ΒΓΗΚΑΜΕ, λοιπόν, απ’ τον πασοκικό Μεσαίωνα και μπαίνουμε πλησίστιοι στη νεοδημοκρατική Αναγέννηση. Ετσι, τουλάχιστο, μας βεβαιώνουν κάποιες φιλοκυβερνητικές εφημερίδες, ονομάζοντας «Αναγέννηση» την αναθεώρηση του Συντάγματος, που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός. Και να ‘ταν αυτή μόνο; Αναγέννηση θ’ αποτελέσει και ο κυβερνητικός ανασχηματισμός, που όλο αναγγέλλεται και όλο αναβάλλεται.


Χαράς ευαγγέλια, λοιπόν: το πολίτευμά μας θ’ ανανεωθεί, θ’ αναμορφωθεί, θ’ αναπλαστεί… οι Ελληνες θ’ ανασάνουν, θ’ ανακουφιστούν, θ’ αναθαρρήσουν… και η ανέσπερη Ελλάδα θ’ ανασυγκροτηθεί, θ’ αναβιώσει, θ’ ανυψωθεί, σύμφωνα με τα «προαιώνια πεπρωμένα της φυλής», όπως έλεγαν οι τραπεζορήτορες.


Σ’ αυτόν τον ανεπανάληπτο αναγεννησιακό και αναγεννητικό Παράδεισο, δεν θα υπάρχουν πια διαφθορές, διαπλοκές, χρηματισμοί, καταχρήσεις. Ισως, μάλιστα, να καταργηθεί ολότελα και το χρήμα – μια και, την σήμερον ημέραν, έχει χάσει όλη σχεδόν την αξία του.


ΕΤΣΙ, θ’ ανατραπεί πρόρριζα το «σύστημα», που ταλανίζει αυτό τον τόπο από καταβολής του νεοελληνικού κράτους. Το «σύστημα», που ο ανυπέρβλητος Εμμανουήλ Ροΐδης περιέγραφε στην έξοχη σατιρική εφημερίδα του «Ασμοδαίος», πριν 130 χρόνια:


«Ως οι Ινδοί εις φυλάς, ούτω και οι Ελληνες διαιρούνται εις τρεις κατηγορίας:


α) Εις συμπολιτευομένους, ήτοι έχοντας κοχλιάριον να βυθίζωσιν εις την χύτραν του προϋπολογισμού.


β) Εις αντιπολιτευομένους, ήτοι μη έχοντας κοχλιάριον και ζητούντας εν παντί τρόπω να λάβωσιν τοιούτον.


γ) Εις εργαζομένους, ήτοι ούτε έχοντας κοχλιάριον ούτε ζητούντας, αλλ’ επιφορισμένους να γεμίζωσι την χύτραν διά του ιδρώτος των».


Και ακόμα:


«Πάντα ανεξαιρέτως τα έθνη, κατά περίοδόν τινα του βίου των, υπέστησαν αισχρόν τινα ζυγόν. Κατά τον δέκατον πέμπτον αιώνα εδέσποζον εν Ισπανία οι Ιεροεξετασταί, κατά τον δέκατον έκτον οι δολοφόνοι εν Ιταλία, και κατά τον δέκατον όγδοον εν Γαλλία αι πόρναι. Ούτω και παρ’ ημίν σήμερον, δεσπόζουν αι βδέλλαι του προϋπολογισμού».


Ο ΡΟΪΔΗΣ δεν είχε την τύχη να ζήσει την εποχή όπου οι προϋπολογισμοί μας αναπέμπονται και ξανα-αναπέμπονται από τις Βρυξέλλες στην Αθήνα ως αναξιόπιστοι και ανεφάρμοστοι, και κάνουν τους Ευρωπαίους να αναγελάν και να σαρκάζουν τις οικονομικές ιδιοφυΐες μας. Πράγμα που δεν εμποδίζει ποσώς τις βδέλλες να συνεχίζουν το εθνωφελές έργο τους. Εφαρμόζοντας προφανώς τη συνταγή, «Για να γιατρευτεί μια αρρώστια, πρέπει πρώτα να φτάσει στην οξύτερη φάση της». ‘H ακολουθώντας την παλιά παροιμία, «Πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται» (Ο πάσσαλος [άλλως, παλούκι] ξεριζώνεται με χτυπήματα από άλλον πάσσαλο»). Ή ακόμα, παρωδώντας έτσι τους στίχους του Ανδρέα Κάλβου:


«…Αι, όσον είναι


τυφλή και αισχροτέρα


η διαφθορά, τοσούτον


ταχυτέρως ανοίγονται


σωτήριοι θύραι…»


Ούτω πως, για να παταχθεί η διαφθορά, απαιτείται ακόμα μεγαλύτερη διαφθορά… για να εξοβελισθεί η διαπλοκή χρειάζεται διαπλοκή πολύ βαθύτερη… για να εξοντωθούν οι «βδέλλες», είναι απαραίτητες μυριάδες βδέλλες – γαλάζιες, βέβαια, καθότι πιο πειναλέες και άπληστες. Και αυτή την ομοιοπαθητική θεραπεία εφαρμόζουν με μοναδική δεξιοτεχνία οι προφέσορές μας – όπως ανομολογούν, άλλωστε, και οι ίδιοι, όταν αποπέμπουν κατά δεκάδες τις θρασύτερες βδέλλες τους (αλλά μόνο αφού αποκαλυφθούν) και όπως καταγγέλλουν μερικοί αποπεμφθέντες, που εγκαλούν αυτόν τούτον τον αρχίατρο για «συμβιβασμό με τη διαπλοκή»…


ΑΥΤΟ το γαϊτανάκι θα ήταν ίσως διασκεδαστικό, αν δεν είχε πολλαπλές τραγικές συνέπειες: Απ’ τη μια, για το δημόσιο ταμείο, που το λεηλατούν ασύστολα οι βδελλο-στρατιές. Απ’ την άλλη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, που πολλές τους έχουν φτάσει στη διάλυση και στο χάος, εξαιτίας του παραμερισμού των δοκιμασμένων ικανών από ανίκανους ημετέρους. Τέλος, για τους απλούς πολίτες, που «γεμίζουν τη χύτρα του προϋπολογισμού με τον ιδρώτα τους».


Αυτοί οι ραγιάδες της εξουσίας είναι τα πρόβατα επί σφαγήν και εκδοράν, που φορολογούνται, ξαναφορολογούνται, ματαφορολογούνται, υπερφορολογούνται ανελέητα… που υποβάλλονται στα βασανιστήρια της ατέρμονης ορθοστασίας, συνωστισμού, προπηλακισμού των ελληνικών Γκουαντανάμο που ονομάζονται δημόσιες υπηρεσίες.


Μόνο που οι ραγιάδες αυτοί δεν δίνουν δεκάρα για «αναγεννήσεις», «αναθεωρήσεις», «ανασχηματισμούς», αφού δεν τους απομένει ούτε οβολός απ’ τις σκιώδεις απολαυές τους και αφού ξέρουν πως όλα αυτά τα μεγαλοφάνταστα «ανα-» δεν είναι παρά στάχτη και μπούρμπερη, που μόνο τους εθελότυφλους τυφλώνουν και εξαπατούν.


ΣΤΟΝ «Ασμοδαίο» του, ο Ροΐδης έγραφε:


«Το έθνος ημών υφίσταται πολιτικήν τινα ζύμωσιν, καθ’ ην τα ακαθαρτότερα στοιχεία ανέρχονται και επιπλέουσιν, εν είδει εξαφρίσματος, επί της επιφανείας. Ο τοιούτος αφρός, κατέχων, κατά τους νόμους της φυσικής, τα ανώτατα στρώματα, θέλει (θα) κυβερνά, φλυαρεί και κλέπτει ασυστόλως την Ελλάδα, μέχρις ου τελειώση η ζύμωσις και λάβη ανά χείρας ο λαός την μεγάλην εξαφριστικήν κουτάλαν».


Ενάμιση σχεδόν αιώνα μετά, ο «αφρός» παραμένει στην επιφάνεια, και ο τόπος περιμένει την «κουτάλα», που όλο έρχεται και ποτέ δεν φτάνει…