H απόσταση από το έργο που διενεργεί ο ποιητής οδηγεί συχνά σε «ποιήματα ποιητικής». Με ένα παράδειγμα: ο επιλογισμός αυτός, ως αναστοχαστική δραστηριότητα, προκύπτει από τις αισθητικές επιλογές του Τίτου Πατρίκιου κατά την ιστορική τους διαδρομή και ιδίως από τους τρόπους με τους οποίους «εφαρμόζει» τον θεωρητικό λόγο στην ποιητική πράξη (ας μου επιτραπεί να παραπέμψω στο βιβλίο μου: Κοινωνία, πολιτική στράτευση και ποίηση, «Σαββάλας» 2006). Ακριβέστερα, στα πρώτα του εγχειρήματα, με τίτλο «Επιστροφή στην ποίηση», μία φορά μνημονεύονται τα «ξένα ποιήματα», ενώ θα ακολουθήσουν οι λιτές αναφορές στους στίχους του Μαγιακόφσκι και του Eliot. Μόνον όταν θα έχει σωρευθεί μια συγκομιδή ποιητικής πρακτικής, στα «Χρόνια της πέτρας» (1953/1954), στον Αη Στράτη μαζί με άλλους συνεξόριστους ποιητές, πολλαπλασιάζονται οι εκτιμήσεις του για την ανάδραση ποίησης και «ζωής». Από τη στάση του προς αυτήν κυοφορούνται τα ποιήματα που μόλις «υπάρξουν» μια «στάση» τού επιβάλλουν «αντίκρυ στη ζωή».


Μετά από σποραδικές δευτερεύουσες μνείες της ποίησης ή έμμεσα της γλώσσας που αυτή χρησιμοποιεί ο ποιητής ανανοηματοδοτεί τη σχέση του με το κομμουνιστικό κίνημα, στο πλαίσιο της «αποσταλινοποίησης» που παραμέρισε τους «κόλακες» ποιητές και ματαίωσε την «προσεχή προαγωγή τους». Με στόχο «μιαν άκρη της αλήθειας» προσπαθεί να εθιστεί στο «σκληρό καινούργιο φως που δεν το βλέπαμε στα χαρακώματα», με τη βεβαιότητα πάντως ότι στο «χαράκωμα της επανάστασης δεν με διόρισε ποτέ κανείς και ούτε μπορεί να μ’ απολύσει».


Με την αυτογελοιοποίηση του ποιητή, όταν θα υιοθετούσε την εξήγηση των «μυστικών συμβολισμών» των έργων του, μέσω της «διαλεχτικής» και έχοντας ως παράδειγμα την «αυτοκαταργημένη πόρτα», μέσα απ’ αυτήν «μπορεί κανείς να βυθομετράει, να βυθράει να βεθλάει, να βουθλοβάει…».


Στην καλύτερη περίπτωση ο ποιητής αποτελεί ένα είδος «μαστροπού» που ρίχνει στην «πιάτσα» τις «πιο μύχιες τις πιο κοινές, τις πιο πεποιημένες λέξεις».


Ακριβώς, ζητώντας «περισσότερο φως» η ποίηση δεν «προσαρμόζει στα παρόντα» «το ίδιο έργο που παίζεται από χρόνια», αλλά αναζητά «απαντήσεις» σε ερωτήματα που «ακόμα δεν έχουνε τεθεί».


Πάντως μέσα από τη διαρκή διεκδίκηση της αλήθειας καταγράφονται οι μετατοπίσεις από τη βεβαιότητα: «Πατρίδα μας είναι η αλήθεια» και ότι η «μεγάλη σκαλωσιά» της γνώσης ολοένα και πλησιάζει τον ουρανό ώς τα ερωτήματα: «Και τί εστιν αλήθεια» και «Ποιαν αλήθεια κατόρθωσα να πω;». Είτε ως «ξάφνιασμα» είτε ως φόβος παρεμβάλλονται «δικά σου λόγια ξεχασμένα» να «προφέρονται μ’ ελαφρές παραλλαγές από το στόμα ανθρώπων που θυμούνται».


Συχνά το ποιητικό ταξίδι, σε όλους τους σταθμούς και τα γυρίσματά του, προσφέρει ευκαιρίες για την αναδίπλωση του ποιητικού υποκειμένου σ’ αυτό που επιτελεί ως διανοούμενος περιηγητής. Το διακυβευόμενο «αναστοχάζεσθαι» («κtre rιflexif», κατά τον Bourdieu) υπονοεί ότι αυτός επινοεί κάθε φορά μορφές αμφισβήτησης της πρακτικής που τον χαρακτηρίζει. H «έξις» αποτελεί έτσι το σύνολο των ενδεχόμενων (και όχι δεδομένων) λύσεων σ’ έναν κόσμο αγοραφοβικό και συνάμα πρωτόγνωρο που τον καθιστά περισσότερο άξενο η επιβαλλόμενη «pensιe unique» ως νομιμοποίηση των οικείων εξουσιαστικών πλεγμάτων και χειραγωγήσεων. Προφανώς ο ποιητής/ταξιδευτής δεν παραμένει το πρώτον κινούν ακίνητον στους δακτύλιους της επικοινωνίας, τους οποίους βέβαια επιδιώκει διαρκώς να διευρύνει και να εμπλουτίζει σε βιώματα.


Συχνά όμως, ανάλογα με την ιστορικοκριτική του σκευή και τους τρόπους εφαρμογής της στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα του τόπου του, αυτού δηλαδή που ζει κάθε φορά, κατορθώνει να αποκρούει τις παγιδεύσεις του «homo folcloristicus» που αρκείται στην αυταρέσκεια των «αστείων» θρηνώντας τον ανέκκλητο παρθενικό υμένα όσων έχουν ήδη χαθεί. Ο ταξιδιώτης/αφηγητής συνθέτει τις «μαρτυρίες» του μέσα από τη δημιουργική αναστάτωση που εμπεριέχει το «έτερον», σε όποια διάσταση κι αν αυτό νοηθεί:


«αμίλητος ανασαίνεις τις ίδιες


μυρωδιές


ακούς τους ίδιους ήχους


αναγνωρίζεις τ’ ανεπαίσθητα


που συντελούνται».


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.