Το τελευταίο διάστημα στην Ευρώπη γίνεται μεγάλη και ενδιαφέρουσα συζήτηση για το ποιες μπορεί να είναι οι πηγές ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Την ίδια στιγμή όμως εντείνεται μια αμφίπλευρη διαρροή από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Προς δυσμάς παρατηρείται συνεχής διαρροή εγκεφάλων, ιδιαίτερα σε τομείς υψηλής τεχνολογίας καθώς οι ευρωπαίοι επιστήμονες μεταναστεύουν στις ΗΠΑ για να βρουν καλύτερες συνθήκες δουλειάς και πιο ενδιαφέρουσες προοπτικές αξιοποίησης των αποτελεσμάτων. Προς ανατολάς πραγματοποιείται μια άλλη μετανάστευση βιομηχανικών επιχειρήσεων, είτε προς τις χώρες της διεύρυνσης είτε προς την Κίνα.


Στην Ελλάδα, η συζήτηση αυτή δεν γίνεται, παρά το γεγονός ότι τα προηγούμενα χρόνια είχαμε επιτύχει σημαντικές βελτιώσεις και διευρύνσεις στον τομέα της εκπαίδευσης και η χώρα μας απέκτησε απροσδόκητο πλεονέκτημα στην παιδεία. Χρησιμοποιώντας διεθνείς δείκτες, η Ελλάδα το 2003 είχε επιτύχει μία από τις υψηλότερες επιδόσεις εκπαιδευτικής παρακολούθησης στις κρίσιμες ηλικίες 20-24 ετών, στις οποίες οι περισσότεροι αρχίζουν την επαγγελματική σταδιοδρομία τους. Οταν ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση των «15» είναι 74%, στην Ελλάδα το 82% των ατόμων 20-24 ετών έχουν παρακολουθήσει την τυπική εκπαιδευτική διαδικασία των 12 ετών. Με το κριτήριο αυτό η Ελλάδα κατατάσσεται πέμπτη στην Ευρωπαϊκή Ενωση.


Για να γίνει αυτό, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να κινηθεί σε κατεύθυνση εξωστρέφειας και αριστείας, όσο διατηρεί ακόμη ορισμένα κρίσιμα πλεονεκτήματα ιδιαίτερα στην περιοχή της NA Ευρώπης. Οπως κατέδειξε και το εύστοχο παράδειγμα του Αρσακείου Τιράνων, υπάρχει μεγάλη ζήτηση πρότυπων σχολείων για την εκπαίδευση των τέκνων των νέων μεσοαστικών στρωμάτων που διαμορφώνονται στις μετακομμουνιστικές κοινωνίες. Ενώ όμως βαίνει αύξουσα η ζήτηση σύγχρονων γνώσεων στις βαλκανικές χώρες, δεν μπορεί ακόμη να την ικανοποιήσει ούτε η δική τους εγχώρια προσφορά ούτε η πολύ μεγαλύτερη αλλά αναχρονιστική εκπαιδευτική υποδομή της Τουρκίας. H Ελλάδα μπορεί να αναδειχθεί σημαντικός πόλος φοιτητικής μετανάστευσης από τρίτες χώρες, όχι μόνο για μεταπτυχιακές αλλά κυρίως για προπτυχιακές σπουδές και μεταλυκειακή κατάρτιση.


Σε αυτή την κατεύθυνση μπορούν να δραστηριοποιηθούν τόσο τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα όσο και τα ιδιωτικά που αναμένεται να εγκριθούν στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση. Αν όμως τα πράγματα αφεθούν στην τύχη τους, τότε είναι βέβαιο ότι θα επικρατήσει κερδοσκοπική αναρχία καθώς κάθε ιδιωτικό, αλλά ίσως και δημόσιο, ίδρυμα θα προσπαθεί να προσελκύσει μεγάλο αριθμό φοιτητικής μετανάστευσης, μειώνοντας το κόστος και την ποιότητα σπουδών.


Πρέπει λοιπόν από τώρα να συσταθεί Ρυθμιστική Αρχή Παιδείας, η οποία να θέτει τις απαραίτητες προδιαγραφές λειτουργίας, ποιότητας και πιστοποίησης της παρεχόμενης εκπαίδευσης, ιδιαίτερα μάλιστα αυτής που εξάγεται σε άλλες χώρες. H ρυθμιστική αρχή θα επιβάλλει επαρκή βαθμό εναρμόνισης με τα πιο προηγμένα ευρωπαϊκά προγράμματα σπουδών, θα ελέγχει τον χρόνο πραγματικής φοίτησης και θα είναι υπεύθυνη για την πιστοποίηση των προσόντων με καθολικά συστήματα εξετάσεων αποφοίτων, όπως αυτά ισχύουν σήμερα στην Ολλανδία και σε άλλες χώρες.


H ίδια αρχή θα προβαίνει σε τακτική αξιολόγηση των ιδρυμάτων, σε ποιοτική κατάταξη και σε σύγκριση με ομοειδή ιδρύματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Με τον τρόπο αυτό, η ελληνική παιδεία και ιδιαίτερα η τριτοβάθμια θα πιστοποιηθεί με εγκυρότητα στη διεθνή αγορά, θα προσαρμοσθεί ταχύτερα και πιο αποτελεσματικά στις σύγχρονες ανάγκες και θα μετατραπεί σε ανταγωνιστική «εθνική βιομηχανία της γνώσης».


Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ.