Αν ένας πολιτικός ηγέτης από τύχη, ευνοϊκές συγκυρίες ή ελλείψει εναλλακτικών λύσεων μείνει για αρκετό καιρό στην εξουσία, τότε, εκ των υστέρων, λέμε ότι αυτός έχει πολιτικό χάρισμα. Αυτό τουλάχιστον θα ισχυρίζονταν οι πιο σαρκαστικοί αντίπαλοι της έννοιας «χάρισμα» στην ερμηνεία της πολιτικής. Αλλοι πάλι θα έλεγαν ότι η πολιτική ανάλυση που επιμένει στο χάρισμα ως πρόταση ερμηνείας του τρόπου με τον οποίο συνδέονται οι μάζες με την πολιτική ηγεσία, απλουστεύει τα πράγματα. Συσκοτίζει τη σπουδαιότερη διάσταση της πολιτικής, που είναι οι ταξικές συγκρούσεις. Και οι δύο αυτές απορριπτικές προσεγγίσεις στο πολιτικό χάρισμα υποβαθμίζουν άκριτα τη σημασία της έννοιας, που ορίστηκε από τον Μαξ Βέμπερ ως ένα σύνολο ασυνήθιστων δεξιοτήτων που έχει ένας άνθρωπος τόσο προικισμένος, ώστε να ξεχωρίζει από τους συνηθισμένους ανθρώπους και να θεωρείται φυσικός ηγέτης ακριβώς λόγω των σχεδόν υπερφυσικών δυνατοτήτων του.


* Υπέρβαση της πολιτικής


Από την άλλη μεριά, ορισμένοι αναλυτές φθάνουν, επίσης άκριτα, να θεωρούν το «χάρισμα» έννοια μεθοδολογικά ισοδύναμη με τις πελατειακές σχέσεις και τις διαιρετικές τομές μιας κοινωνίας, όπως π.χ. τους διαχωρισμούς ανάμεσα σε κοινωνικά στρώματα ή τις αντιθέσεις αυτοχθόνων – ετεροχθόνων. Στην περίπτωση αυτή το χάρισμα ανάγεται εσφαλμένα σε συνολική απάντηση στο κλασικό ερώτημα για το ποιες είναι οι κοινωνικές βάσεις της πολιτικής. Ενώ ο Βέμπερ εννοούσε το χάρισμα ως μία από τις τρεις πηγές νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας (παραδοσιακή, χαρισματική, νομική-ορθολογική πηγή), μεταγενέστεροι οπαδοί της χρήσης του χαρίσματος στην πολιτική ανάλυση ζητούν από την έννοια αυτή να τους προσφέρει κάτι πολύ περισσότερο. Αναζητούν δηλαδή στη χαρισματική προσωπικότητα του ηγέτη μια ερμηνεία της πολιτικής συμπεριφοράς ολόκληρων κοινωνικών στρωμάτων και κοινωνικών κατηγοριών, η οποία να είναι ισότιμη με τις άλλες δύο ερμηνείες, τις πελατειακές σχέσεις και τις διαιρετικές κοινωνικές τομές.


Ωστόσο, είναι σπάνιο, αν όχι αδύνατο, μια προσέγγιση της πολιτικής η οποία στηρίζεται στο χάρισμα να σταθεί από μόνη της και να μη χρειάζεται να προσφύγει συμπληρωματικά στις υπόλοιπες προσεγγίσεις. Θα επρόκειτο για μια προσέγγιση που αντιμετωπίζει την κοινωνία ως πολτό, χωρίς εσωτερικά ρήγματα. Τέτοια ρήγματα έχουν κάθετη μορφή (πελατειακές σχέσεις, συγκροτούμενες διαταξικά χάρη σε συνδετικούς κρίκους ανάμεσα στον τελευταίο ψηφοφόρο και στην ηγεσία του κόμματος ή της κυβέρνησης) ή οριζόντια μορφή (διαιρετικές τομές ανάμεσα σε αγρότες, εργάτες, υπαλλήλους, εργοδότες κ.ά.). Αντιθέτως, ξέρουμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις μια επιστημονική ερμηνεία που στηρίζεται στις πελατειακές σχέσεις ή στις διαιρετικές τομές ή στο συνδυασμό τους είναι πειστική από μόνη της και δεν χρειάζεται συμπληρωματικά να προσφύγει στο χάρισμα. Με άλλα λόγια, το χάρισμα δεν διαθέτει ερμηνευτική αυτοδυναμία.


* Προικισμένος ηγέτης


Αν έρθουμε τώρα στο παράδειγμα του Ελευθερίου Βενιζέλου, είναι προφανές ότι ο ορισμός του Βέμπερ ισχύει. Ο Βενιζέλος ήταν ηγέτης με χάρισμα, όπως άλλωστε το παραδεχόταν ένας από τους αντιπάλους του, ο Γ. A. Βλάχος, στο γνωστό χωρίο από το επικήδειο άρθρο του: «άνθρωπος όπως όλοι, κοινός οργανισμός, καλός ή κακός, μικρός ή μέγας, δειλός ή γενναίος, ευθύς ή διεστραμμένος, δεν υπήρξε ο Ελ. Βενιζέλος. Υπήρξε κάτι πλέον όλων αυτών και όλα μαζί, εκδήλωσις όλων εις την υπερτάτην των δύναμιν, εις την υψίστην μορφή των». Το ερώτημα, ωστόσο, είναι μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να ταξιδέψουμε ερμηνευτικά χρησιμοποιώντας ως καύσιμο το αδιαμφισβήτητο χάρισμα του Βενιζέλου.


Μπορούμε, με την επίκληση του χαρίσματος, να ερμηνεύσουμε τόσο την ανάδειξή του ως ισότιμου συνομιλητή ξένων πολιτικών ηγετών (Κλεμανσό, Τσάμπερλαιν) όσο και τη στιγμιαία διάπλαση της γενικής βούλησης με τον λόγο που εκφώνησε στην πλατεία Συντάγματος στις 10 Σεπτεμβρίου 1910 υπέρ του αναθεωρητικού και όχι του συντακτικού χαρακτήρα της Βουλής. Μπορούμε επίσης να αποδώσουμε πλήθος άλλων επιτυχών στιγμών της πολιτικής σταδιοδρομίας του Βενιζέλου στο χάρισμά του, περιλαμβανόμενης και της ικανότητάς του να παρασύρει τους οπαδούς του πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη κατεύθυνση.


* Ταυτότητες και πολιτικές


Είναι πολύ αμφίβολο, πάντως, πόσο θα μπορούσε να μας βοηθήσει ο τονισμός του χαρίσματος του Βενιζέλου στη μελέτη της συγκρότησης πολιτικών ταυτοτήτων και στην ανάλυση δημόσιων πολιτικών, όπως, για παράδειγμα, η εκπαιδευτική πολιτική, η εξωτερική πολιτική και η πολιτική εργασιακών σχέσεων των βενιζελικών κυβερνήσεων. Οι δημόσιες πολιτικές απαιτούν από τον εμπνευστή τους ένα πλαίσιο πολιτικών αρχών ή αξιών, στοχοθεσία συμβατή με τις αξίες, προγραμματισμό, επιλογή ανάμεσα σε εναλλακτικά μέτρα πολιτικής, ανεύρεση των προσφορότερων μέσων και πόρων για την πραγμάτωση των μέτρων, έλεγχο και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της συγκεκριμένης πολιτικής. Τίποτε το «χαρισματικό» δηλαδή.


Το ίδιο ισχύει και για το άλλο μεγάλο «ερευνητικό πρόγραμμα» της σύγχρονης πολιτικής ανάλυσης, τη συγκρότηση συλλογικών ταυτοτήτων. Εδώ θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το γεγονός και μόνο ότι η μεσοπολεμική κοινωνία μοιράστηκε χονδρικά σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς αποδεικνύει τη δύναμη του χαρίσματος του ανθρώπου, από το όνομα του οποίου ετυμολογούνται οι επιθετικοί προσδιορισμοί των δύο παρατάξεων. Υπάρχει προφανής και γνωστή απάντηση σε αυτόν τον ισχυρισμό: η βενιζελική και η αντιβενιζελική πολιτική ταυτότητα δεν συγκροτήθηκαν κυρίως στη βάση του μαγνητισμού που ασκούσε ή της αντιπάθειας που προκαλούσε μια χαρισματική προσωπικότητα, αλλά στη βάση του ότι η μια παράταξη, η βενιζελική, είχε σαφές όραμα και πολιτικό σχέδιο, ενώ η αντίπαλή της μάλλον όχι. Αν το απόκτησε στην πορεία, το έκανε εξ αντανακλάσεως.


Συνοπτικά, με αφορμή την περίπτωση του Βενιζέλου θα λέγαμε ότι υπάρχουν πολλά ερωτήματα της πολιτικής επιστήμης που μπορούν να απαντηθούν με προσφυγή στην έννοια του χαρίσματος. Εν τούτοις, εκείνα που δεν μπορούν να απαντηθούν με τον τρόπο αυτό είναι περισσότερα. Το χάρισμα είναι μέρος του ρεπερτορίου των πολιτικών επιστημόνων, αλλά η υπερβολική χρήση της έννοιας αυτής, όπως και η αποχή από τη χρήση της, βλάπτει σοβαρά την πολιτική ανάλυση.


Ο κ. Δημήτρης A. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.