ΔΥΟ ερωταποκρίσεις φτάνουν, νομίζω, για να περικλείσουν τις αναταραχές των ημερών αυτών, αλλά και την 24άμηνη πολιτεία της κυβέρνησης:


«Πώς κέρδισε πρόπερσι η Νέα Δημοκρατία τη λαϊκή ψήφο; Τάζοντας… Πώς έχασε εφέτος τη λαϊκή εμπιστοσύνη; Προστάζοντας».


Το θέμα δεν είναι μόνο πως, στην προεκλογική εκστρατεία, η αντιπολιτευόμενη N.Δ. έταζε τα πάντα στους πάντες, εξαπατώντας τους συνειδητά (δηλαδή, ασυνείδητα), μια και ήξερε κάλλιστα πως δε θα μπορέσει να τηρήσει τις υποσχέσεις της. Το καταληκτικό θέμα είναι πως (ως κυβέρνηση πια) βρέθηκε μπροστά στην αυτονόητη λαϊκή αξίωση να κάνει πράξη τα τάματά της – και τότε, είχε και έχει την αυταπάτη ότι θα μπορούσε να καταπνίξει τις διαμαρτυρίες και τις εξεγέρσεις των απατηθέντων, με τη βία, την αυταρχία, τις στρατιωτικές προσταγές. Αυτό το δίπτυχο απάτης-αυταπάτης είναι ο Πολικός Αστέρας των νεοδημοκρατικών ημερών μας.


ΟΧΙ πως οι προεκλογικές (ανεδαφικές, συχνότατα) υποσχέσεις αποτελούν αποκλειστικό προνόμιο της Δεξιάς. Ολα τα κόμματα, όλοι οι υποψήφιοι επιδίδονται σε πλειοδοσίες υποσχέσεων, εν όψει της κάλπης. Ο γερμανός «σιδερένιος καγκελάριος» Μπίσμαρκ συνήθιζε να λέει: «Τα μεγαλύτερα ψέματα λέγονται πριν απ’ τις εκλογές, κατά τον πόλεμο και μετά το κυνήγι»… Κι όσο για την τήρηση των υποσχέσεων, ο Σαίξπηρ την είχε σαρκάσει πολύ νωρίτερα, με το στόμα ενός κάλπικου ζωγράφου, στον «Τίμωνα τον Αθηναίο»:


«Να τάζεις, αυτός ο άνεμος φυσάει σήμερα: ανοίγει τα μάτια της ελπίδας. Ενώ το να κάνεις, δείχνει πως είσαι αφελής. Και, έξω απ’ τον απλοϊκό κι ανόητο λαουτζίκο, το να κάνεις ό,τι τάζεις, δεν είναι καθόλου της μόδας. Το να τάζεις είναι αριστοκρατικό φέρσιμο κι η τελευταία μόδα. Το να κάνεις είναι σαν τελευταία θέληση ή διαθήκη, που φανερώνει πως είναι βαριά άρρωστη η κρίση εκείνου που την κάνει»1.


H Νέα Δημοκρατία, όμως, έχει αναγάγει τις ψεύτικες υποσχέσεις όχι μόνο σε «αριστοκρατική μόδα» αλλά και σε απαράβατη πράξη – δηλαδή, απραξία.


Απ’ όλα όσα είχε τάξει, όχι μόνο δεν εκπλήρωσε ούτε ένα, αλλά μας «χάρισε» ακριβώς τα αντίθετα, έτσι που σήμερα τα πάντα βρίσκονται εκτός ελέγχου: διάλυση του κράτους (με αμέτρητες πια «αξιοκρατικές» αποπομπές, παραιτήσεις, αποχωρήσεις) και αναβίωση του δεξιού παρακράτους… αποσκελετωμένα οικονομικά (σε σημείο που ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γκαργκάνας να δηλώνει πως το 20% των Ελλήνων ζει στα όρια της φτώχειας) και αποτελματωμένα εθνικά θέματα… αχαλίνωτη ακρίβεια και γενικό αίσθημα ανασφάλειας, με ασύδοτους ληστές, διαρρήκτες, απαγωγείς, δολοφόνους, και με αποκορύφωμα τις υποκλοπές τηλεφωνημάτων, που οι περινούστατοι κυβερνώντες μας θάρρεψαν ότι μπορούν να τις ξορκίσουν, αποκρύβοντας και συγκαλύπτοντάς τες. Θυμάστε το αποφθεγματικό εκείνο: «Ξέρεις να κλέβεις; Δεν είσαι τίποτα… Ξέρεις να κρύβεις τα κλεψιμαίικα; Τότε είσαι μάγκας». H κυβέρνηση πίστεψε πως έχει αυτή την κρυπτική μαγκιά. Αποδείχτηκε, αλίμονο, πως ούτε καν αυτήν κατέχει…


ΠΡΙΝ τρία τέταρτα αιώνα, ο Φρανγκλίνος Ρούσβελτ έσωσε την αμερικανική οικονομία από την καταστροφή εφαρμόζοντας το ονομαστό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων «New Deal» («Νέα ρύθμιση»). H νεοδημοκρατική διακυβέρνηση μάς καταβαραθρώνει με τις «μεταρρυθμίσεις» της, που δεν είναι παρά ένα «New Nil» («Νέο τίποτα»).


Αλλ’ ακόμα κι όταν κάνει κάτι περισσότερο απ’ το Τίποτα, κατορθώνει να διχάζει τους πολίτες όχι μόνο σε «φαβορίτους» και αποδιοπομπαίους αλλά και σε αλληλομαχόμενες μερίδες εργαζομένων ή δημοτών – όπως στον πρόσφατο εμφύλιο αγροτών-ναυτικών ή στους αλληλοσπαραγμούς δήμων και κοινοτήτων για τον «Καποδίστρια».


Με τις πομφολυγώδεις υποσχέσεις που είχε δώσει και με την ανημπόρια της να υλοποιήσει έστω και μερικές απ’ αυτές, προκαλεί απανωτές κοινωνικές κρίσεις, που αφανίζουν τους «πολέμιους», εξαγριώνουν τούτους εναντίον εκείνων, και όλους μαζί κατά των αρχόντων μας. Κι εκείνοι, μπρος στο ναυάγιό τους, δε βρήκαν άλλο σωσίβιο παρά τη βία της επιστράτευσης. Ανίκανοι σε πράξεις, δείχνονται ανίκανοι και σε γνώση του στοιχειώδους: «Οπου χρειάζεται επιδεξιότητα, η βία δεν έχει θέση», όπως είχε πει ο Δαρείος στους στρατηγούς του («Ενθα σοφίης δει, βίης έργον ουδέν»2).


Αλλά δεν ήταν ανάγκη να πάνε τόσο μακριά σε χρόνο και τόπο. Ενας άλλος βασιλιάς, πολύ πιο κοντινός μας, ο Γεώργιος A’, έλεγε, ύστερα από 45 χρόνια «ηγετικής» εμπειρίας (23.9.1910):


«Εις την Ελλάδα είναι αδύνατον να επιβληθή κάτι με την βίαν. H βία είναι ένα ελαστικό τόπι που, όταν το ρίχνουν εις τον τοίχον, επιστρέφει πίσω και κτυπά εκείνον που το έριξεν».


H τραγική ειρωνεία είναι πως ούτε ο γιος του, Κωνσταντίνος, ούτε ο δισεγγονός του συνονόματος του δεύτερου, επωφελήθηκαν από αυτή την πείρα. Και, βιάζοντας τη λαϊκή θέληση, προκάλεσαν ο ένας τον εθνικό διχασμό του 1916, ο άλλος την Αποστασία του 1965 και τη συνέχειά της, την Απριλιανή δικτατορία.


Φαίνεται πως το έχουν οι Κωνσταντίνοι, εστεμμένοι και κομματάρχες, να μη μαθαίνουν από τα παθήματα των προκατόχων τους…


…………………………………….


1. Πράξη E´, Σκηνή 1, στ. 24. Μετάφρ. B. Ρώτα, Ικαρος, 1963.- 2. Ηρόδοτος, Γ, 127.