O Παναγιώτης Κονδύλης συνήθιζε να συνεισφέρει στον μετριασμό των αξιώσεων ισχύος, ακόμη και των θεωρητικών του συμβολών. Το χιούμορ σήμαινε γι’ αυτόν την ικανότητα να «σχετικεύεις τον εαυτό σου». Υπογράμμιζε μάλιστα ότι «μόνον διανοούμενοι ισχυρίζονται ότι οι διανοούμενοι καταλαβαίνουν τον κόσμο καλύτερα από τους άλλους». Θα προσέθετα, χωρίς να εξαιρώ κανέναν, ότι οι διανοούμενοι φαίνεται να πιστεύουν τόσο στη δύναμη των ιδεών όσο και στη δυνατότητά τους να προβαίνουν, χωρίς καμιά δυσκολία ή αναστολή, στο ανακάτεμα της «τράπουλας των ιδεών». Δηλαδή συχνά επιδίδονται σε ασκήσεις επί χάρτου, με μονάδα αναφοράς την υποτιθέμενη «κρίση» που μαστίζει την κοινωνία του καιρού τους και με τη μεσσιανική πρόθεση για την «υπέρβασή» της. «Κρίση» λοιπόν και «υπέρβαση» συγκροτούν τη μαγική δυάδα στην ιδεολογική μπαγκέτα των διανοουμένων που την κραδαίνουν «δεξιά» και «αριστερά».


* Δοκιμιακή γραφή


Εδώ θα περιορισθώ σε ορισμένα δείγματα δοκιμιακής γραφής, παλαιότερα και πρόσφατα, που δεν υποκύπτουν στο «σκληρό» δομικό περίγραμμα μιας επιστημονικής πραγματείας, χωρίς ωστόσο να μειώνουν στο ελάχιστο την αξίωση της «επιστημονικότητας» των απόψεων που υποστηρίζουν. Αρχίζω από τη μεταπολεμική περίοδο στη χώρα μας, συγκρατώντας τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της δοκιμιακής γραφής που, όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια, είχε λόγους να εμφανίζεται ιδιαίτερα ανθηρή.


H θεωρητική σκέψη σοσιαλιστών ή σοσιαλιζόντων, που κυοφορείται με την πρόθεση των δημιουργών της να διαφοροποιηθούν από τη συλλογιστική και την πρακτική της κομμουνιστικής Αριστεράς, τόσο της ηγεμονικής της δύναμης όσο και μικρότερων ετερόδοξων ρευμάτων της, συνυφαίνεται με τον μετεωρισμό των βημάτων τους κατά την εκτύλιξη του εμφυλίου πολέμου και την πίεση που υφίστανται στο πλαίσιο του καθεστώτος που επιβλήθηκε μετά τη λήξη του. Οπως σημείωνε ανένταχτος, πρώην κομμουνιστής, διώκονται οι «αγνοί ιδεολόγοι» από τον «εξαλλισμό» των νικητών που έχουν ως νομιμοποίηση τον «μακκαρθισμό» των Ενωμένων Πολιτειών, όταν ακριβώς στο πεδίο των διεθνών σχέσεων εδραιώνεται ο «ψυχρός πόλεμος» και η συνωμοτική αντίληψη της ιστορίας καθιερώνεται ως ασφαλές ερμηνευτικό σχήμα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής.


Συνήθως όσοι αναλαμβάνουν να στοιχειοθετήσουν εγχειρήματα «Συνθετισμού» κοσμοθεωρητικού μεγέθους δραστηριοποιούνται στους κόλπους της επικρατέστερης ομάδας των σοσιαλιστών, όπως συμβαίνει με τους Αθ. Ρουσόπουλο, I. Φραγκόπουλο, K. Δεσποτόπουλο και B. Φράγκο που ακολουθούν μια κεντρομόλα ή έστω κεντρόφυγη πορεία ως προς το ΣΚΕΛΔ και τις μεταπλάσεις του. Κάποτε όμως προωθούν αυτοδύναμα μορφώματα, όπως το ΧΡΙΣΚΕ, που επιμένει στην κοινωνιστική αποστολή του χριστιανισμού, ή το « Ανεξάρτητο Κοινωνικό Κόμμα Ελλάδος» που εστιάζει την προσοχή του στην «επιστημονική αναδιοργάνωση των κοινωνικών σχέσεων».


* Επανάσταση Συνειδήσεων


Τα κείμενα αυτά και το πολιτικό βάρος που εμπεριείχαν ως «προγράμματα» υπαρκτών ή υπό διαμόρφωση ομάδων της μη κομμουνιστικής Αριστεράς απέκτησαν περιορισμένο αριθμό δεκτών, παρά τη γοητεία που ανέβλυζαν ως προτάσεις για την ενιαία υπέρβαση των αντίμαχων πόλων στην πολιτική και κοινωνική ζωή του πλανήτη, ιδίως μετά την έναρξη της «ειρηνικής συνύπαρξης» των δύο μερών του «ψυχρού πολέμου» και την υποχώρηση των τραυματικών εμπειριών που επισώρευσε ο καθένας στους αμφισβητίες του. Ο σχεδιασμός της «νέας σύνθεσης», παρά τη βούληση των εισηγητών του να διαρρήξουν τα απολιθωμένα περιγράμματα ιδεών, υποθάλπει μια γενικόλογη συνεύρεση της «Οικονομίας» με την «Ηθική» με έμβλημα τα «ακέραια αιτήματα» του ανθρώπου ή το πρόταγμα ενός «διαλεκτικού περσοναλισμού».


Από άλλη σκοπιά, αλλά με την ίδια απόληξη, αξιοποιούνται οι αναλύσεις του Burnham για τη «managerial revolution» και η υπερνίκηση της «κοινωνικής αποργάνωσης» ανατίθεται στην «επιστημονικά καταρτισμένη ηγεσία» που θα διευθύνει την «κοινωνική κυριαρχία» της «κριτικής αντίληψης των φαινομένων». H επιβολή δηλαδή ενός «κοινωνικού σχεδίου» με επιστημονικές προδιαγραφές υπόσχεται στον άνθρωπο να «χαρεί μέσα στη βεβαιότητα της ασφάλειας την πληρότητα της πολύπλευρης και έξοχης φύσης του». Με την επίκληση τέλος της ταυτοσημίας ύλης και ενεργείας, όπως την αποδεικνύει η Μικροφυσική, προτάσσεται ο «ενιαίος λογισμός» που αναγνωρίζει ως εφικτή την «κοινωνική ανασύνθεση» με τη δημιουργική αναχώνευση στοιχείων τόσο του «παλαιού» όσο και του «νέου συστήματος». Ο «Συνθετισμός» επομένως χρησιμεύει ως μέθοδος για την κατανόηση των «λυτρωτικών διαμορφώσεων» της εποχής μας και για την επίτευξη μιας «επανάστασης των Συνειδήσεων».


H προσφυγή στον Πλάτωνα, στη «μαρμαρυγή της αληθινής φιλοσοφίας», ή στον Mοunier και τον Croce, για να ξανανιώσει το σοσιαλιστικό ιδεώδες, που το έφθειραν οι απόπειρες εφαρμογής του, υπονοεί κάποτε την άσκηση ενός συστηματικού εκλεκτισμού και συνηθέστερα την ευφορία του δοκιμιακού λόγου. Σε κάθε περίπτωση οι εραστές του κοσμοθεωρητικού συγκρητισμού αποτυπώνουν με ενάργεια την προσωπική πνευματική τους περιπέτεια που εγκλείει μια αναντικατάστατη μαρτυρία, ιδίως στην περίοδο όπου θραύεται η ιδεολογική ομοιομορφία και το σκληρό κέλυφος της πανοπλίας των πρωταγωνιστών του «ψυχρού πολέμου». Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, βέβαια, οι «συνθέσεις» αυτές περιείχαν, με την ταυτόχρονη αναγνώριση των ορίων της «θέσης» και της «αντίθεσης», την εναλλακτική πρόταση ως εναντίωση στο καθεστώς των «νικητών» και ως μερική αποκατάσταση των «ηττημένων».


* H εγχώρια βιβλιοπαραγωγή


Προφανώς η δοκιμιακή γραφή δεν εξέπνευσε με τη «Μεταπολίτευση» ούτε με ό,τι καταχωρίζεται ως «τέλος» της. Ισα ίσα παρέχονται πολλαπλές ευκαιρίες για την εμφάνιση νέων δοκιμίων, πολυσέλιδων τώρα, αρκεί να στοιχειοθετείται η ιδιαιτερότητα της «κρίσης» και να σκιαγραφείται η αναγκαιότητα της «υπέρβασής» της. Θα σταθώ και πάλι στην τρέχουσα εγχώρια βιβλιοπαραγωγή, σε δύο παραδείγματα που παρά τη διαφορετική προοπτική που τα συνέχει συγκλίνουν σε καίρια μορφολογικά και περιεχομενικά γνωρίσματα.


Σύμφωνα με το πρώτο δοκίμιο, επιχειρείται μια «σύνθεση» που αντιτίθεται ταυτοχρόνως στον «αντιρομαντικό εργαλειακό λόγο και τον μεσσιανισμό». Το «ζητούμενο της εποχής» είναι πώς θα προκύψει ένας «σισύφειος» ρομαντισμός, με συνείδηση των «ορίων» και συνάμα δίχως όρια στην «ονειροπόληση». Τώρα ιδίως που η «νεωτερικότητα» εισήλθε σε μια «γενικευμένη ιδεολογική κρίση» και επομένως συνάγεται η ανάγκη για μια «σύνθεση κατευθυντικότητας και επανάληψης». Δηλαδή τώρα που απαιτείται μια «σπειροειδής κίνηση» που δεν γνωρίζει «ούτε τέλος ούτε τελείωση». Πρόκειται ακριβώς για τη «μόνη επιλογή» που μπορεί να διασώσει την «απελευθερωτική παράδοση» και να ανανοηματοδοτήσει τη «ριζική απο-αλλοτρίωση» του ανθρώπου. Κοντολογής, δεν διαψεύδει ό,τι «αξίζει» να «σαρκώνουμε την ιστορία» με τα οράματά μας…


H υπερθεμάτιση του «ρομαντισμού» και στο άλλο δοκίμιο, με την υπόρρητη επίσης ανάπλαση των συναφών αναλύσεων του Μ. Lewy, οδηγεί στην πιθανολόγηση να «συναντηθούν σε κοινές μορφές αντίστασης επαναστάτες μαρξιστές διανοούμενοι και νεορομαντικοί συντηρητικοί διανοούμενοι ενάντια στο σύγχρονο νεοφιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό». Ποια είναι τα ιστορικά προηγούμενα των «επαναστατών μαρξιστών» που αποτελούν τους «αρίστους» του καιρού μας, δηλαδή όσους συνταιριάζουν τη «συλλογική σοφία» με τις «θεωρητικές γνώσεις της διανόησης»; Ως προπομπός του Marx εκλαμβάνεται ο Πλάτων, με την ομόλογη μείωση της θεωρητικής εμβέλειας και της πολιτικής πρακτικής των Σοφιστών. Μάλιστα οι «συγκλονιστικές αναλογίες» αφορούν την ανάδειξη των «λαϊκών μαζών» σε «καθοριστικό παράγοντα της πορείας του κόσμου» και την αναγνώριση της «υιοθέτησης της κυρίαρχης ιδεολογίας από το λαό και της αλλοτρίωσής του». Αν έτσι έχουν τα πράγματα, δεν απορεί κανείς με το επόμενο βήμα του συγγραφέα, δηλαδή με την επιμονή του να εισαχθεί «μια αριστοδημοκρατική, αριστοτελικού τύπου, σχέση ανάμεσα στη διανόηση και στο προλεταριάτο»…


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.