Την Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου η Κεντρική Επιτροπή της Νέας Δημοκρατίας εξέλεξε νέο Γραμματέα του κόμματος. Υποψήφιοι για το αξίωμα ήταν δύο βουλευτές. Πριν από την εκλογή δεν έγινε καμία συζήτηση επειδή, καθώς αναφέρεται στις εφημερίδες που κάλυψαν το γεγονός αλλά δεν αναφέρεται στην ιστοσελίδα της Νέας Δημοκρατίας, κάτι τέτοιο «δεν προβλέπεται από το Καταστατικό». Πιστεύω ότι αυτό το κατά τα άλλα μικρής σημασίας επεισόδιο αποκαλύπτει σημαντικές πτυχές της πολιτικής μας ζωής.


Είναι αλήθεια ότι το Καταστατικό της Νέας Δημοκρατίας δεν προβλέπει συζήτηση και διάλογο των υποψηφίων πριν από την εκλογή Γραμματέα; Στο άρθρο 17, παρ. 4, του Καταστατικού του 2004 ορίζεται λιτά ότι: «Ο Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής εκλέγεται εκ των μελών της με την απόλυτη πλειοψηφία». Κατά τα άλλα, το άρθρο αυτό σιωπά. Θα πρέπει όμως να ερμηνεύσουμε τη σιωπή αυτή ως αποκλείουσα τη συζήτηση; ή μήπως το ακριβώς αντίθετο, ότι δηλαδή οφείλει να υπάρχει διάλογος και συζήτηση, εκτός αν ρητά αυτό αποκλείεται από το Καταστατικό; Αν κοιτάξουμε τις χώρες με μεγάλη κοινοβουλευτική παράδοση, θα δούμε ότι η συζήτηση και ο διάλογος των υποψηφίων είναι το πιο καθιερωμένο φαινόμενο. Στην Αγγλία η διαδικασία αυτή έχει συγκεκριμένο όνομα, τη λέξη «hustings», η οποία σημαίνει την παρουσίαση των υποψηφίων ενώπιον των εκλεκτόρων. Συμβαίνει σε κάθε εκλογή, από την εκλογή δημοτικών συμβούλων ως την εκλογή αρχηγών κομμάτων.


Το άρθρο 2 του Καταστατικού ορίζει: «Βασική αρχή της Νέας Δημοκρατίας είναι η αξιοκρατική και δημοκρατική οργάνωση και λειτουργία του κόμματος, όπως ορίζει το παρόν Καταστατικό». Το Καταστατικό δεν σιωπά όσον αφορά τη δημοκρατία και αξιοκρατία. Συνεπώς η σωστή ερμηνεία του Καταστατικού της Νέας Δημοκρατίας είναι ότι σε περιπτώσεις αμφιβολίας ή σιωπής θα πρέπει να δίνεται η ευκαιρία στους υποψηφίους αξιωμάτων να παρουσιάζουν τους εαυτούς τους και τις ιδέες τους ενώπιον των εκλεκτορικών σωμάτων ώστε αυτά να αποφασίζουν αξιολογώντας τους. Αντίθετα, το προεδρείο διάβασε το σχετικό άρθρο αποκομμένο από όλα τα άλλα και ανεξάρτητα από τις βασικές αρχές του Καταστατικού.


* «Πλειοψηφισμός»


H τυπολατρία δεν είναι ο μόνος λόγος για την επικράτηση της περιοριστικής ερμηνείας του Καταστατικού της από τη Νέα Δημοκρατία. Ενας δεύτερος λόγος πιθανόν είναι αυτό που θα ονομάσω «πλειοψηφισμό». Με τον νεολογισμό αυτόν θα ήθελα να ορίσω μια διαδεδομένη στη χώρα μας αλλά εσφαλμένη άποψη περί συνταγματικής δημοκρατίας. H δημοκρατία, μας λέει η άποψη αυτή, απαιτεί να γίνεται ό,τι θέλει η πλειοψηφία όταν αυτή εκφράζεται διά της ψήφου. H ψήφος είναι το απόλυτο κριτήριο της δημοκρατίας.


H άποψη αυτή είναι απαρχαιωμένη διότι δεν λογαριάζει ένα ουσιαστικό συστατικό της δημοκρατίας, τη λογοδοσία της εξουσίας. H προφορική παρουσίαση των πολιτικών ενώπιον τον εκλεκτόρων τους είναι ένα βασικό στοιχείο της δημοκρατίας διότι τους προσγειώνει στα μάτια όλων. Το γεγονός ότι ο Πρωθυπουργός πρέπει να εξηγείται ενώπιον των άλλων βουλευτών σε τακτά χρονικά διαστήματα στη Βουλή είναι συστατικό της δημοκρατίας διότι επιβάλλει την απομυθοποίησή του. Στην κοινοβουλευτική δημοκρατία η κάθε εξουσία υπόκειται στην κριτική και ενίοτε δε και στην ειρωνεία και στο χιούμορ των πολιτικών αντιπάλων της (συστατικό στοιχείο της βρετανικής Βουλής). Αυτό απαιτεί η ουσιαστική δημοκρατία, η δημοκρατία που παραδέχεται ότι οι ηγέτες της είναι άνθρωποι όπως όλοι μας και όχι υπεράνθρωποι, βασιλιάδες ή θεότητες. Είναι ίσοι με όλους, τουλάχιστον ενώπιον της αλήθειας και της λογικής.


Ο πλειοψηφισμός όμως αρνείται την υπέρτερη σημασία αυτών των κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Αρνείται, τουλάχιστον έμμεσα, την ανάγκη ελεύθερης και ουσιαστικής λογοδοσίας. Αρκείται στην τελική ετυμηγορία της ψήφου ακόμη και όταν αυτή είναι αποτέλεσμα άγνοιας, αμέλειας, φόβου ή αδράνειας.


* «Ιδιωτισμός»


Αυτό το σημείο με φέρνει στον δεύτερο νεολογισμό μου. Πιστεύω ότι η ερμηνεία του Καταστατικού της Νέας Δημοκρατίας συνδέεται κυρίως με ένα τρίτο φαινόμενο. Θα το ονομάσω «ιδιωτισμό» διότι εκφράζει την εξής αρχή: η οργάνωση ενός κόμματος είναι ιδιωτική υπόθεση της ηγεσίας του. H ψηφοφορία για την εκλογή Γραμματέα ήταν κυρίως επιβεβαίωση μιας συμφωνίας που είχε ήδη επιτευχθεί στα παρασκήνια.


H θεωρία του κομματικού «ιδιωτισμού» δέχεται ότι ένα κόμμα δεν είναι δημόσιος θεσμός ή οργάνωση αλλά κάτι σαν επιχείρηση που ακολουθεί τους νόμους της ατομικής ιδιοκτησίας. Το κόμμα ανήκει στην ηγεσία του όπως μια εταιρεία ανήκει στους επενδυτές της. Γι’ αυτόν τον λόγο η εκλογή Γραμματέα, όπως και κάθε άλλη εταιρική πράξη, γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες που συμφωνούνται κατά κύριο λόγο από την ιδιοκτησία. Στην προκειμένη περίπτωση το γενικότερο μήνυμα δημοκρατικής παιδείας που το κόμμα όφειλε να στείλει στην κοινή γνώμη με την ανοιχτή λογοδοσία και εκλογή των οργάνων του υποχώρησε μπροστά στις παρασκηνιακές συμφωνίες των ηγετικών ομάδων. Μια εταιρεία λογοδοτεί στους επενδυτές της, όχι στους εκάστοτε καταναλωτές των προϊόντων της.


H ιδέα ότι ένα κόμμα είναι κάτι σαν ιδιωτική εταιρεία και όχι κόμμα δεν είναι παράλογη. Το κεφάλαιό του δεν είναι φυσικά οικονομικό αλλά πολιτικό. Συνιστάται στο πολιτικό έργο των στελεχών του – τους αγώνες τους, το κύρος τους και την επιρροή τους. Κατά τα άλλα, όμως, διατηρεί πολλά ιδιωτικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, συγκεντρώνεται όπως ακριβώς ο Μαρξ περιέγραψε για το κεφάλαιο, με την πάροδο του χρόνου. Αυτό εξηγεί τη γεροντοκρατία της Νέας Δημοκρατίας. H υπομονή επιβραβεύεται. Δεύτερον, το πολιτικό αυτό κεφάλαιο κληρονομείται. Πλείστα όσα στελέχη της ΝΔ σταδιοδρομούν στην πολιτική χωρίς να έχουν καμία άλλη προσφορά σε επαγγελματικούς ή επιστημονικούς χώρους, απλά ως γιοι, κόρες, γαμπροί και ανίψια πολιτικών, όταν αυτοί υπέργηροι πεθαίνουν ή αποσύρονται.


Τρίτον, σκοπός της εταιρείας είναι η αύξηση της πολιτικής κερδοφορίας, δηλαδή η διατήρηση στην εξουσία με κάθε τρόπο, παρά η μεταρρύθμιση της χώρας προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Γενικότερο πρόγραμμα – άλλο, δηλαδή, από τη διατήρηση στην εξουσία – δεν φαίνεται δυστυχώς να υπάρχει.


* Εσωτερικές υποθέσεις;


Τα εσωτερικά των πολιτικών κομμάτων είναι όμως σήμερα χώρος της δημόσιας ζωής. Δεν είναι ιδιωτικές υποθέσεις. Υπόκεινται ή οφείλουν να υπόκεινται στον έλεγχο της κοινής γνώμης και του Κοινοβουλίου. Τα κόμματα έχουν ευθύνη για τη δημοκρατική και σοβαρή λειτουργία των θεσμών τους (χρηματοδοτούνται δε γενναιόδωρα από τον έλληνα φορολογούμενο). Δυστυχώς η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας βλέπει τον ρόλο της πολύ πιο στενά. Δεν επιδιώκει να διαπαιδαγωγήσει δημοκρατικά, να καλλιεργήσει τη σιγουριά σε όσους την παρακολουθούν ότι οι δημοκρατικές πεποιθήσεις της δεν είναι αποτέλεσμα συμβιβασμού αλλά κάτι στο οποίο πιστεύει γνήσια και εφαρμόζει πρόθυμα.


Αντίθετα, η Νέα Δημοκρατία φαίνεται ένα κόμμα παρασκηνίων. Οι διάφορες κομματικές και οικογενειακές ομάδες μοιράζουν ρόλους, μετρούν τις δυνάμεις τους, διαπραγματεύονται μεταξύ τους και κυβερνούν όπως ο καθένας τους νομίζει. Δεν δείχνουν να έχουν ξεχωριστές ιδέες ή συγκεκριμένες ιδεολογίες. Οι ομάδες αυτές δεν παίρνουν ανοιχτά θέση ούτε και ξοδεύουν χρόνο και χρήματα για να αναλύσουν τα μεγάλα ζητήματα της χώρας. Διαγκωνίζονται σκληρά για την προτίμηση στα αξιώματα αλλά για τίποτε άλλο. Οι επιτυχίες τους ενδιαφέρουν μόνο το πολιτικό κουτσομπολιό. Οι δημόσιες συζητήσεις άρα περιττεύουν.


Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης είναι λέκτωρ Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.