H συζήτηση της Δευτέρας στη Βουλή ανέδειξε εν μέρει το χρόνιο πρόβλημα της ανεργίας. Απασχόληση και ανεργία, η πρώτη ως ζητούμενο και η δεύτερη ως καταπολεμούμενο, είναι έννοιες ορίζουσες του βαθμού ευημερίας και ανάπτυξης ενός τόπου. Συχνά, οι κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν αυτά τα χρόνια το Δημόσιο, όπου με αλόγιστες και αναξιοκρατικές προσλήψεις μετακυλούσαν την ανεργία. Εξάλλου ο κατασκευαστικός κλάδος, που επ’ ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων βρέθηκε σε έξαρση απορροφώντας σημαντικό κλάσμα ανέργων, επανήλθε στους φυσικούς του ρυθμούς.


Διεθνώς, ωστόσο, αύξηση του ΑΕΠ δε συμπλέει με την αύξηση απασχόλησης. H ανάπτυξη δεν συνεπάγεται αυτόματα υποστατές νέες θέσεις εργασίας, όταν αυτές είναι κακοπληρωμένες, μερικής απασχόλησης και με προβληματικές εργασιακές συνθήκες. Σε μας, μολονότι την τελευταία περίοδο οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ υπήρξαν σχεδόν διπλάσιοι του ευρωπαϊκού, η ανεργία δεν μειώθηκε ανάλογα. Διαρθρωτικά εμπόδια δυσχεραίνουν τη διάχυση της αύξησης του ΑΕΠ προς τα κάτω. Ο παραγόμενος πλούτος είναι μάλλον παρασιτικός ως προϊόν ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, ή λόγω διαφθοράς καταλήγει σε ύποπτα χέρια, ενώ η ανικανότητα του κρατικού διοικητικού συστήματος ευτελίζει την απορροφητικότητα σε νευραλγικούς τομείς. Γι’ αυτό, εκ των πραγμάτων, το χρήμα κατευθύνεται στις κατασκευές και στις τράπεζες, δηλαδή νεκρές επενδύσεις. Οι κατασκευές έχουν όριο χρόνου λήξεως και οι τράπεζες με τις συγχωνεύσεις, αντί να προσλάβουν, απολύουν. Οι πολιτικές απασχόλησης αυτά τα χρόνια δεν απέφεραν ουσιαστικά αποτελέσματα. Απέχουμε πάντοτε από τον αντίστοιχο μέσο όρο της EE. Και στην Ενωση όμως κυριαρχεί η στασιμότητα. Τα συνδικάτα που άλλοτε πρωταγωνιστούσαν στους διεκδικητικούς αγώνες, ενίοτε και άγριους, τώρα εφησυχάζουν, άλλοι «βολεμένοι» και άλλοι από κεκτημένη ραστώνη. Αμφότεροι άβουλοι.


H ελληνική οικονομία, παρά τα διαρθρωτικά της προβλήματα, το δυσβάσταχτο δημόσιο χρέος (112,1 του ΑΕΠ) και τη βραδεία προσαρμογή στα νέα δεδομένα, πετυχαίνει αύξηση του ΑΕΠ κάπου διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. H παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται σταθερά (2003-2004 αθροιστική αύξηση 5%), ενώ το μοναδιαίο κόστος της μειώνεται σταθερά (την πενταετία 2000-2004 σε πραγματικούς όρους 12,4%). Την αύξηση της παραγωγικότητας καρπώνεται η επιχειρηματικότητα (4,6 αυτή, 0,4 οι εργαζόμενοι). Παρά ταύτα, και τα ληφθέντα εσχάτως μέτρα ευελιξίας και φορολογικές απαλλαγές της κερδοφορίας, ο ΣΕΒ ζητεί και άλλα: δραστική μείωση «έμμεσου κόστους», κατάργηση κατώτερων ημερομισθίων και (οι τραπεζίτες) συλλογικών διαπραγματεύσεων: H παγκοσμιοκρατία εν ονόματι της ανταγωνιστικότητας!


H νεοφιλελεύθερη όμως αντίληψη δεν έχει εδώ ανάγκη θεσμοθέτησης. Ενδημεί de facto (πρβλ. Γιαννίτσης «H Ελλάδα και το μέλλον», σελ. 135 επ.).


H ανεργία είναι μερικώς έλλειμμα ανάπτυξης, αλλά είναι κυρίως αποτυχία των πολιτικών που εφαρμόστηκαν.


Οι ενδοκοινοβουλευτικές αντεγκλήσεις για το πότε υπερδιογκώθηκε η ανεργία (1980 4%, 2004 11,5%) δεν ωφελούν τους ανέργους, νέους (-25%) και γυναίκες (-35%), κύρια θύματα της ανεργίας.


H Ευρώπη είναι άτολμη στην προώθηση μιας κοινής ενεργητικής πολιτικής για την απασχόληση. Επαφίεται στις εθνικές δράσεις. Από όσα ειπώθηκαν ή αποσιωποιήθηκαν στη Βουλή, μπορούμε να συμπεράνουμε:


α) Είναι έκδηλη η ανάγκη ενός καινούργιου αναπτυξιακού μοντέλου μετάβασης στην οικονομία της γνώσης. Ανταγωνιστικότητα με συρρίκνωση του εργατικού κόστους είναι αδιανόητη. Εχουμε τη μεγαλύτερη αύξηση παραγωγικότητας και τα χαμηλότερα μεροκάματα στην EE-15.


β) Κοινωνική συναίνεση που εμπεδώνεται με τίμια κατανομή του οφέλους. «Είπερ βεβαιότατον (=πιο σίγουρο) το τ’ αυτά συμφέροντα και πόλεσι και ιδιώταις» (Θουκυδίδης A, 124).


γ) Οταν λέμε «μηδενική ανοχή διαφθοράς – διαπλοκής» να εννοούμε μηδενική ανοχή!


Ο κ. Στέλιος Παπαθεμελής είναι βουλευτής.