ΚΑΠΟΤΕ, λέει, ένας βασιλιάς είχε στη δούλεψή του ένα γελωτοποιό, έναν τζουτζέ, που είχε εξαγριώσει όλους τους παλατιανούς με τα άγαρμπα και ξεδιάντροπα χωρατά του. Απαυδισμένος κι ο ίδιος ο βασιλιάς, τον φώναξε και του έβαλε ένα δίλημμα: να κάνει μια τεράστια αναίδεια, μια τρομερή γκάφα και, ύστερα, να προσπαθήσει να τη δικαιολογήσει με μιαν ακόμα μεγαλύτερη και χειρότερη, ειδεμή, θα του έπαιρνε το κεφάλι.


Σε λίγο, ο τζουτζές ζυγώνει κρυφά τον «άνακτα» από πίσω, και του τραβάει μιαν αγριότατη τσιμπιά στα μαλακά μόρια. Εξαλλος ο βασιλιάς γυρίζει, βλέπει ποιος είναι ο δράστης κι ετοιμάζεται να τον σουβλίσει. Οπότε, ο τζουτζές του λέει, τάχα ταραγμένος: «Ω, με συμπαθάτε, μεγαλειότατε. Νόμισα πως ήσαστε η βασίλισσα!».


ΚΑΠΩΣ έτσι φέρεται και παραφέρεται η νεοδημοκρατική κυβέρνησή μας. Δυο χρόνια τώρα – και προπάντων, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες – δεν περνάει σχεδόν εβδομάδα που να μην κάνει μια πελώρια γκάφα, να μην πάρει ένα λαοφάγο «μέτρο», να μην εκκολάψει ένα καινούργιο σκάνδαλο – πολιτικό, οικονομικό, κομματικό. Και έπειτα, προσπαθεί να τα δικαιολογήσει, να τα αγιάσει μάλιστα, με κάποια άλλα μεγαλύτερα.


Δεν χρειάζεται ν’ απαριθμήσω τους άθλους και τις αθλιότητές της – τα ξέρουμε όλοι, μας έχουν «τσιμπήσει» όλους και μας τσιμπάνε αδιάκοπα. Και κάθε φορά, για να κουκουλώσει τα κατορθώματά της, σκαρφίζεται ένα πυροτέχνημα που νομίζει πως θα μας θαμπώσει και θα μας κάνει να μη νιώθουμε τα οδυνηρότατα τσιμπήματα. Μόνο που οι τρακατρούκες της καίνε τόσο εμάς όσο και την ίδια.


Σκαρώνει λ.χ. απογραφές που μας πτωχεύουν, «βασικούς μετόχους» που μας ρεζιλεύουν στην Υφήλιο, εργασιακούς νόμους-αγχόνες, φορολογίες


-καρμανιόλες… διατυμπανίζει, «διαφάνειες» με διαφανέστατες κομματικές σκοπιμότητες, ευαγγελίζεται «μηδενικές ανοχές» της διαφθοράς που ανέχονται και προωθούν πάσαν γαλαζένια νόσον και ατασθαλίαν, ωρύεται για αποκαλύψεις σκανδάλων που, τελικά, αποκαλύπτουν και ξεγυμνώνουν τις δικές της σκανδαλοποιίες…


Και τι μηχανεύεται για να καμουφλάρει τις πομπές της; Κάποια προπετάσματα ηθικο-πολιτικο-πολιτειακού καπνού, ονομαζόμενα «Αναθεωρήσεις του Συντάγματος» που δεν είναι παρά «θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά», και «Ανασχηματισμούς» που δεν είναι παρά προσχήματα για εσωκομματικές καντρίλιες, με υπόκρουση από καρσιλαμάδες αλληλοσπαραγμού. Ελπίζοντας πως, μ’ αυτά τα χολυγουντιανά υπερθεάματα, θα κάνει τον «κοσμάκη» να ξεχάσει τον δικό του μακάβριο «χορό των πενομένων και πονεμένων».


ΓΙΑΤΙ αυτός είναι ο πραγματικός στόχος των ταγών μας: η λήθη – η λήθη μας για τα «οικεία κακά», για τα πάθη μας και τα παθήματά μας, που εκείνοι τα δρομολογούν και τα καπηλεύονται ασύστολα.


H μεγαλύτερη φιλοδοξία της κυβέρνησής μας (και όχι μόνο αυτής) είναι να μετατρέψει τον λαό που διαφεντεύει, σε λαό λωτοφάγων.


Βέβαια, στην «Οδύσσεια», όποιος ξένος έτρωγε απ’ τον καρπό του λωτού που αφθονούσε σ’ εκείνη τη φανταστική χώρα, ξεχνούσε μεμιάς την πατρίδα του – γι’ αυτό κι ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του έφυγαν άρον άρον από τον τόπο εκείνο της λησμονιάς.


Σήμερα, κρυφός και φανερός πόθος των κυβερνώντων είναι να λησμονούν οι κυβερνώμενοι τους τριβόλους που τους σερβίρουν οι άρχοντές τους και τις παγίδες που τους στήνουν. Και μη νομίσετε πως το κάνουν από υστεροβουλία και ιδιοτέλεια. Κάθε άλλο. Τσακίζονται, από έγνοια για την ψυχική ηρεμία του λαού «τους», πειθόμενοι στη ρήση του Ορέστη, στη φερώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη:


«Ω σεβάσμια λήθη των κακών, πόσο σοφή!


Θεά καλόδεχτη για τους δυστυχισμένους!


(Ω πότνια λήθη των κακών, ως ει σοφή


και τοίσι δυστυχούσι ευκταία θεός1)


Φυσικά, υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος: αυτή η λήθη είναι και η μεγάλη υποκλοπή – η υποκλοπή της λαϊκής μνήμης για όσα διαπράττουν οι λαοκτόνοι Λαιστρυγόνες και οι λαοφάγοι Κύκλωπες του δημόσιου βίου…


……………………


1. Στίχος 213. Μετάφρ. Χρ. Θεοδωράτου, Ελληνικός Εκδοτικός Οργανισμός.