Ο καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτριος Βερναρδάκης έγραφε το 1867: «Κατά το κακώς επικρατήσαν έθος, τα μεν λοιπά των γυμνασιακών μαθημάτων ερμηνεύονται υπό ειδικών καθηγητών, μόνο δε το μάθημα της ιστορίας ρίπτεται οδού πάρεργον εις τους μαθητάς ως ανάγνωσμα οίκοθεν καταληπτόν, και τρόπον τινά μη χρήζον διδασκάλου, τουτέστιν ερμηνευτού». Αποτελεί πικρή διαπίστωση ότι τα λόγια αυτά θα μπορούσαν να ισχύουν στην ελληνική εκπαίδευση σήμερα, παρά τα εκατόν σαράντα σχεδόν χρόνια που έχουν περάσει και παρά τις πολλές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν ή απλώς αναγγέλθηκαν. H Ιστορία δηλαδή, σε αντίθεση με τα άλλα μαθήματα, θεωρείται ότι δε χρειάζεται να διδάσκεται από εξειδικευμένους καθηγητές, αλλά ότι μπορεί να διδαχθεί από καθηγητές διαφορετικών ειδικοτήτων, σα να είναι ένα απλό «ανάγνωσμα» που δεν έχει ανάγκη ούτε ερμηνείας ούτε βαθύτερης κατανόησης.


H αύξηση, από τη φετινή σχολική χρονιά, των ωρών διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στο γυμνάσιο, στην οποία είχαμε αναφερθεί σε προηγούμενη επιφυλλίδα, είχε παραδόξως ως πρώτο θύμα της το μάθημα της Ιστορίας. Σύμφωνα με αρκετά δημοσιεύματα στον Τύπο και αντιδράσεις συλλόγων εκπαιδευτικών, η μείωση των ωρών διδασκαλίας της δεύτερης ξένης γλώσσας είχε ως αποτέλεσμα οι καθηγητές των γαλλικών, που έμειναν ξαφνικά με λίγες ώρες διδασκαλίας, να αναλαμβάνουν συμπληρωματικά τη διδασκαλία της Ιστορίας. Θα μπορούσαμε άραγε να υποθέσουμε ότι, αντίστοιχα, αν μειώνονταν οι ώρες διδασκαλίας των φιλολόγων θα αναλάμβαναν κι εκείνοι τη διδασκαλία των γαλλικών; Οι θεολόγοι θα μπορούσαν επίσης να αναλάβουν τη διδασκαλία της Ιστορίας σε ανάλογη περίπτωση; Ποιος και βάσει ποιων κριτηρίων αποφασίζει τη συνάφεια των γνωστικών αντικειμένων στο σχολείο; Ή μήπως βρισκόμαστε στην εποχή του καθηγητή-παντογνώστη που μπορεί να διδάξει πολλά και διαφορετικά μαθήματα αδιακρίτως και χωρίς αναγκαία επιστημονική εξειδίκευση;


Το πλήγμα αυτό στο κύρος της Ιστορίας δεν είναι το μοναδικό. H εξαίρεση της Ιστορίας από τα πέντε βασικά μαθήματα των Γενικών Εξετάσεων υποβάθμισε τη διδασκαλία της και αύξησε την αδιαφορία των μαθητών, που προτιμούν να επιλέγουν το «ευκολότερο» μάθημα της βιολογίας. Σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα όπου η αξία των μαθημάτων συναρτάται με τις εξετάσεις και η επίδοση των μαθητών μετράται βάσει των ικανοτήτων αποστήθισης που έχουν, το μάθημα της Ιστορίας, που απαιτεί κριτική ικανότητα, διδάσκεται αποσπασματικά μέσα από παλαιά σχολικά εγχειρίδια και δεν είναι βαθμολογικά «χρήσιμο», περιθωριοποιείται. H περιθωριοποίηση αυτή επιτρέπεται προφανώς και από την επιστημονική υποβάθμιση και απαξίωση της Ιστορίας μέσα στο σχολείο, όταν διδάσκεται από καθηγητές που δεν έχουν κάνει αντίστοιχες πανεπιστημιακές σπουδές και δεν έχουν ούτε την επιθυμία ούτε τη δυνατότητα να εμπνεύσουν στους μαθητές αγάπη ή έστω ενδιαφέρον για το μάθημα.


Είναι γεγονός ότι η ειδικότητα του ιστορικού άργησε να κατοχυρωθεί στην Ελλάδα. Πριν από κάποια χρόνια μάλιστα, το να δηλώσει κάποιος ως επάγγελμα «ιστορικός» μπορεί να φάνταζε παράξενο ίσως και εξωτικό. Σήμερα που λειτουργούν εννέα πανεπιστημιακά τμήματα τα οποία θεραπεύουν την επιστήμη της Ιστορίας και παράγουν έναν σημαντικό αριθμό πτυχιούχων, μια παρόμοια δήλωση δεν αντιστοιχεί σε μια περιθωριακή πραγματικότητα. Εντούτοις, το επάγγελμα του ιστορικού δεν έχει κατακτήσει ακόμη κοινωνικό κύρος ούτε αυτονομείται στις σχετικές προκηρύξεις για στελέχη της δημόσιας διοίκησης. Παράπλευρη συνέπεια είναι εξάλλου το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μια από τις ελάχιστες χώρες όπου δεν υπάρχει σύλλογος ιστορικών, ο οποίος να συσπειρώνει όσους διδάσκουν την Ιστορία στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης.


H περιφρόνηση αυτή προς την ιστορική γνώση μοιάζει παράδοξη σε μια κοινωνία όπου οι ιστορικές αναφορές αποτελούν συστατικό στοιχείο της πολιτικής και δημοσιογραφικής ρητορείας αφενός, αλλά και μοιάζουν να συνδιαμορφώνουν την εσωτερική και εξωτερική πολιτική αφετέρου. Εξίσου παράδοξη είναι η ακύρωση του επιστημονικού χαρακτήρα της ιστορικής διδασκαλίας σε μια χώρα που επαίρεται ότι καθιέρωσε την Ιστορία ως επιστήμη και που αναφέρεται, χάρη στον Ηρόδοτο και στον Θουκυδίδη, ως πατρίδα της.


Μάθημα με κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση του σύγχρονου πολίτη, η Ιστορία στο ελληνικό σχολείο έχει υποβαθμιστεί σε αδιάφορη, στρυφνή και βαρετή εξεταστέα ύλη. H διδασκαλία της, ασφυκτικά περιορισμένη σε ένα τρίωρο, αναλώνεται κατά κανόνα στην αποστήθιση του σχολικού βιβλίου. H ανάθεση του μαθήματος σε καθηγητές που είναι πιθανό να μην έχουν ποτέ διδαχτεί Ιστορία στη διάρκεια των πανεπιστημιακών τους σπουδών, την ακυρώνει ως ιδιαίτερο και αυτόνομο επιστημονικό πεδίο. Υπό τις παρούσες συνθήκες, με λίγη φαντασία, θα μπορούσαν ίσως οι καθηγητές των γαλλικών να διδάσκουν την Ιστορία στα γαλλικά ώστε οι μαθητές να έχουν διπλό όφελος: να μαθαίνουν και Ιστορία και ξένη γλώσσα. Κι έτσι, εκτός από Ιστορία, να μάθουν και τι είναι Histoire…


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.