Σε μια «ανοιχτή επιστολή για το μέλλον της Ευρώπης», που δημοσιεύθηκε στο «Βήμα της Κυριακής» (9.10.2005), οι Ulrich Beck και Anthony Giddens (Β και G) υποστηρίζουν πως το όχι των Γάλλων και Ολλανδών δεν πρέπει να οδηγήσει τους ευρωπαϊστές σε μια αμυντική, ηττοπαθή στάση. Οι τελευταίοι πρέπει να δουν τα αρνητικά αποτελέσματα του δημοψηφίσματος στις δύο αυτές χώρες όχι σαν ήττα αλλά σαν μια ευκαιρία επανεξέτασης του ευρωπαϊκού προτάγματος. Πρέπει όλοι μας να συνειδητοποιήσουμε τα μέχρι τώρα πολύ θετικά επιτεύγματα της EE και με βάση αυτό να αποφασίσουμε το είδος της Ευρώπης που θέλουμε στο μέλλον.


* Θετικά αποτελέσματα


Συμφωνώ με τους Β και G πως «η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι το πλέον πρωτότυπο και επιτυχημένο πείραμα οικοδόμησης πολιτικών θεσμών μετά τον B´ Παγκόσμιο Πόλεμο» (σελ. A55). Συμφωνώ επίσης πως, μέσα στο σημερινό νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο σύστημα, οι χώρες που βρίσκονται εντός της EE δεν χάνουν αλλά μάλλον ενισχύουν την ικανότητά τους να πετύχουν ενεργητικά για αυτές αποτελέσματα στον χώρο του εμπορίου, των υπηρεσιών, της μετανάστευσης, του περιβάλλοντος, της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας κτλ.


Επιπλέον πολύ σωστά οι Β και G απορρίπτουν το επιχείρημα των ευρωσκεπτικιστών πως η ένταξη μιας χώρας στην EE οδηγεί στην άμβλυνση της πολιτισμικής της αυτονομίας και στην απώλεια της εθνικής ταυτότητας. Οπως υποστηρίζουν, είναι μάλλον η μη ένταξη παρά η ένταξη που οδηγεί σε αρνητικά πολιτισμικά αποτελέσματα – αφού η EE μπορεί να λειτουργήσει όχι σαν δίαυλος της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης αλλά σαν το πιο αποτελεσματικό μέσο μετασχηματισμού του παγκόσμιου συστήματος. Με άλλα λόγια, κατά τον Β και G η αποδυνάμωση των ευρωπαϊκών θεσμών και η τυχόν επιστροφή στο «απομονωμένο» κράτος-έθνος, με δεδομένο τον τωρινό χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης, θα οδηγήσει όχι στην πρόοδο αλλά στην οπισθοδρόμηση στο οικονομικό (λιγότερη ευημερία), κοινωνικό (λιγότερη κοινωνική συνοχή), στο πολιτικό (λιγότερη δημοκρατία) και στο πολιτισμικό (λιγότερη αυτονομία) επίπεδο.


Νομίζω πως η παραπάνω ανάλυση είναι σωστή. Τα επιχειρήματα όμως των δύο διακεκριμένων διανοουμένων γίνονται λιγότερο πειστικά όταν αυτοί περνούν από την απαρίθμηση των μέχρι τώρα θετικών αποτελεσμάτων της Ενωσης στο όραμα που έχουν για το μέλλον της.


H βασική αδυναμία εδώ έγκειται στο ότι οι Β και G δεν παίρνουν σαφή θέση στο θέμα της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Μας λένε πως πρέπει να «αρχίσουμε να βλέπουμε την Ευρωπαϊκή Ενωση όχι σαν ένα ημιτελές έθνος, ούτε σαν ένα ατελές ομοσπονδιακό κράτος, αλλά σαν ένα είδος νέου κοσμοπολίτικου σχεδίου» (σελ. A55). Δεν διευκρινίζεται όμως η έννοια του «κοσμοπολίτικου σχεδίου». Ποια πολιτική μορφή θα έχει αυτό το σχέδιο, ποια θα είναι η σχέση του με τα κράτη-μέλη; Σε αυτού του είδους τα ερωτήματα οι Β και G δεν δίνουν καμία απάντηση. H έννοια του κοσμοπολίτικου σχεδίου παραμένει ασαφής και χρησιμοποιείται αρνητικά. Αποτελεί έναν έξυπνο τρόπο αποφυγής της βασικής διαμάχης που διχάζει τα κράτη-μέλη: διαμάχη μεταξύ αυτών που θέλουν την EE να παραμείνει μια τεράστια αγορά (η M. Βρετανία, η Δανία και οι φιλοαμερικανικές νεοενταχθείσες χώρες) και αυτών που υποστηρίζουν πως η δυναμική του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι θα χαθεί αν η Ευρώπη δεν προχωρήσει από την οικονομική στην πολιτική ενοποίηση. Με άλλα λόγια οι Β και G αποφεύγουν να πάρουν θέση ή/και να συζητήσουν τη διαμάχη μεταξύ ατλαντιστών και ευρωπαϊστών, διαμάχη που δημιουργεί βαθιά ιδεολογικά και πολιτικά ρήγματα, σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.


Πιο συγκεκριμένα τώρα, οι Β και G υποστηρίζουν πως «H πολιτική και διπλωματική επιρροή αντανακλά το οικονομικό βάρος» (σελ. A56). Δυστυχώς όμως, αντίθετα με αυτό που νόμιζε ο Μαρξ, το οικονομικό βάρος – ιδίως στη συγκεκριμένη περίπτωση – δεν μετατρέπεται αυτόματα σε διπλωματική και πολιτική ισχύ. Και είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο που οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν το πέρασμα από την οικονομική στην ουσιαστική πολιτική ενοποίηση της Γηραιάς Ηπείρου – ουσιαστική με την έννοια πως η ενοποιητική πολιτική διαδικασία θα πάει πέρα από αυτό που προτείνει το Ευρωσύνταγμα.


* H πολιτική ενοποίηση


Οι δύο κοινωνικοί επιστήμονες μας λένε πως πρέπει ο κάθε ευρωπαίος πολίτης να απαντήσει σε τρία βασικά ερωτήματα:


A) Θέλουμε μια Ευρώπη η οποία θα υπερασπίζεται τις αξίες της στον κόσμο;


B) Θέλουμε μια Ευρώπη οικονομικά ισχυρή;


Γ) Θέλουμε μια Ευρώπη ισόνομη και κοινωνικά δίκαιη;


Είναι ενδεικτικό πως οι Β και G αποφεύγουν να θέσουν μια τέταρτη ερώτηση: Θέλουμε μια Ευρώπη πολιτικά ισχυρή; H τέταρτη ερώτηση, που δεν τέθηκε, είναι καίρια γιατί για πολλούς παρατηρητές η μελλοντική επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης, κοινωνικής συνοχής και οικολογικής ισορροπίας προϋποθέτει την ισχυροποίηση των τριών δημοκρατικών εξουσιών (νομοθετική, δικαστική και εκτελεστική) σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι ευρωπαϊστές πολύ σωστά υποστηρίζουν πως μόνο με την ενδυνάμωση των παραπάνω εξουσιών θα μπορέσει η Ευρώπη να έχει φωνή, να προβάλλει δυναμικά τις αξίες της στην παγκόσμια αρένα. H παγκόσμια επιρροή της μόνο μέσω της αγοράς δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να λειτουργήσει σαν αντίβαρο στην παρούσα στρατηγική της αμερικανικής υπερδύναμης – μια στρατηγική που χαρακτηρίζεται από ακραίο εθνικιστικό σοβινισμό στο εξωτερικό και από βάρβαρο κοινωνικό δαρβινισμό στο εσωτερικό της χώρας.


* Μια πρόωρη πρόσκληση


Είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο που η πρόσφατη διεύρυνση προς ανατολάς, επειδή έγινε πρόωρα, δεν αποτελεί επίτευγμα αλλά ιστορικό λάθος (βλ. σχετικό άρθρο μου στο «Βήμα της Κυριακής», 12.6.2005). Επρεπε πρώτα τα 15 κράτη-μέλη να προχωρήσουν προς την πολιτική ενοποίηση και μετά να καλέσουν τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Το μέγεθος της γκάφας των ευρωπαϊστών φαίνεται ξεκάθαρα από το ότι η κατά τον Ράμσφελντ «Νέα Ευρώπη» έσπευσε, προτού ακόμη στεγνώσει το μελάνι των υπογραφών για τη διεύρυνση, να υποστηρίξει την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ. Αν, όπως υποστηρίζουν οι Β και G, η EE είναι το πιο πετυχημένο πείραμα οικοδόμησης πολιτικών θεσμών στη μεταπολεμική περίοδο, η πρόσφατη και «πρόωρη» διεύρυνση αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο στην εδραίωση και παραπέρα ανάπτυξη αυτών των πολιτικών θεσμών. Πιο συγκεκριμένα η M. Βρετανία (που εμμένει να διαφυλάξει με κάθε τρόπο την «ειδική σχέση» που έχει με τις ΗΠΑ) σε συμμαχία με τις φιλοαμερικανικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είναι αποφασισμένη να καθηλώσει μόνιμα την EE στο επίπεδο μιας μεγάλης αγοράς. Είναι αποφασισμένη με άλλα λόγια να την εμποδίσει να έχει ουσιαστική γεωπολιτική φωνή σε παγκόσμιο επίπεδο. Βέβαια, παρ’ όλο το φιάσκο της πρώιμης διεύρυνσης, όλα δεν έχουν χαθεί. Υπάρχει ακόμη η πιθανότητα της Ευρώπης των δύο ταχυτήτων. Ο γαλλογερμανικός άξονας μαζί με όσα κράτη-μέλη επιθυμούν να προχωρήσουν προς την πολιτική εμβάθυνση θα μπορούσε να αποτελέσει έναν ισχυρό πυρήνα με ουσιαστική επιρροή στην παγκόσμια αρένα. Οσο για τις χώρες που προτιμούν να παραμείνουν κάτω από την ομπρέλα της αμερικανικής ηγεμονίας, αυτές θα συνεχίσουν να είναι απλά μέλη της Ευρώπης-αγοράς.


H Ευρώπη των δύο ή και περισσοτέρων ταχυτήτων είναι ένα εξαιρετικά πολύπλοκο εγχείρημα. Αλλά είναι η μόνη δυνατή λύση για όσους δεν επιθυμούν να παραμείνει η Ευρώπη ένας οικονομικός γίγας χωρίς πολιτική ισχύ και χωρίς ουσιαστική συμμετοχή στο υπό διαμόρφωση παγκόσμιο σύστημα.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.