Χριστούγεννα σήμερα και σκέφτηκα να προσεγγίσω την ύστερη αρχαιότητα, την περίοδο κατά την οποία συνεχείς και ραγδαίες αλλαγές στις δομές της ρωμαϊκής πολιτείας και κοινωνίας προανάγγελλαν τη μετάβαση σε μια νέα εποχή. Οι παλιοί θεοί αγωνίζονταν να κρατήσουν τα κεκτημένα τους, ενώ νέες θρησκείες, ανάμεσά τους και ο χριστιανισμός, επιχειρούσαν να τους εξοβελίσουν μια και η πίστη στο πατροπαράδοτο θρήσκευμα είχε από καιρό κλονιστεί βαθιά και είχε χάσει σε μεγάλο βαθμό την παλιά της αίγλη. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να κάνουμε στις λεγόμενες μυστηριακές θρησκείες, ανατολικής κυρίως προέλευσης, που είχαν μια αισθητή παρουσία την εποχή αυτή. Υπόσχονταν στους πιστούς τους συμμετοχή στην αποκάλυψη της αλήθειας και τη ριζική μεταμόρφωσή τους, που θα οδηγούσε στη σωτηρία τους μέσω της διαδικασίας της μύησής τους σ’ ένα μυστήριο. H μύηση αυτή θα τους επέτρεπε να προσεγγίσουν το θείο και μέσω αυτού να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους.


Τα σπουδαιότερα μυστήρια ήταν αυτά της Ισιδας, της Μεγάλης Μητέρας, του Μίθρα και του Διονύσου. Τα τελευταία ήταν πιθανόν τα πιο σημαντικά και οπωσδήποτε τα πιο ανθεκτικά στο χρόνο αν κρίνουμε από την πολεμική που άσκησαν εναντίον τους και για πολλούς αιώνες οι πατέρες της Εκκλησίας. Αλλωστε η λατρεία του Διονύσου είχε διαδοθεί και στα πιο απομακρυσμένα σημεία της αχανούς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τον 5ο αι. μ.X., ο Νόννος ο Πανοπολίτης, ένας συγγραφέας που γνώριζε καλά και τον χριστιανισμό, αφού παράφρασε το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο παρουσιάζει τον Διόνυσο να διασχίζει τη Φρυγία, Κιλικία, Φοινίκη, να φτάνει ως τις Ινδίες, να συνομιλεί ισότιμα με τους θεούς των περιοχών αυτών, να κατατροπώνει τους εχθρούς του, να φέρνει τη σωτηρία στους απόκληρους και βασανισμένους της γης. Στην ύστερη αρχαιότητα ο θεός αυτός είχε αποκτήσει έναν προφανώς λυτρωτικό ρόλο, στη διαμόρφωση του οποίου κάποια συμμετοχή πρέπει να είχε και ο χριστιανισμός, που ήταν τελικά ο μεγάλος νικητής. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι οπαδοί του Διονύσου ισχυρίζονταν ότι ο θεός τους «έχυνε δάκρυα, για να βάλει τέλος στα βάσανα των θνητών», ενώ είναι γνωστό ότι οι θεοί του Δωδεκάθεου, ακόμη και στις εποχές της παντοδυναμίας τους, δεν νοιάζονταν και πολύ για τα βάσανα των ανθρώπων.


Γίνεται συνήθως λόγος για δάνεια του χριστιανισμού από τις παλιές παγανιστικές θρησκείες, πρέπει όμως να υπήρχαν και αμφίδρομα φαινόμενα, αφού ειδωλολατρικές θρησκείες επηρεάζονταν επίσης από το σύγχρονό τους χριστιανικό περιβάλλον. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι τέτοιες επιδράσεις διαπιστώνονται και στην τέχνη, όπως μπορούμε να δούμε π.χ. σ’ ένα ψηφιδωτό με το οποίο, γύρω στο 325-250 μ.X., ένας ευκατάστατος ειδωλολάτρης στην Πάφο επέλεξε να διακοσμήσει το δάπεδο της κατοικίας του. Απεικονίζεται ο Διόνυσος, ως θείο βρέφος, με φωτοστέφανο στην κεφαλή του, στα γόνατα του καθήμενου Ερμή, παρουσία, μεταξύ άλλων, και της Θεογονίας, της προσωποποίησης της γέννησης του θεού. H όλη σκηνή θυμίζει εξαιρετικά παραστάσεις που εικονίζουν τη γέννηση του Χριστού.


Εχει από παλιά παρατηρηθεί ότι η διονυσιακή λατρεία παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες με τον χριστιανισμό. H θεϊκή π.χ. καταγωγή του Διονύσου, όπως και του Χριστού, είχε αρχικά αμφισβητηθεί από πολλούς, έτσι ο γιος του Δία έκανε και αυτός θαύματα για να πείσει, ενώ πολλοί ήταν και εκείνοι που τον καταδίωξαν απηνώς, όπως και τους οπαδούς του. Σύμφωνα με μια ορφική παράδοση ο ίδιος ο Δίας όρισε τον γιο του βασιλέα όλων των θεών του κόσμου, ενώ είναι γνωστό ότι ο Διόνυσος συχνά ενσάρκωνε και άλλους θεούς, όπως τον Ηλιο και τον Απόλλωνα. «Ο κόσμος είναι ο Δίας και ο Διόνυσος ο νους του κόσμου (Διός νους)». Στη διαμόρφωση τέτοιων παγανιστικών μονοθεϊστικών αντιλήψεων την εποχή αυτή, είναι αδύνατον να μην είχε συμμετοχή ο χριστιανισμός. Αλλά ο Διόνυσος ήταν και μια πάσχουσα όσο και ακατάλυτη θεότητα. «Γιος του υπέρτατου θεού και μιας θνητής, θανατώνεται από θεοκτόνους αλλά ανασταίνεται θριαμβικά».


Με τέτοια δεδομένα η σύγκρουση ανάμεσα στους οπαδούς του Χριστού και σ’ αυτούς του Διονύσου ήταν αναπόφευκτη. Οι χριστιανοί δεν δίστασαν να υιοθετήσουν διονυσιακά σύμβολα με πρώτο το κλήμα. «Εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή» διακήρυξε ο ιδρυτής της νέας θρησκείας, για τον οποίο ο πολυμαθής θιασώτης του χριστιανισμού Κλήμης ο Αλεξανδρεύς είπε χαρακτηριστικά ότι είναι «ο μέγας βότρυς, ο Λόγος, ο υπέρ ημών θλιβείς». Ετσι οι απεικονίσεις του κλήματος είναι πολύ συχνές σε τοιχογραφίες κατακομβών, σε ψηφιδωτές παραστάσεις εκκλησιών κ.α. Πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε ότι ο χριστιανισμός, αν και οικειοποιήθηκε τα σύμβολα του Διονύσου, τον οποίο και ονομάτισε ως τον μεγαλύτερο εχθρό του, δεν μπόρεσε να απαλλαγεί εύκολα από αυτόν και ας είχε την πλήρη στήριξη της κρατικής εξουσίας. Ακόμη και στα τέλη του 7ου αι. μ.X., η Στ´ Οικουμενική Σύνοδος ασχολείται μαζί του και απαγορεύει ρητά στους χριστιανούς να τον επικαλούνται, να χρησιμοποιούν διονυσιακά προσωπεία και να παριστούν διονυσιακά δρώμενα!


Ο κ. Μιχάλης A. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.