ΠΑΕΙ καιρός που μερικοί ισχυρίζονταν πως η πάλη των τάξεων έχει τελειώσει και πως δεν απόμεινε πια παρά η πάλη των κομματικών παρατάξεων. Δεν θα συζητήσουμε το πρώτο θέσφατο, ελλείψει χώρου. Οσο για το δεύτερο, είναι βέβαιο πως, στην Ελλάδα του 2004-5, υπάρχουν δυο παρατάξεις: οι Αμνοί και οι Λύκοι.


Τους αμνούς αποτελούν οι πιστοί της Ρηγίλλης και παντός γαλάζιου παραρτήματος και παραπήγματος. Και δεν χωράει αμφιβολία πως αυτοί είναι «οι καλύτεροι» της ελληνικής πανίδας, μια και το ορκίζονται τόσες και τόσες κεφαλές του ποιμνίου. Καλύτεροι σε ικανότητες, σε ήθος, σε αρετές, σε δεξιότητες. Και άρα, εξ ορισμού, οι μόνοι άξιοι να κατέχουν πάσαν κρατικοδίαιτη θέση, από υπουργών μέχρι αγροφυλάκων. M’ αυτούς και αποκλειστικά μ’ αυτούς, μπορεί να (επαν)ιδρυθεί κράτος αγνών αμνών, όπου «όλα θα είναι για το καλύτερο στον καλύτερο των κόσμων», όπως θα έλεγε ο Αγαθούλης του Βολταίρου – ή, έστω, στο καλύτερο κοπάδι του καλύτερου λιβαδιού του καλύτερου των κόσμων.


Λύκοι είναι οι «άλλοι», οι «άπιστοι», οι κακότατοι – οι πράσινοι δράστες όλων των αμαρτιών, ατασθαλιών, διαπλοκών, αδεξιοτήτων. Εκείνοι που, 20 σχεδόν χρόνια, ακολάσταιναν χωρίς ποτέ να κολαστούν και να τιμωρηθούν για τα όργιά τους. Εκείνοι που είναι – εξ ορισμού, πάντα – υπαίτιοι για όσα καταστροφικά έγιναν, γίνονται και θα γίνονται εσαεί, σε όλα τα ελληνικά βοσκοτόπια. Αρα, πρόβλημα επιλογής ανάμεσα στις δυο «φυλές» δεν υπάρχει…


ΩΣΠΟΥ, ξαφνικά, η αγγελική φάτνη μετατράπηκε σε αρένα μανιασμένων μονομάχων. Οπου παρακολουθούμε έκθαμβοι τους αμνούς να σουρομαδιούνται και να μαλλιοτραβιούνται σαν λαδικά της γειτονιάς, όχι με τους απέναντι λύκους αλλά συναμετάξυ τους. N’ αλληλολασποβολούνται για συκοφαντίες, προδοσίες, μαχαιρώματα, λαδώματα, σφετερισμούς και κάθε είδους «μπαγασισμούς», και μάλιστα, με δημόσια και στεντόρεια βελάσματα, από τις ντουντούκες των τηλεπαραθύρων και από τα έντυπα «σεντόνια» της σκανδαλολαγνείας. Οσα κακουργήματα καταμαρτυρούσαν οι γαλάζιοι αμνοί στους πράσινους λύκους, τα χρεώνουν τώρα ο ένας στον άλλον, και στη νυοστή δύναμη.


Αν πιστέψει κανείς όλες αυτές τις «τορπίλες» (και γιατί να μην τις πιστέψει αφού όλοι οι τορπιλοβόλοι είναι σεμνά αρνάρια;), τότε η μάντρα τους όζει όσο καμιά μονιά και κανένα άντρο των πράσινων λύκων. Αλλωστε, το επιβεβαιώνουν επισημότατα οι διαγραφές, οι αποπομπές, οι παραπομπές στη Δικαιοσύνη και οι αμοιβαίες διαπομπεύσεις σ’ όλες τις ρούγες της επικράτειας.


Και είναι τόσο αβυσσαλέο το μένος των μεν κατά των δε, ώστε μερικοί «πιστοί» και εύπιστοι αναρωτιούνται μήπως κάποιοι παμπόνηροι λύκοι έχουν παρεισφρύσει λάθρα στο γαλάζιο μαντρί φορώντας προβατοπροβιές, για να σπείρουν τη «διχόνια τη δολερή» στο κοπάδι των αγαθών και άδολων λαγιαρνιών. Αλλά τι χρειάζονται τέτοιες θεωρίες συνωμοσίας; Ακόμα και τα νεογέννητα μανάρια ξέρουν πως οι μπροστάρηδές τους μάχονται και αλληλομάχονται για το χρυσόμαλλον δέρας της εξουσίας και των απολαβών που αυτή συνεπάγεται. Πολύ περισσότερο, που δεν έχουν ανάγκη να θαλασσοπνιγούν με καμιάν Αργώ για να πάνε σε καμιά Κολχίδα και να τ’ αρπάξουν: Το έχουν κιόλας στα χέρια τους οι τσελιγκάδες τους. Το ζήτημα είναι ποιοί θα περιβουτήξουν τα πιο μεγάλα κοψίδια…


ΓΙΑΤΙ ν’ απορούμε, λοιπόν, που η διαφθορά έχει μολύνει πάμπολλους ιστούς της ελληνικής κοινωνίας, αφού το περίλαμπρο παράδειγμα το δίνουν τόσοι και τόσοι εθνοπατέρες, ομολογώντας το κιόλας;


Αυταπόδεικτη είναι η ρήση του Ισοκράτη: «Το ήθος όλων των πολιτών γίνεται όμοιο με το ήθος των αρχόντων τους» («Το της πόλεως όλης ήθος ομοιούται τοις άρχουσιν»1).


H τόσο διαδομένη πεποίθηση πως «όλοι τα πιάνουν» (έστω και άδικη στη γενίκευσή της) συνοδεύεται από το αναπότρεπτο και μοιραίο συμπέρασμα: «Τότε, γιατί να μην τα πιάσουμε κι εμείς;» Και το «πιάσιμο» γίνεται τρόπος ζωής και «προκοπής» για πλείστους όσους – και άσφαλτος τρόπος αυτοχειριασμού του δημόσιου και ιδιωτικού βίου και της κοινωνίας όλης…


ΕΚΕΙΝΟ, όμως, που πραγματικά γεννά απορίες βαθύτατες είναι η προσπάθεια αποστασιοποίησης του Πρωθυπουργού από τη γαλάζια αρένα.


Για όλα τα πανάθλια που γίνονται και για όλα τα δέοντα που δεν γίνονται, ο αρχιτσέλιγκας αναγορεύεται «αμέτοχος» και «αθώος». Είναι ο «άψογος», ο «άπεφθος», ο «άσπιλος», που υπερίπταται ανέγγιχτος από τον όποιου χρώματος βόρβορο. Και το μόνο που διακόπτει τη σιωπή του υπερ-αμνού, είναι τα σποραδικά κηρύγματά του, περί ηθικής, ακεραιότητας και συνέπειας – που δεν ξεγελάνε πια ούτε τα βυζασταρούδια της στάνης.


Γιατί στη δημόσια ζωή, κανένας δεν είναι απυρόβλητος – και ακόμα λιγότερο οι ηγέτες των ποιμνίων. Αφού αυτοί, προπάντων αυτοί, καθορίζουν με την πολιτεία τους όχι μόνο τη ρότα του πολιτικού πλεούμενου, αλλά και το «ποιόν» του πληρώματός του. Αυτοί, προπάντων αυτοί, διαμορφώνουν το «κλίμα», νοσηρό ή υγιεινό, ζωογόνο ή ρυπογόνο.


Ο γκαρδιακός φίλος του κ. Καραμανλή και βαθύς γνώστης των Γραφών (ο κ. Χριστόδουλος δα) θα έπρεπε να του επισημαίνει κάθε τόσο τον βιβλικό λόγο: «Κατά τον κριτήν (κυβερνήτη) του λαού, ούτως και οι λειτουργοί (υπάλληλοι) αυτού, και κατά τον ηγούμενον της πόλεως (τον αρχηγό της πολιτείας) πάντες οι κατοικούντες αυτήν»2. Και, σ’ αυτό, «άλλοθι» και άσφαιρα πυρά δεν χωρούν. Ούτε για τους πρωθυπουργούς, ούτε για τους πρωθιερείς…


………………………………..


1. Προς Νικοκλέα, 31. Σχεδόν κατά λέξη και ο Ξενοφών, Κύρου παιδεία, A, β, 2.


2. Π. Διαθήκη, Σοφία Σειράχ, Στ´, 6.