H συζήτηση για τον κομμουνισμό μυρίζει ναφθαλίνη. Ο κομμουνισμός δεν υφίσταται πια ούτε ως κοινωνική και οικονομική πρακτική ούτε ως πολιτική πρόταση ούτε ως ιδεολογικό όραμα. H ανάλυση των κυρίαρχων προβλημάτων της εποχής, είτε μιλάμε για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή είτε για την ανισότητα είτε για τη μετανάστευση είτε για την οικονομική ανάπτυξη και τις οικολογικές της συνέπειες, δεν προϋποθέτει καμία απολύτως αναφορά στον κομμουνισμό – ως επιστημονική θεωρία, ως πολιτική ιδεολογία, ή ως κοινωνική κριτική.


Πέρα από τα εγκλήματα, ο κομμουνισμός υπήρξε ένα ανελεύθερο και οικονομικά αναποτελεσματικό σύστημα. H Κούβα του Κάστρο και η Βόρεια Κορέα του Κιμ Γιονγκ Ιλ αποτελούν τους τελευταίους μάρτυρες της παταγώδους αποτυχίας και απαξίωσής του. Από την άλλη πλευρά, η «κομμουνιστική» Κίνα ηγείται της μεγαλύτερης καπιταλιστικής επανάστασης στην εποχή μας. H συζήτηση για τον κομμουνισμό έχει, επομένως, αποκλειστικά ιστορικό ενδιαφέρον.


Το γνωστό πια μνημόνιο αποτελεί μια συμβολική πρόταση γενικού περιεχομένου και ως τέτοια πρέπει να κριθεί. Το Συμβούλιο της Ευρώπης δεν είναι ούτε ερευνητικό ίδρυμα ούτε όργανο χάραξης πολιτικής. Τα πορίσματά του δεν έχουν επιστημονικό περιεχόμενο και τα κελεύσματά του (π.χ. για τη διδασκαλία της Ιστορίας) δεν έχουν πραγματικό αντίκρισμα. Εν τέλει, το Συμβούλιο δεν αποφάνθηκε για τη χρονολόγηση ενός οικισμού στη Μινωική Κρήτη, αλλά για εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας, εγκλήματα που ουδείς σοβαρός ερευνητής αμφισβητεί. Οσο για τη συζήτηση σχετικά με τη φύση και το περιεχόμενο των κομμουνιστικών συστημάτων, αυτή δεν διεξάγεται στο Συμβούλιο αλλά στα πανεπιστήμια, μεταξύ των ιστορικών που μελετούν την Ιστορία του 20ού αιώνα.


Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το μνημόνιο δεν προκάλεσε άξια λόγου συζήτηση στην Ευρώπη: η κεντρική του θέση περί εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας είναι γνωστή και αποδεκτή. Προφανώς όχι και στην Ελλάδα. Σε πόσες άραγε ευρωπαϊκές χώρες βρέθηκαν πανεπιστημιακοί δάσκαλοι που υποστήριξαν δημόσια πως «το Μνημόνιο θα μείνει στην Ιστορία ως η ντροπή του ευρωπαϊκού πολιτισμού – του Διαφωτισμού; Και οι συντάκτες του ως εχθροί του Ανθρώπου»; Οσο για το επιχείρημα πως οι αντιδράσεις στο μνημόνιο οφείλονται στην ιδιαίτερη εμπειρία της ελληνικής Αριστεράς, στερείται παντελώς βάσης: αντίστοιχες εμπειρίες είχε π.χ. η ισπανική Αριστερά, δεν σημειώθηκαν όμως τέτοιες αντιδράσεις στην Ισπανία.


Ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: οι αντιδράσεις που εκφράστηκαν για το μνημόνιο δεν οφείλονται σε υπερβάλλουσα ιστορική ευαισθησία. Θα αντιδρούσε κανείς αν το Συμβούλιο προωθούσε μνημόνιο εναντίον του φασισμού; Αντέδρασε κανείς σε δημόσια ψηφίσματα καταδίκης του ναζισμού; Οι αντιδράσεις αυτές εκφράζουν απλούστατα την αδυναμία αποδοχής μιας συγκεκριμένης πραγματικότητας σε σχέση με τον παρελθόν. H αδυναμία αυτή ίσως να ήταν κατανοητή το 1970. Είναι αστεία το 2006.


Το παράδοξο φαινόμενο της θύελλας αντιδράσεων σε μια χώρα που η ίδια δεν βίωσε ποτέ κομμουνιστικό καθεστώς αποτέλεσε το αντικείμενο του άρθρου μου στο «Βήμα», όπου επεσήμανα τις συνέπειες της νοσταλγίας ενός ανύπαρκτου παρελθόντος παράλληλα με την ηθελημένη αμνησία ενός πραγματικού παρελθόντος (Οι νοσταλγοί μιας φαντασίας, 5 Φεβρουαρίου 2006). Στην απάντησή του, ο Αντώνης Λιάκος μου προσάπτει πως «ακρωτηριάζω την Ιστορία». Ομως η παρέμβασή μου δεν αφορούσε την ιστορική ερμηνεία του κομμουνισμού αλλά τη δημόσια πρόσληψη της πρακτικής του στη χώρα μας. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί η αναφορά σε άλλα μαζικά εγκλήματα (του φασισμού ή της αποικιοκρατίας) να αποτελέσει συγχωροχάρτι για τον κομμουνισμό – με τον ίδιο τρόπο που η «κομμουνιστική απειλή» δεν θα έπρεπε να δικαιολογεί την εγκληματική συμπεριφορά των αντιπάλων του. Ούτε αμφισβητεί κανείς την ύπαρξη και τη σημασία της αριστερής κριτικής στον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό (όταν, βέβαια, αυτή δεν γινόταν κατόπιν εορτής, εκ των ενόντων και από συνεργούς στα εγκλήματά του, όπως π.χ. τον Τρότσκι). Θα υπενθύμιζα μάλιστα πως η πιο άτεγκτη και αποτελεσματική κριτική του κομμουνισμού προήλθε από τους ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες και μάλιστα σε δύσκολες εποχές. Οσο για τον συνδυασμό κτηνωδίας και βλακείας που επεσήμανα, δεν αναφέρεται βέβαια στα αίτια της κομμουνιστικής βίας αλλά στον χαρακτήρα της (όσοι έχουν αμφιβολίες ας ρίξουν μια ματιά στο Αστείο του Μίλαν Κούντερα). Είναι, όμως, μάλλον υπερβολικός ο ισχυρισμός πως η κριτική συνείδηση του έλληνα πολίτη και η ικανότητά του να επεξεργάζεται τις δημόσιες εικόνες της Ιστορίας, για την οποία δίκαια ανησυχεί ο Λιάκος, κινδυνεύουν από το Μνημόνιο. Την κριτική συνείδηση υπονομεύει πρώτιστα η καλλιέργεια της ιστορικής άγνοιας στη χώρα μας. Χρειάζεται πράγματι «ένας αντίλογος με εκπαιδευτική δυναμική», αλλά ένας τέτοιος αντίλογος προϋποθέτει, πριν και πάνω απ’ όλα, την καταπολέμηση της άγνοιας αυτής. Και, όπως έγινε σαφές από τη διαμάχη για το μνημόνιο, εκεί υστερούμε.


Τελικά οι φωνές που υψώθηκαν κατά του μνημονίου καθώς και η απαράδεκτη σύμπλευση εναντίον του των πολιτικών κομμάτων ίσως να υπήρξαν ορόσημο στον βαθμό που προκάλεσαν επιτέλους έναν στιβαρό αντίλογο. Από την άποψη αυτή, το σημείο στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς είναι η σαφής καταδίκη από τον Λιάκο εκείνων που αδιαφορούν για τα εγκλήματα του κομμουνισμού ή που τα τοποθετούν στις «λεπτομέρειες της Ιστορίας», όταν δεν τα αμφισβητούν.


Συμπερασματικά, θα πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά το γεγονός πως τέτοιες αγκυλώσεις ευδοκιμούν στη χώρα μας. Δυστυχώς, παρόμοια επιλεκτική μυωπία παρατηρείται σε πλειάδα θεμάτων. Αρκεί να θυμηθούμε τα γεγονότα του Κοσόβου, όπου στιγματιζόταν η βία εναντίον των Σέρβων αλλά όχι εναντίον των Αλβανών. Το πραγματικό ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν ακρωτηριάζεται η Ιστορία, αλλά αν ακρωτηριάζεται η λογική. Πράγματι, είναι να αναρωτιέται κανείς πώς, ενώ η Ελλάδα ανήκει στις πιο ανεπτυγμένες και πλούσιες χώρες του πλανήτη, συνεχίζει να παράγει έναν δημόσιο λόγο που ταιριάζει περισσότερο σε μια καθυστερημένη και ανασφαλή χώρα.


Ο κ. Στάθης Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Yale.