Στα τελευταία χρόνια της Σοβιετικής Ενωσης δόθηκαν ορισμένα ερεθίσματα για την ακριβέστερη αποτύπωση των σχέσεων ανάμεσα στην «αποκατάσταση» ιστορικών προσώπων ή κινήσεων και στην «επανερμηνεία» της πρακτικής τους. Ενα τέτοιο παράδειγμα υπήρξε η δικαστική αποκατάσταση των Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ, Πιατάκοφ και Ράντεκ, στους οποίους «επιστρέφει τώρα την τιμή τους» το κράτος που «αυτοί δημιουργούσαν πριν από πενήντα χρόνια» (Ιζβέστια, 13.6.1988). H τυπική πράξη της αποκατάστασης, όπως και της καταδίκης τους, έγινε με δικαστική απόφαση, με κοινές πάλι προϋποθέσεις, δηλαδή με τη διαμόρφωση των πολιτικών συνθηκών για την αθώωσή τους, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με την καταδίκη τους. Ωστόσο η δικαστική απόφαση επέτρεπε, κατά την ίδια μοσχοβίτικη εφημερίδα, να «ξαναρχίσει μετά από μισόν αιώνα και στο ίδιο μέρος η συζήτηση σχετικά με τους δρόμους ανάπτυξης του σοσιαλισμού».


Ηταν μάλλον προφανές ότι υπήρχε μια αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στην πολιτική αποκατάσταση (που δεν εξαντλείται στη δικαστική αποκατάσταση) και στην ιστοριογραφική επανερμηνεία, μολονότι στην περίπτωση της ΕΣΣΔ η προτεραιότητα ανήκε στην αρμοδιότητα της πολιτικής και ειδικότερα της ηγεσίας του κόμματος που διοικούσε το κράτος. Σαφώς είχαν ήδη συντελεσθεί κάποια ιστοριογραφικά εγχειρήματα, μεμονωμένα και όχι πάντα δημοσιευμένα, που έθεταν το δάχτυλο της έρευνας στον «τύπο των ήλων» και είχε γαλουχηθεί μερίδα Σοβιετικών ιστορικών που μπορούσε να αξιοποιήσει το δυσπρόσιτο αρχειακό υλικό και τη διεθνή βιβλιογραφία που ήταν, πράγματι, εξαιρετικά πλούσια για την πρώτη δεκαπενταετία της Σοβιετικής Ενωσης. Ταυτόχρονα είχε γίνει κοινή ανησυχία, μετά από μια περίοδο καταθλιπτικής «στασιμότητας», ο προβληματισμός για το παρόν και το μέλλον αυτής της χώρας, δηλαδή για το ίδιο το παρελθόν της.


H μέριμνα για το παρόν συνιστά τον κοινό τόπο δημιουργίας των αναγκαίων συνθηκών για την πολιτική αποκατάσταση και την ιστοριογραφική επανερμηνεία. H τελευταία, βέβαια, εμφανίζεται συχνά ως εγγενές γνώρισμα της ιστορικής έρευνας που ανανεώνει τα αναλυτικά της εργαλεία και εμπλουτίζει το αντικείμενό της με νέους τομείς της ανθρώπινης δράσης. Τα κριτήρια ωστόσο της επανερμηνείας των ιστορικών γεγονότων επιβάλλονται από τις απτές επιπτώσεις του παρελθόντος στην εκδίπλωση των διεργασιών του παρόντος.


H πολιτική αποκατάσταση, που εκτείνεται – για παράδειγμα – ως την απόδοση όλων των ιδιοτήτων του μέλους του κομμουνιστικού κόμματος, θα μπορούσε να ενισχύει την επανερμηνεία ως πολυσήμαντη διαδικασία που δεν θα καταλήξει πάλι στην «επίσημη» άποψη, αν συντρέξουν ορισμένοι όροι των οποίων δεν προοιωνίζεται αναπότρεπτα η γένεση και η επενέργειά τους. Δηλαδή να παραγκωνισθεί η αστυνομική αντίληψη της ιστορίας, η οποία είχε συναρτηθεί με την αντιμετώπιση του κόμματος ως μοναδικού εντολοδόχου των «νόμων της ιστορίας» που προεξοφλούν την επικράτηση των δυνάμεων του «καλού», να πραγματοποιηθεί η αποδογματικοποίηση της κοινωνικής συνείδησης και θεωρίας και να ξαναγίνει η κοινωνική πραγματικότητα προβληματική και επομένως υπό επανεξέταση η ιστορία της. Κοντολογίς να επιχειρηθεί ξανά μια πολυσχιδής μαρξιστική θεώρηση της ταξικής δομής της ΕΣΣΔ, πράγμα που απέκλειε ως τότε ο «μαρξισμός-λενινισμός» ως κωδικοποιημένη κρατική ιδεολογία με υποχρεώσεις και δυνατότητες απολογητικής. Μόνον έτσι θα μπορούσε να ξαναγίνει επίκαιρη η προτροπή του Marx για «αμείλικτη κριτική όσων υπάρχουν».


Μια ανάλογη ποιητική «θεοδικία» θεματοποιείται με τη συνεύρεση τριών επιπέδων συνδηλώσεων, στους «Ιδεοπράχτες» του Γιάννη Δάλλα (το ποίημα δημοσιεύθηκε το 1999 στη Νέα Εστία και περιλαμβάνεται στα Στοιχεία ταυτότητας, «Γαβριηλίδης», Αθήνα 1999, σσ. 27-31). Με αφόρμηση τον Μεσοπόταμο, το σημερινό οικισμό του νεκρομαντείου του Αχέροντα, και με οδηγό τον Δάντη ο ποιητής κατεβαίνει στον Αδη με τους λάκκους των «φραξιονιστών», των «προδοτών», των «συνωμοτών», των «τρελών», των «αιρετικών» – ολόκληρο «καμίνι από τη Γέενα ως τη Σιβηρία» που απαρτίζεται από τους εννέα κύκλους της Κολάσεως. Του λείπει όμως ο δέκατος με τους «ιδεοπράχτες». Το μήνυμα του οικείου οιωνού συνοψίζεται στην απόφανση ότι το «σχήμα» και όχι η «ιδέα του πύργου» κατέρρευσε, «όπως κρατάς μες στον έρωτα απ’ την αγκαλιά κάθε πάνδημης την ωραία αναδυομένη». Οι «αδέσποτες μάζες» έχουν σημαδευθεί με μιαν «αθέατη μεγάλη πληγή, την Ιδέα» που πίστεψαν και έγιναν «αιμοδότες της σ’ έναν αιώνα που αιμορραγεί και σφαδάζει», ενώ οι «εκτελεστές» της και όσοι την «στρέβλωναν» και την «παραμόρφωσαν», οι «ιδεοπράχτες με τ’ όνομα», να περιφέρονται «ασύδοτοι» και «ατιμώρητοι στις παρόδους της ιστορίας». Στο επιμύθιο διατυπώνεται η ανάγκη να σχηματισθεί ο «δέκατος κύκλος» που θα περιλάβει τον «ατσάλινο Σ», τον «Χρου αρλεκίνο» και τον «τελευταίο ουτιδανό και διπρόσωπο» – τους «ιδεοπράχτες» που παραμόρφωσαν την «Ιδέα», από το θάνατο του Λένιν ώς την επικράτηση του Γιέλτσιν.


Με άλλη αφετηρία, σε ρητή συνομιλία με τον Δάντη, ο Τάσος Λειβαδίτης προσέθεσε κι αυτός, παρουσιάζοντας γράμματα σε φυλακισμένους στην Επιθεώρηση Τέχνης (1963), έναν ακόμη κύκλο «πιο φοβερό από τους προηγούμενους». Εδώ «ρίχνονται εκείνοι που διαπράττουν το πιο ανόσιο έγκλημα», δηλαδή το έγκλημα της «ανοχής, της λησμονιάς, της αδιαφορίας», με τιμωρία να χάνουν κάθε στιγμή την «ψυχή τους μέσα στα μικροπράγματα της καθημερινότητας»…


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.