Επειδή υποθέτω πως όσα ακολουθούν είναι ενδεχόμενο να προκαλέσουν αντιδράσεις, σπεύδω να καταθέσω, ως εκ των προτέρων απάντηση, την πασίγνωστη ρήση του Σολωμού πως το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό. Καλό θα είναι να τη θυμόμαστε αυτή τη φράση κάθε φορά που η μισαλλοδοξία και ο φανατισμός, η εθνική τύφλωση και μυθολογία οδηγούν σε απώλεια του κριτικού πνεύματος, ακρογωνιαίου λίθου του Διαφωτισμού αλλά και του δυτικού πολιτισμού γενικότερα, συκοφαντημένου από έναν τυφλό και στρεψόδικο αντιδυτικισμό, δεξιό και «αριστερό». Δύση και δυτικός πολιτισμός δεν είναι μόνο ο Μπους, αλλά και η δυνατότητα που έχει ο Μάικλ Μουρ να εμφανίζεται στη σκηνή κατά την απονομή των Οσκαρ, και να λέει στον Μπους «Ντροπή σας, κύριε πρόεδρε», υπό το (τηλεοπτικό) βλέμμα μερικών δισεκατομμυρίων κατοίκων του πλανήτη, δίχως κανείς να διανοείται ότι θα μπορούσε να τον συλλάβει, να τον εξορίσει, να τον στείλει σε «στρατόπεδο αναμόρφωσης» ή απλώς να του κλείσει το μικρόφωνο. Σε ό,τι αφορά λοιπόν ορισμένους «πατριωτικούς» ή/και «αντιιμπεριαλιστικούς» μύθους που διακονούνται και διακινούνται συστηματικά στη χώρα μας, ιδού – δυστυχώς για όσους βολεύονται με αυτούς – ορισμένες «διορθωτικές επισημάνσεις».


1. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας δεν υπήρξαν βίαιοι εξισλαμισμοί στη μετέπειτα ελληνική επικράτεια. Οι Οθωμανοί, εφόσον οι υπόδουλοι λαοί κατέβαλλαν κανονικά τους φόρους που τους αναλογούσαν, δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους. Οι μαζικοί εξισλαμισμοί που παρατηρούνται στα Βαλκάνια (Βοσνία, Αλβανία κ.λπ.) έγιναν, κατά κανόνα, με τη θέληση εκείνων που αλλαξοπίστησαν, και ειδικότερα με σκοπό να έχουν καλύτερες σχέσεις με τον κατακτητή και να συμμετέχουν από καλύτερη θέση στη νομή και άσκηση της εξουσίας.


2.. H επάνδρωση των Γενιτσάρων, από ένα χρονικό σημείο και έπειτα τουλάχιστον, δεν γινόταν βιαίως, μέσω «παιδομαζώματος». Αντίθετα μάλιστα, όσο το σώμα αυτό αποκτούσε εξέχουσα θέση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αρκετοί γονείς προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τη «σταδιοδρομία» των παιδιών τους μέσω της κατάταξής τους στους Γενίτσαρους.


3. Ουδέποτε κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας υπήρξε – ή συνέτρεχε λόγος να υπάρξει – «κρυφό σχολείο», όπως τουλάχιστον αυτό έχει καταγραφεί στο εθνικό συλλογικό ασυνείδητο. Οποιος ήθελε μπορούσε να μάθει ελληνικά, σερβικά, βουλγαρικά κ.ο.κ. χωρίς να παρενοχλείται από τους κατακτητές, οι οποίοι – επαναλαμβάνω – ενδιαφέρονταν πρωτίστως, αν όχι σχεδόν αποκλειστικά, για την ομαλή καταβολή των κάθε είδους φόρων προς τον σουλτάνο.


4. Ο ρόλος της Εκκλησίας καθ’ όλη αυτή την περίοδο υπήρξε τουλάχιστον αμφιλεγόμενος, αν όχι και αρνητικός σε αρκετές περιπτώσεις (προσοχή: της Εκκλησίας, όχι της θρησκείας). Τα παραδείγματα, πολλά και γνωστά, ξεκινούν από τους ανθενωτικούς της εποχής της Αλωσης και φθάνουν ως τις παραμονές του 1821, με τον λυσσαλέο πόλεμο κατά των οπαδών του Διαφωτισμού, των Φιλικών κ.λπ.


5. H εξέγερση που άρχισε το 1821 είχε ουσιαστικά κατασταλεί (μόνο μικρές εστίες αντίστασης απέμεναν, οι οποίες ήταν θέμα χρόνου να σβήσουν και αυτές), όταν τον Ιούλιο του 1827 οι Αγγλοι, οι Γάλλοι και οι Ρώσοι αποφάσισαν να δημιουργηθεί ελληνικό κράτος, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει λίγους μήνες μετά η Ναυμαχία του Ναυαρίνου.


6. Μπορεί αυτό να μην αρέσει διόλου σε ορισμένους και να μην ταιριάζει με την εθνική μας μυθολογία, αλλά στους «δόλιους», «αναξιόπιστους» κ.ο.κ. Συμμάχους οφείλει, λοιπόν, εν πολλοίς η Ελλάδα την ανεξαρτησία της και την κρατική της (προσοχή: όχι την εθνική) υπόσταση. Οι ίδιοι αυτοί Σύμμαχοι, με την ίδια ή διευρυμένη «σύνθεση», ήταν επίσης εκείνοι που – και για δικούς τους βέβαια λόγους, αλλά το γεγονός παραμένει – προσέφεραν στην Ελλάδα τη Θεσσαλία το 1881, απέτρεψαν την προέλαση των Τούρκων προς την Αθήνα το 1897, έβαλαν την υπογραφή τους στη Συνθήκη των Σεβρών το 1920.


7. Στον ένοπλο αγώνα κατά των Τούρκων μετείχαν ποικίλων εθνικών προελεύσεων κάτοικοι του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου, των οποίων η εθνική συνείδηση βρισκόταν εν πολλοίς στο στάδιο της διαμόρφωσης. Τόσο ο «Θούριος» του Ρήγα, με τις αναφορές του στο πλήθος των υπόδουλων στους Οθωμανούς εθνοτήτων, όσο και η καταγωγή αρκετών πρωταγωνιστών της Επανάστασης (Αρβανίτες της Υδρας και των Σπετσών, Σουλιώτες, Βλάχοι, σλαβόφωνοι κ.ά.) βεβαιώνουν «του λόγου το ασφαλές».


8. Και πάλι όχι επειδή οι Σύμμαχοι είναι εξ ορισμού «φιλέλληνες» ή «μεγαλόψυχοι», αλλά επειδή η χώρα ευτύχησε να ακολουθήσει τότε πολιτική σωστών συμμαχιών και ανοιχτών οριζόντων (αντί να παίξει τον ρόλο της μικρής «ανάδελφης» που κάθεται και κλαίει), η Ελλάδα υπήρξε η μεγάλη ευνοημένη από τη «μοιρασιά» στα Βαλκάνια μεταξύ 1910 και 1920. Ετσι η Θεσσαλονίκη έγινε «συμπρωτεύουσα» της Ελλάδας, αν και το 1912 ο πληθυσμός τής πόλης περιλάμβανε περίπου 40% Εβραίους, 25% Τούρκους, 20% Ελληνες και 15% άλλους.


9. Οταν μιλάμε συνεχώς και με τόση ευκολία για «χαμένες πατρίδες», καλό θα είναι να μην ξεχνάμε πως «χαμένες πατρίδες» υπάρχουν για όλους εκείνους τους οποίους αφορούσε η ανταλλαγή πληθυσμών, και όχι μόνο για τους Ελληνες. Χρήσιμη, από αυτή την άποψη, θα ήταν και η παράθεση ορισμένων στοιχείων που συστηματικά αγνοούμε ή αποσιωπούμε, όπως ότι στα τέλη του 19ου αιώνα στο Ρέθυμνο οι μουσουλμάνοι ήταν περισσότεροι από τους χριστιανούς, ότι τα Γιαννιτσά ήταν μία από τις ιερές πόλεις των Τούρκων ή ότι το 1913 ο ελληνικός πληθυσμός του Κιλκίς ήταν λιγότερο από 5%!


10. Τέλος, όταν γίνεται λόγος για την εκδίωξη των ελληνικών πληθυσμών από την «προαιώνια κοιτίδα» τους Μικρά Ασία, μπορεί το σχήμα αυτό να χαϊδεύει τα αφτιά των κάθε λογής «ελληνόψυχων» και «πατριδολάγνων», αλλά – δυστυχώς και πάλι γι’ αυτούς – η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Με εξαίρεση ορισμένους συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς, κυρίως στον Πόντο και στην Καππαδοκία, οι περισσότεροι από τους Ελληνες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν κάτω από δραματικές συνθήκες τη Μικρά Ασία το 1922-23 ήταν οικογένειες που, αναζητώντας καλύτερη τύχη, είχαν μεταναστεύσει εκεί από την ηπειρωτική Ελλάδα και από τα νησιά του Αιγαίου κατά τον 19ο αιώνα.


Αυτά, και μην ξεχνάμε: κάθε φορά που ο πειρασμός, με το πρόσωπο ενός αγγελικού στην όψη αλλά ιδιαίτερα επικίνδυνου ψευδοπατριωτισμού, χτυπά την πόρτα, ας τον ξορκίζουμε… με τη φράση του Σολωμού.


Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Διδάσκει στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ). Από τις εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο του «Υπο-γλώσσια, B´».