Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Θεσσαλονίκης το 2003 ήταν ένα γεγονός μείζονος πολιτικής σημασίας για την περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων καθώς, χάρη στις προσπάθειες της τότε ελληνικής προεδρίας και επί πρωθυπουργίας K. Σημίτη και υπουργίας Γ. Παπανδρέου, ετέθησαν οι στέρεες πολιτικές βάσεις ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το θέμα του Κοσσυφοπεδίου (που έρχεται στην επικαιρότητα) για τη δημιουργία μιας μεγάλης Ευρώπης. Κατάφερε η Ελλάδα με σωστές πολιτικές κινήσεις να συμβάλει αποφασιστικά ώστε η Ευρωπαϊκή Ενωση να δώσει στους λαούς της περιοχής ελπίδα και στόχο, στις δε κυβερνήσεις τα εργαλεία και την απαραίτητη βοήθεια για την επίτευξη της μελλοντικής ένταξης μέσα από αποφασιστικές πολιτικές και οικονομικές τομές.


Είναι όμως δεδομένο ότι η κρίση που μαστίζει σήμερα την Ευρωπαϊκή Ενωση, με την κατάρρευση της Συνταγματικής Συνθήκης και την αντίληψη που επικρατεί στην κοινή γνώμη, θα επηρεάσει τη διεύρυνση τουλάχιστον προς τα Δυτικά Βαλκάνια. Θα ήταν σίγουρα καταστροφική μια αναδίπλωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και μια άρνηση των ειλημμένων δεσμεύσεών της.


Απαιτείται λοιπόν μια νέα σύνοδος κορυφής, Θεσσαλονίκη B’, που θα αποτελέσει τη συνέχεια εκείνης της Θεσσαλονίκης, όπου θα συμφωνηθεί ένα νέο πλαίσιο για την ευρωπαϊκή παρέμβαση που θα κάνει σαφή τη διαφοροποίηση του ρόλου της EE από εκείνους του ΟΗΕ και της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Ενα πολιτικό πλαίσιο του οποίου ο πυρήνας θα είναι η δέσμευση των βαλκανικών κρατών για πλήρη υιοθέτηση και υλοποίηση του ευρωπαϊκού κεκτημένου και αφετέρου η δέσμευση της EE για την υποστήριξη της δημιουργίας θεσμών που αφορούν τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα, τη λειτουργία της ελεύθερης οικονομίας, τις οικονομικές και πολιτικές θέσεις μεταξύ των χωρών των Βαλκανίων.


Το θεσμικό αυτό πλαίσιο θα πρέπει να προταθεί και να προωθηθεί από την Ελλάδα, η οποία πρέπει να γίνει ο νους, η καρδιά και η φωνή των βαλκανικών λαών στην Ευρωπαϊκή Ενωση και να περιλαμβάνει πέντε σημεία:


1. H Ευρώπη θα πρέπει να επανεπιβεβαιώσει τις δεσμεύσεις της για περαιτέρω διεύρυνση στις βαλκανικές χώρες. Οποιαδήποτε αμφισβήτηση αυτού του στόχου θα ήταν μια ανεύθυνη πολιτική πράξη και θα διεύρυνε τη διαδικασία οικοδόμησης κρατών δικαίου στο πλέον ασταθές τμήμα της Ευρώπης.


2. H συνεργασία με τους ηγέτες των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων είναι επιβεβλημένη ούτως ώστε να γίνουν και αυτοί κοινωνοί του οράματος που έχουμε για μια ισχυρή Ευρώπη και να τους μεταλαμπαδεύσουμε την έμπνευση και την πίστη για τη συμμετοχή των Βαλκανίων σε αυτήν, μέσα όμως από την υλοποίηση των αυστηρών προϋποθέσεων που θέτει η EE χωρίς εκπτώσεις για τα κράτη-μέλη της.


3. Θα πρέπει να υπάρξει σωστή ενημέρωση των πλεονεκτημάτων της διεύρυνσης στους λαούς της Ευρώπης. H μεγάλη και ισχυρή Ευρώπη είναι μοναδική επιλογή για όλες τις χώρες εφόσον η κάθε μία από μόνη της δεν δύναται να αντιμετωπίσει τη θύελλα της παγκοσμιοποίησης.


4. Οι σχέσεις μεταξύ Ευρώπης και Ισλάμ στο εσωτερικό και εξωτερικό της είναι μια μεγάλη πρόκληση των καιρών. H Ευρώπη θα πρέπει να συνεχίσει την προσπάθεια για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και κάθε είδους έκφρασης φονταμενταλισμού, ενώ την ίδια στιγμή τα κράτη-μέλη οφείλουν να συνεχίσουν να οικοδομούν γέφυρες με το μετριοπαθές Ισλάμ που σέβεται τις δημοκρατικές αξίες.


5. Θα πρέπει να καταστεί σαφές προς πάσα κατεύθυνση ότι με τις ανωτέρω αποφάσεις δεν ανοίγει ένα νέο μέτωπο διεύρυνσης και δεν αναλαμβάνονται νέες δεσμεύσεις.


Και πρέπει βέβαια να γίνει σαφές ότι η Ευρώπη του μέλλοντος με τη μέθοδο της «διευρυμένης συνεργασίας» («enhanced cooperation») θα μπορεί να προτείνει σχήματα διαφορετικής εσωτερικής γεωμετρίας όπου οι χώρες που θέλουν και μπορούν θα μπορούν να προχωρούν σε εμβάθυνση της συνεργασίας τους, ενώ θα υπάρχει παράλληλα ένας ισχυρός πυρήνας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που θα ισχύουν για όλους.


Ενα τέτοιο πολιτικό πλαίσιο που θα πρέπει να επαναπροσδιορίζει με σαφήνεια το επίπεδο σχέσης και προοπτικής της κάθε χώρας της περιοχής με την EE είναι μια πολύ δύσκολη άσκηση, απαραίτητη όμως για μια περιοχή όπως τα Βαλκάνια, όπου, όπως τονίζει και η Επιτροπή Amato στην έκθεσή της, «η κατάσταση απέχει εξίσου από την επιτυχία και την αποτυχία». Χωρίς να μειώνουμε τη σημασία της προόδου που έχει επιτευχθεί από το 1999 και τη συμβολή της EE, δεν πρέπει να υποτιμούμε τις δυνατότητες αποσταθεροποίησης που ελλοχεύουν εξαιτίας ενός δεδηλωμένου ή και υποβόσκοντος εθνικισμού (κάθε είδους) αλλά και εξαιτίας της ανησυχητικής εξάπλωσης του οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς.


Το πρώτο θύμα μιας νέας βαλκανικής κρίσης θα ήταν οι ίδιες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και βεβαίως κυρίως η χώρα μας, που θα υφίστατο τρομακτικές συνέπειες.


Γι’ αυτό και ο ρόλος της Ελλάδας οφείλει να είναι πρωταγωνιστικός και κυρίαρχος! Εν όψει της αυστριακής προεδρίας, ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες εξελίξεις, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες που θα μας απομακρύνουν από το αδιέξοδο των αποκλειστικά διμερών βαλκανικών σχέσεων.


H κυρία Αννα Διαμαντοπούηλου είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ.