Μεταπολεμικά η οικονομική και βιομηχανική ανάπτυξη της Ευρώπης και η μετεγκατάσταση των απελεύθερων «ιθαγενών» στις Μητροπόλεις της Δύσης δημιούργησαν προοπτικές για τους πληθυσμούς των πρώην αποικιών. Αργότερα, παρ’ ότι η παγκοσμιοποίηση έφερε την αποβιομηχάνιση της Ευρώπης και την ανεργία, η Γηραιά Ηπειρος εξακολούθησε έως πρόσφατα να είναι «κοινωνική» και «ανεκτική» και «έθαψε» τους ρατσισμούς του παρελθόντος μέσα από μία κουλτούρα άρνησης και λήθης. Οι φρικαλεότητες του Μεσοπολέμου και του B’ Παγκοσμίου Πολέμου (υποχρεωτικές στειρώσεις, εκτοπίσεις πληθυσμών, έκτακτες νομοθεσίες των Δημοκρατιών σε κρίση) θεωρήθηκαν «εξαίρεση». H αφθονία αποδιάρθρωσε, σύμφωνα με τον Hobsbaum, την κουλτούρα της βιομηχανικής κοινωνίας και την περιρρέουσα ατμόσφαιρά της. Υποβάθμισε την πολιτική και το πνεύμα πάνω στο οποίο η ελεύθερη πολιτική δικαιοκρατική κοινωνία είχε κτιστεί.


Τα γεγονότα της Γαλλίας ξαναφέρνουν στην επιφάνεια το κοινωνικό ζήτημα και το ταυτίζουν όχι απλώς με το εγκληματικό φαινόμενο αλλά με την οντολογικά κοινωνική ανικανότητα. Από τις «επικίνδυνες τάξεις» του 19ου αιώνα ως την underclass του Wilson και τα «αποβράσματα» του Sarkosi το ζήτημα ήταν πάντα ο έλεγχος εκείνων των δυναμικών στρωμάτων που πλεονάζουν στην παραγωγική διαδικασία και η διοχέτευσή τους κάπου αλλού (σωφρονιστήρια) ή η ενίσχυσή τους (κοινωνικό κράτος). H σύνθεση, η θέση, οι προσδοκίες και το εύρος των τάξεων αυτών άλλαζαν ιστορικά, ανάλογα με τις γενικότερες συνθήκες, την κοινωνικο-οικονομική τάξη πραγμάτων και την ασφαλή αναπαραγωγή του κοινωνικού status quo. Αντίστοιχα οι «επικίνδυνες τάξεις» κάθε φορά χαρακτηρίζονταν εκ γενετής εγκληματικές, κοινωνικά δυσπροσάρμοστες, με οργανικές ανωμαλίες, κοινωνικοί επαναστάτες. Ο,τι συμβαίνει στη Γαλλία είναι η πρόσληψη των συνεπειών μιας κοινωνικο-οικονομικής κρίσης με όρους κοινωνικής ανικανότητας.


Αντίστοιχα φαινόμενα που έχουν ήδη βιώσει οι ΗΠΑ και η Βρετανία οδήγησαν στην παραδοχή ότι η εγκληματικότητα δεν εξαλείφεται, αλλά ότι συνιστά παράπλευρο φαινόμενο της ανάπτυξης, έναντι του οποίου η σύγχρονη κοινωνία μπορεί να αμυνθεί μόνο με τη συσπείρωση και τη συμμετοχή των ίδιων των πολιτών στην πρόληψή του. Σχηματικά αυτή είναι η φιλοσοφία της περίφημης αστυνόμευσης της εγγύτητας ή κοινοτικής αστυνόμευσης ή «εταιρικής αντεγκληματικής πολιτικής» ή όπως αλλιώς κάθε φορά ονομάζεται η πολιτική που φέρνει την αστυνομία και την κοινωνία κοντά.


Ωστόσο οι έρευνες δείχνουν ότι η αστυνόμευση της εγγύτητας δεν επιδρά στη μείωση της εγκληματικότητας αλλά κυρίως στην εμπιστοσύνη προς την αστυνομία, αποβλέπει στην αποκατάσταση της αίσθησης ασφαλείας και όχι στην ίδια την ασφάλεια και ότι η ασφάλεια ορισμένων κοινωνικών στρωμάτων εξασφαλίζεται σε βάρος άλλων κοινωνικών στρωμάτων, περισσότερο ευάλωτων. H αυστηροποίηση της καταστολής μειώνει την εγκληματικότητα του δρόμου, όμως η ενίσχυση της διακριτικής ευχέρειας της αστυνομίας αυξάνει τα εγκλήματα του κράτους – παραβιάσεις του νόμου στη διάρκεια ελέγχων, συλλήψεων κ.λπ. – σε βάρος των περισσότερο ευάλωτων ομάδων, κυρίως των νέων.


Οι έρευνες αρμόδιων επιτροπών αντίστοιχων επεισοδίων με τα σημερινά, ήδη από τη δεκαετία του ’60 στις ΗΠΑ και τη Βρετανία (National Advisory Commission on Civil Disorder -1967, National Association for the Advancement of Colored People – 1991, Scarman Report – 1981, McFerson Report – 1993 κ.λπ.), έχουν δείξει ότι η συντριπτική πλειονότητα αυτών των επεισοδίων οφειλόταν στην προκλητική συμπεριφορά των (λευκών) αστυνομικών κατά τη διάρκεια ελέγχων σε βάρος μειονοτικών, κυρίως εκεί όπου εφαρμόζονταν διάφορες παραλλαγές κοινοτικής αστυνόμευσης. Συμπεραίνεται ότι η κοινοτική αστυνόμευση (επίταση πεζών περιπολιών και ελέγχων, σχέσεις εμπιστοσύνης- επικοινωνίας και συνεργασία-ανταλλαγή πληροφοριών με την κοινότητα, ομάδες ένοπλης επέμβασης για περιπτώσεις ανάγκης) δεν αποτελεί πανάκεια. Εχει θετικά αποτελέσματα σε περιοχές με χαμηλές κοινωνικές εντάσεις, αυξημένο βαθμό συνοχής και σχετικά καλό επίπεδο διαβίωσης. Αντίθετα, σε περιοχές με έντονα κοινωνικά προβλήματα το μοντέλο αυτό οδηγεί σε ανεξέλεγκτη βία της αστυνομίας.


Είναι αξιοσημείωτο ότι «άθλιοι» στο Παρίσι είναι φυλετικές μειονότητες πάμφτωχων γάλλων πολιτών. Χαρακτηριστικό τους δεν είναι η φτώχεια τους αλλά η μετάπτωση της οικογένειας καταγωγής σε ένα υποδεέστερο επίπεδο διαβίωσης σε σχετικά σύντομο χρόνο. H νέα κατάσταση, που είναι δομικό χαρακτηριστικό της ζωής αυτής της νεολαίας, είναι η έλλειψη προοπτικής στο πλαίσιο μιας άκρως ανταγωνιστικής και φοβισμένης κοινωνίας. H αυτοεκτίμησή της δεν συναρτάται τόσο με τη βία ως αυτοσκοπό αλλά και με την αντίδρασή της στην παρενόχληση και υποτίμησή της από το κράτος. Δημιουργείται έτσι ένα κενό αναστολών και νομιμοποιούν κάθε είδους βία. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Το γκέτο αναπαράγει εσωτερικά την εχθρότητα προς την κοινωνία που το έχει δημιουργήσει, ενώ η τελευταία μαθαίνει να το φοβάται. Επιπλέον το κοινοτικό πρότυπο είχε μία ακόμη συνέπεια. Εμμεσα η αστυνομία καταλήγει να υποκαθιστά άλλους θεσμούς που ιστορικά είχαν στην ηπειρωτική Ευρώπη μία «θαυματουργή» λειτουργία: της διαμεσολάβησης και μετατροπής των κοινωνικών αναγκών σε ορθολογικά κοινωνικά αιτήματα.


H απαξίωση των πολιτικών κομμάτων φαίνεται ότι δεν αντισταθμίζεται από τις εθελοντικές οργανώσεις ή τις κοινοτικές υπηρεσίες, επειδή οι θεσμοί αυτοί δεν επεμβαίνουν στη συγκρότηση των αντιλήψεων για τον κόσμο αλλά επεμβαίνουν σε προβλήματα και δίνουν λύσεις όπως οι γιατροί. Σε αυτή την «άγρια» κοινωνία που απαξίωσε ή εγκατέλειψε τα στοιχεία που την έκαναν πολιτική (το σχολείο και το πολιτικό κόμμα), χωρίς πρόσβαση στην «εκπολιτιστική» επίδραση της οικονομίας αλλά γαλουχημένη με την ευρωπαϊκή κουλτούρα δεν αφήνει και την τύχη της στον Θεό, λίγα πράγματα έχουν μείνει για να δείξει ότι υπάρχει: η βία, η προκατάληψη και η ακρότητα και κυρίως η απουσία κανόνων που η νεολαία τη διδάσκεται καθημερινά και αντιδρά μέσα από αυτήν.


Τι πρόκειται να συμβεί; Το παράδειγμα των ταραχών στο Λονδίνο το 2001 μας διδάσκει, σύμφωνα με τον καθηγητή J. Lea (From Brixton to Bradford, 2003), ότι η επόμενη φάση είναι η διάσπαση της ομοψυχίας των μειονοτικών ομάδων. Ο κύκλος καταστολή – βία οδηγεί στην αγανάκτηση ακόμη και όσων στην αρχή έδειχναν κατανόηση και συμπάθεια στους «ταραξίες». Ετσι η σύγκρουση μεταξύ αστυνομίας και κοινότητας μετατίθεται στο εσωτερικό της κοινότητας. Σε αυτές τις συνθήκες η βία της αστυνομίας συνιστά την γκρίζα ζώνη που καλλιεργεί φαινόμενα ατιμωρησίας και υποχώρησης στην τήρηση του νόμου μέσα στην ίδια την αστυνομία. Δεν είναι επομένως απλό να δοθούν «στρατιωτικές» λύσεις σε πολιτικά προβλήματα. Εκτός αν η κατάσταση ανάγκης συνιστά δομική απάντηση της αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους.


H κυρία Σοφία Βιδάλη είναι επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.