Στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου (22 Ιανουαρίου) μίλησα για το «αίσθημα Λυκαβηττού» ορισμένων από τους σημαντικότερους λογοτέχνες του μεσοπολέμου (Καρυωτάκης, Σεφέρης, Θεοτοκάς), για τη χρήση δηλαδή της εικόνας του Λυκαβηττού ως συμβόλου μιας λυτρωτικής ευτοπίας αντίθετης με τη βασανιστική δυστοπία της Αθήνας εκείνης της εποχής. Και αναρωτιόμουν γιατί ο Καρυωτάκης δεν περιέλαβε, όπως θα έπρεπε, το σχετικό ποίημά του, το σονέτο «Λυκαβηττός», στα Ελεγεία και σάτιρες (1927).


Το ερώτημα είναι εύλογο αν σκεφτεί κανείς ότι το σονέτο είναι ένα από τα πλέον καρυωτακικά και από τα ωραιότερα ποιήματα του Καρυωτάκη. Δημοσιευμένο τον Αύγουστο του 1922 στον Νουμά, έναν χρόνο μετά την έκδοση των Νηπενθών, της δεύτερης συλλογής του, και ποιοτικά ανώτερο από πολλά ποιήματα της συλλογής του 1927 (λ.χ. από το «Παιδικό», την «Ωδή σ’ ένα παιδάκι», το «Βράδυ») – συλλογής που περιέχει άλλωστε και ποιήματα γραμμένα πριν από το 1921 – το «Λυκαβηττός» θα είχε φυσική τη θέση του στα «Ελεγεία», αφού μάλιστα εκφράζει το ίδιο βίωμα με τα «Θέλω να φύγω πια από εδώ», «Επιστροφή» και «Τελευταίο Ταξίδι».


Καθώς θα ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ο Καρυωτάκης θα είχε κρίνει το σονέτο όχι άξιο να περιληφθεί στα Ελεγεία και σάτιρες, ο λόγος του αποκλεισμού του θα πρέπει να αναζητηθεί σε κριτήρια εξωτερικά: σε όρους λογοτεχνικής πολιτικής, σχετικούς με τις καλλιτεχνικές αντιλήψεις της εποχής. Γι’ αυτό αισθάνομαι ότι η μη συμπερίληψή του θα πρέπει να υπαγορεύτηκε από τον φόβο του Καρυωτάκη μήπως επικριθεί και πάλι για οικειοποίηση ξένου ποιήματος.


Λέω «και πάλι», αναφερόμενος στην κατηγορία που περιέχεται στην κατά τα άλλα επαινετική για τον Καρυωτάκη εισήγηση του Φιλαδελφείου διαγωνισμού του 1920, σύμφωνα με την οποία «ο ποιητής διέπραξε ένα μέγα ατόπημα», επειδή στα ποιήματα που υπέβαλε στον διαγωνισμό «παρενέβαλε και ποίημα του Μαίτερλινκ ως ιδίαν έμπνευσιν». Κατηγορία άδικη, την οποία ο Καρυωτάκης αντέκρουσε αγανακτισμένος δι’ επιστολής και περιλαμβάνοντας το ποίημα («Μοναξιά») στα Νηπενθή.


Ο Καρυωτάκης ήταν πολύ ευαίσθητος ως προς το θέμα των επιδράσεων τις οποίες η κριτική έβρισκε στο έργο του και προσπαθούσε να τις διασκεδάσει, όμως χωρίς το επιθυμητό αποτέλεσμα, αν κρίνουμε και από τις κριτικές της τελευταίας του συλλογής (λ.χ. L. Roussel: «μιμείται πολύ»). Οταν λοιπόν έβλεπε ότι μια ελάχιστη ομοιότητα ενός ποιήματός του με ένα ποίημα ξένου ποιητή προσλαμβανόταν ως λογοκλοπή, είχε κάθε λόγο να φοβάται ότι θα του ήταν πολύ δύσκολο να πείσει ότι η μεγάλη ομοιότητα του «Λυκαβηττός» με το ομότιτλο σονέτο ενός Ελληνα ποιητή δεν αποτελούσε μίμησή του.


Πρόκειται για το σονέτο «Λυκαβηττός» το περιεχόμενο στην ποιητική συλλογή Νύχτες του δραστήριου κατά τον μεσοπόλεμο και λησμονημένου σήμερα ποιητή και πεζογράφου A. Αργη (1888-1940), συλλογή που εκδόθηκε το 1921, ένα χρόνο πριν από τη δημοσίευση του «Λυκαβηττού» του Καρυωτάκη. Ολα δείχνουν ότι το σονέτο αυτό αποτέλεσε το πρότυπο του καρυωτακικού ποιήματος, αφού σε αυτό πρωτοεμφανίζεται το «αίσθημα Λυκαβηττού» με εικόνες παρόμοιες με εκείνες του Καρυωτάκη. Παραθέτω τα δύο σονέτα:


ΑΡΓΗΣ


H εκκλησούλα ολόλευκη, σημείο / ακροτελεύτιου φειδίσιου δρόμου / μέσ’ στων πευκών την πρασινάδα, κρύο / αγέρι από τον Υμηττό. Το εγώ μου


τρανότερο στο θέαμα το θείο, / ωσάν πολίτης χώρας αυτονόμου / ανάμεσα στο γήινο μεγαλείο / και του συννέφου του ουρανοδρόμου.


Και να, που αναλυτό πέρα χρυσάφι / η θάλασσα της Σαλαμίνας, νάτη / κι η εκκλησούλα ολόχρυση, που εβάφη.


Και προς τα κάτω γέρνοντας το μάτι / σ’ οράματα ξεχνιέσαι φευγαλέα / κοιτώντας μιαν Αθήνα πιο ωραία.


ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ


Κι ανέβηκα! Και ξέφυγα! Και χάμου / η Αθήνα σα να πέθανε. Τα μύρα / βουνίσια με χτυπήσανε. Τριγύρα / τα πεύκα είναι προστάτισσα φρουρά μου.


Και δρόμο θε να δώσω στη χαρά μου! / T’ αγέρι πνέει σα ν’ άνοιξεν η θύρα / του Παραδείσου. Πίσω σα να επήρα / για λίγο της ψυχής την παρθενιά μου.


Ηλιος! Χρυσή στο βάθος η λουρίδα / της θάλασσας αστράφτει του Φαλήρου / και το νησί μου χάνεται πιο πίσω.


M’ εξάγνισε το ανέβασμα, πατρίδα, / και θα ‘ρθω με τη βάρκα μου του ονείρου / με τα κουπιά του πόθου θα κινήσω…


Δεν είναι τόσο οι ομοιότητες των εικόνων των δύο ποιημάτων (τα γαληνευτικά πεύκα, ο αναζωογονητικός αέρας, η χρυσωμένη από τον ήλιο θάλασσα του Σαρωνικού) όσο ο συμβολισμός των εικόνων εκείνο που δείχνει την εξάρτηση του σονέτου του Καρυωτάκη από το σονέτο του Αργη: το «αίσθημα Λυκαβηττού», με την αναπαρθένευση της ψυχής των δύο ποιητών, όχι μόνο περιγράφεται με τους όρους μιας υπεργήινης (Αργης) ή παραδείσιας (Καρυωτάκης) αίσθησης, έστω στιγμιαίας (Αργης: «φευγαλέα» – Καρυωτάκης: «για λίγο») αλλά και εκβάλλει, στην κατακλείδα των δύο ποιημάτων, σε λυτρωτικότερα οράματα.


Τα κοινά σημεία του Καρυωτάκη με τον Αργη δεν περιορίζονται σε αυτά των δύο σονέτων. Ενα αίσθημα καρυωτακικό διαποτίζει πολλά ποιήματα της συλλογής του Αργη του 1921, η οποία περιέχει την ποιητική εργασία πολλών χρόνων. Αλλά για τον «καρυωτακισμό» αυτού του σύγχρονου με τον Καρυωτάκη ποιητή θα μιλήσουμε στην επόμενη επιφυλλίδα μας.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.