Για δεύτερη χρονιά διοργανώθηκε εφέτος στη Στοά τού Βιβλίου εκδήλωση με θέμα «Αναγνώστες βουλευτές σε «δυσανάγνωστη» εποχή», δηλ. με τα βιβλία που διαβάζουν οι βουλευτές όλων των κομμάτων τού Κοινοβουλίου: από τον Πρωθυπουργό και τον Αρχηγό τής Αξιωματικής Αντιπολίτευσης μέχρι τους βουλευτές των ακριτικών περιοχών τής Ελλάδος. Παράλληλα διοργανώθηκε Εκθεση (21


-31 Μαρτίου) με τα βιβλία που διάβασαν οι βουλευτές και συγχρόνως Εκθεση παλαιών χαρακτικών με θέματα βιβλιοφιλικά τού γνώστη και «παθιασμένου» συλλέκτη Κώστα Σπανού. Και για τα δύο εκδόθηκαν ειδικοί κατάλογοι (Κατάλογος βιβλίων που διάβασαν οι βουλευτές – Κατάλογος των χαρακτικών τής έκθεσης). Το κυριότερο όμως και άμεσο συστατικό τής εκδήλωσης ήταν ότι οι βουλευτές – όπως και πέρυσι – μίλησαν οι ίδιοι στο κοινό για τα βιβλία που διάβασαν. Προηγήθηκαν προσφώνηση τού Υπουργού Πολιτισμού κ. Βουλγαράκη και ομιλία τού Αντιπροέδρου τής Βουλής κ. Χατζηγάκη. Και οι δύο αναφέρθηκαν στη σημασία τού βιβλίου για τον πολιτισμό, την παιδεία και την καλλιέργεια τού ανθρώπου.


Το εκπληκτικό στην όλη εκδήλωση ήταν ν’ ακούς τους βουλευτές να μιλούν για δύο βιβλία από αυτά που διάβασαν. Ξεδιπλώνονταν ευαισθησίες, γνώσεις, κριτικές παρατηρήσεις, σκέψεις, αναφορές, συνδέσεις, εκτιμήσεις, προτάσεις που όλες όλων – χωρίς καμία εξαίρεση – εμφάνιζαν μιαν άλλη πλευρά των βουλευτών μας, την αθέατη δυστυχώς πλευρά τους, άγνωστη στο ευρύ κοινό, ακόμη και στους ψηφοφόρους τους. H πνευματική διάσταση τού βιβλίου, ακόμη και τού πολιτικού (όταν οι αναφορές γίνονταν σε πολιτικού περιεχομένου βιβλία), γεννούσε στους ομιλητές ένα άλλο «ήθος λόγου», που ξεπερνούσε την αντιπαράθεση και επέτρεπε θετικές αναφορές και γόνιμες προεκτάσεις στις σκέψεις των συναδέλφων τους, ασχέτως κομματικής προελεύσεως και ιδεολογίας. H αποκάλυψη – ουσιαστική και σημαντική – ήταν για μία ακόμη φορά ότι η βαθύτερη και άδολη πνευματική διεργασία, που είναι η επαφή με το βιβλίο, ενώνει τους ανθρώπους, εν προκειμένω τους ομότεχνους βουλευτές, ενώ συγχρόνως δείχνει πόσο ανεβασμένο θα ήταν το επίπεδο των συζητήσεων και τού διαλόγου όταν μπορεί να διεξάγεται μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα.


Οσοι ακούγαμε τον Γιώργο Λιάνη να μιλάει για τον Ρεμπώ, τον Δημήτρη Κωνσταντάρα για τις συνεντεύξεις τού Λιάνη από μεγάλους τής λογοτεχνίας μας, τη Μαρία Δαμανάκη για τις αναμνήσεις τού Ορχάν Παμούκ από την Πόλη, τη Σοφία Βούλτεψη για «Τα μαύρα λουστρίνια» τής Μάρως Δούκα, την Αννα Διαμαντοπούλου για το «Ευρωπαϊκό όνειρο» τού Jeremy Rifkin, τον Θόδωρο Κασσίμη για τον «Μιχαήλ H’ τον Παλαιολόγο» τού Γ. Λεονάρδου, τον Θανάση Λεβέντη για «Το τέλος τού Εφιάλτη» τού Π. Μπαλτάκου, τη Ζέττα Μακρή για το βιβλίο τού N. Θέμελη «Για μια συντροφιά ανάμεσά μας», τον Γιάννο Παπαντωνίου για τον G. Grass και το βιβλίο του «Γράφοντας μετά το Αουσβιτς», τον Μίμη Ανδρουλάκη για τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα τού Gunnar Herring και τον Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη για το βιβλίο τού Ανδρουλάκη «Βαμπίρ και κανίβαλοι», τον Γιώργο Ανωμερίτη (που ο ίδιος γράφει ποίηση) για «Τα αστέρια τής Βερενίκης» τού Ντενί Γκετζ, τον Στέλιο Παπαθεμελή για το «Σχέδιο Ανάν» των K. Βενιζέλου, M. Ιγνατίου και N. Μελέτη αλλά και για την «Εξέλιξη τού Μεσαιωνικού Κόσμου» τού David Nicholas, την Αικ. Παπακώστα για τον «Ζήνωνα και τη Χελώνα» τού Nicholas Fearn και τον «χείμαρρο» σκέψεων και γνώσεων του Βύρωνα Πολύδωρα για το πρόσφατο βιβλίο του «Πολιτική Ανάπτυξη στην Ελλάδα», στο οποίο έμμεσα ή άμεσα αναφέρθηκαν στις ομιλίες τους πολλοί βουλευτές και το οποίο έχει εξέχουσα θέση στις αναγνωστικές προτιμήσεις των βουλευτών.


Ακούγοντας τους βουλευτές να μιλούν, να αναλύουν, να αξιολογούν, να αναδεικνύουν τα μηνύματα των βιβλίων που διάβασαν, σκεφτόμασταν αυθόρμητα γιατί αυτού τού είδους οι συζητήσεις δεν έχουν περάσει ποτέ στους Ελληνες συμπολίτες μέσα από τα M.M.E. Ποιος έχει συμφέρον από τη συνεχή απαξίωση των βουλευτών, που δεν έχει καμία σχέση με τη γόνιμη κριτική των θέσεων και των πράξεων των εκπροσώπων τού Κοινοβουλίου, την κριτική που είναι το οξυγόνο και το άρωμα μαζί τής δημοκρατίας και τού γνήσιου πολιτικού λόγου; Γιατί πρέπει συνεχώς οι εκπρόσωποι των πολιτών στο Κοινοβούλιο να απολογούνται, είτε είναι στην κυβερνώσα πλευρά είτε στην αντιπολίτευση, σε τηλεοπτικές ιδίως συζητήσεις που διεξάγονται με ανοίκειο, συχνά ιταμό και εν τέλει απαξιωτικό τρόπο; Γιατί δεν εμφανίζεται στις ποικίλες συνεντεύξεις, συζητήσεις, παρουσιάσεις των βουλευτών κι αυτή η πλευρά τους, η πιο ανθρώπινη, η πιο ουσιαστική, η πιο ενδιαφέρουσα και, τελικά, η πιο σημαντική, αφού, αν υπάρχει ποιότητα σ’ αυτόν τον τομέα, θα διαχέεται, θα εμπνέει και θα κατευθύνει και την όλη τους κοινοβουλευτική υπόσταση. Στο κάτω κάτω δεν είναι καιρός να κατανοήσουμε ευρύτερα ότι απαξιώνοντας αυτόν που μας εκπροσωπεί, με δική μας ευθύνη και επιλογή, απαξιώνουμε πρώτα και πάνω απ’ όλα τον εαυτό μας;


Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.