου αιώνα, τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις, λόγοι και πρακτικές συγκλίνουν και διαπλέκονται με σύνθετους τρόπους που σφραγίζουν τους μετασχηματισμούς της ύστερης νεωτερικότητας. Ο όρος τεχνοπολιτισμός κωδικοποιεί αυτές τις πολυδιάστατες διαδικασίες ενώ παράλληλα επιβάλλει νέους προβληματισμούς και στοχασμούς για τις διαπλοκές της επιστήμης, και της κουλτούρας.


Το προκλητικό και σύνθετο πεδίο του τεχνοπολιτισμού αποπειράθηκαν να διερευνήσουν όσοι και όσες συμμετείχαν στην ημερίδα με θέμα «Τεχνοπολιτισμός. Νέες Τεχνολογίες, Νέες Επιστημολογίες», που συνδιοργάνωσαν το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και το διατμηματικό Πρόγραμμα Σπουδών του Φύλου του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας το Σάββατο 8 Απριλίου στον Βόλο.


Με αφετηρία την κεντρική διαπίστωση ότι οι πρώιμες θεωρήσεις του τεχνοπολιτισμού διχάστηκαν ανάμεσα στη δαιμονοποίηση και την εξιδανίκευση, αποτύπωσαν ντετερμινισμούς και ουσιοκρατίες και διαμόρφωσαν κοινότητες από νεο-λουδίτες και τεχνο-ουτοπιστές, οι προσεγγίσεις αποπειράθηκαν να επανεξετάσουν ορισμένα ζητήματα που αφορούν κυρίως στην ενημέρωση και την επικοινωνία, τη γνώση και την εργασία, την ιατρική και τη βιολογία, την οικονομία και την πολιτική. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο M. Μπιλάλης εξέτασε την πολυσημία των όρων «κυβερνοπολιτισμός» και «τεχνοπολιτισμός» στις θεωρητικές και ιστοριογραφικές προσεγγίσεις της δεκαετίας του 1980 επισημαίνοντας τις μεταπλάσεις του βιώματος του ιστορικού χρόνου, την αγκίστρωση στο παρόν των διαρκώς «νέων» τεχνολογιών αλλά και τη «μυθοποιητική προθετικότητα» που συχνά περιβάλλει τη μελέτη των σχετικών φαινομένων.


Οι επιπτώσεις των τεχνο-επιστημονικών εξελίξεων στη νοηματοδότηση του ανθρώπινου υποκειμένου και του βίου του απετέλεσαν κεντρικό σημείο αναφοράς και εστίασης. Ο V. Μüller διερωτήθηκε «ποιος φοβάται την τεχνητή νοημοσύνη;» και πώς ανησυχίες και δυσθυμίες περί της τελευταίας αποτυπώνουν διαδικασίες απορρύθμισης της εικόνας του ανθρώπου ως «νοήμονος όντος». H Δ. Παστουρματζή κατέδειξε τις βιο-ουτοπίες που περιβάλλουν τους λόγους περί κρυονικής κυρίως στις ΗΠΑ αλλά και τη «βιομηχανία της αθανασίας» που σταδιακά δομείται αποδιαρθρώνοντας τα όρια της θνητότητας και επιβάλλοντας εκ νέου τόσο κοινωνικές και ταξικές ιεραρχήσεις όσο και ουτοπικές γλώσσες περί τεχνο-αθανασίας. Οι τεχνολογίες του έμφυλου και οι αναπλαισιώσεις του ανθρώπινου σώματος (π.χ. τέρας, cyborg) απασχόλησαν την A. Αθανασίου, η οποία προσέγγισε τις ποικίλες βιοπολιτικές τεχνικές στο πλαίσιο των σχέσεων εξουσίας ενώ επεσήμανε τη σταδιακή ανάδυση ενός «τεχνολογικού ανθρωπισμού» με πολυσχιδές περιεχόμενο και στοχεύσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση, ο K. Χατζηκυριάκου διερεύνησε τις ζωές των μετα-ανθρώπων όπως τα ρομπότ σε σύγχρονες εμπορικές κινηματογραφικές ταινίες με έμφαση στον χαρακτήρα των δομών βιο-εξουσίας αλλά και των στρατηγικών κριτικής και ανατροπής τους.


Οι αναδυόμενες πολιτισμικές και κοινωνικές πρακτικές που αφορούν στα πεδία της ενημέρωσης, της επικοινωνίας, της εκπαίδευσης, της ψυχαγωγίας αποτελούν έναν ακόμη κεντρικό άξονα στη μελέτη του τεχνο-πολιτισμού. H E. Παπαγαρουφάλη μελέτησε την ηλεκτρονική αδελφοποίηση σχολείων στο πλαίσιο διαμόρφωσης νέων επικοινωνιακών κοινοτήτων αλλά και εκπαιδευτικών πρακτικών ενώ οι E. Μυριβήλη και N. Μπουμπάρης συζήτησαν τα σύνθετα αλλά και πλούσια ερωτήματα που προκύπτουν κατά τη διαδικασία σύνδεσης των πολιτισμικών σπουδών και της κριτικής θεωρίας με εφαρμογές όπως τα ψηφιακά παιγνίδια. H Α. Placas ανέδειξε πώς η συνεχής αρχειοθέτηση προσωπικών στοιχείων σε βάσεις δεδομένων τροφοδοτεί συνωμοτικές λογικές αλλά και διαπλέκεται με τεχνολογίες επιτήρησης του ενός ή των πολλών «εαυτών» μας οι οποίοι διακινούνται ερήμην μας. Το εγχείρημα μιας ψηφιακής καταγραφής των «μουσικών του κόσμου» σε μια εμπορικά επιτυχημένη παραγωγή που δεν διαφεύγει τις λογικές της εξωτικοποίησης, του πρωτογονισμού και του οριενταλισμού απασχόλησε τη Δ. Τραγάκη. H Π. Παπαηλία τέλος, εστίασε στις πολιτικές διαστάσεις της διακίνησης στο Διαδίκτυο ιδιωτικών φωτογραφιών βασανιστηρίων από τις φυλακές του Αμπού Γκράιμπ αναδεικνύοντας τις σεξουαλικές φοβίες, τις φαντασιώσεις για τον φυλετικό «άλλο» αλλά και την πρόσκληση στο πορνογραφικό βλέμμα που χαρακτηρίζουν αυτή την πρακτική.


H συγκεκριμένη απόπειρα ανίχνευσης του τεχνοπολιτισμού κατέστησε φανερό ότι οι υλικότητες, οι πρακτικές και οι πολιτικές που τον πλαισιώνουν είναι εξαιρετικά σύνθετες και πολυδιάστατες. Νέες διευθετήσεις του πολιτικού διαπλέκονται με ανατροπές των κοινωνικών και πολιτισμικών σχέσεων αλλά και με μετατοπίσεις της εμπειρίας του σώματος, των αισθήσεων, της ίδιας της ανθρώπινης ταυτότητας. H πληθωρική οπτικοποίηση του εκ-τεχνολογημένου βιώματος συνυφαίνεται οργανικά με νέες, διαρκώς διευρυνόμενες και αποτελεσματικότερες τεχνολογίες επιτήρησης. Οι ουτοπικοί λόγοι συνδιαλέγονται με εξίσου ισχυρές δυσ-τοπίες ενώ οι κυρίαρχες νεωτερικές διχοτομίες ανάμεσα στη φύση και τον πολιτισμό, τη μηχανή και τον άνθρωπο, τη ζωή και τον θάνατο, τον εαυτό και τον άλλο υφίστανται συνεχείς μεταπλάσεις και μετατοπίσεις. Παρά το γεγονός ότι «η αμφιθυμία κυριαρχεί στις κριτικές προσεγγίσεις του πεδίου» όπως επεσήμανε η P. Δέλτσου, τα σχετικά ζητήματα θα απασχολούν χωρίς αμφιβολία τον επιστημονικό στοχασμό επί μακρόν στο μόνιμα αναπροσδιοριζόμενο όριο που επιβάλλουν οι πραγματικότητες του τεχνοπολιτισμού μεταξύ του «διαρκώς επικείμενου» και του «οριστικά ανεπίστρεπτου».


Η κυρία Εφη Γαζή είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.