Κανείς δεν μπορεί στα σοβαρά να αντιτείνει το παραμικρό στην ανάγκη αναβάθμισης των εκκλησιαστικών σπουδών και την καλύτερη εκπαίδευση των κληρικών. Πάντα το καλύτερο είναι ο εχθρός του καλού και αυτό ισχύει για κάθε τομέα της Παιδείας: από την πρωτοβάθμια μέχρι την τριτοβάθμια και μέχρι την εκκλησιαστική εκπαίδευση.


Το «καλύτερο» όμως δεν είναι κάτι που εξασφαλίζεται με τυπικές διαδικασίες, ούτε χρίζεται διά νομοθετημάτων ως τέτοιο. Επιτυγχάνεται με ουσιαστική αναβάθμιση των σπουδών, με καλύτερα προγράμματα, περισσότερους καθηγητές, διεύρυνση των γνωστικών αντικειμένων κ.λ.π. Αντιθέτως, η τυπική αναβάθμιση κάποιων σπουδών πολλές φορές χειροτερεύει τα πράγματα αντί να τα βελτιώνει. Οπως φοβούμαι ότι γίνεται με το νομοσχέδιο του υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων για την «Ανωτατοποίηση των Ανώτερων Εκκλησιαστικών Σχολών».


Δεν θα σταθούμε στις υπερβολές και τις κραυγές που άκριτα εκτοξεύθηκαν περί «σχολών αγιατολάχ» ή «νέου Μεσαίωνα» στην Ελλάδα. Αυτού του τύπου η φωνασκία συσκοτίζει τα πράγματα αντί να φωτίζει τα πραγματικά προβλήματα. Και τα προβλήματα στο εν λόγω νομοσχέδιο είναι πολλά, όπως και οι ενστάσεις είναι εύλογες.


Οι ενστάσεις μπορούν να χωριστούν σε δύο βασικές κατηγορίες. H πρώτη βασίζεται στη συνταγματική τάξη και τις υποχρεώσεις του κράτους έναντι των πολιτών του και η δεύτερη σε καθαρά εκπαιδευτικό πεδίο.


H πρώτη εύλογη ένσταση εδράζεται στη συνταγματική επιταγή για την ισότητα των πολιτών σύμφωνα με το άρθρο 4: «Οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Από τη στιγμή που τίθενται κριτήρια αποκλεισμού σε δημόσιο ίδρυμα κάποιων ελλήνων πολιτών, είτε λόγω θρησκεύματος είτε λόγω φύλου, ο νόμος είναι αντισυνταγματικός. Το νομοσχέδιο προσκρούει και στο άρθρο 16 του Συντάγματος, το οποίο στην παράγραφο 7 ρητά προβλέπει ότι «H επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Κράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές». Αφού κατά τις δηλώσεις της υπουργού Παιδείας οι προς ανωτατοποίηση εκκλησιαστικές σχολές αποκλειστικό στόχο έχουν την εκπαίδευση ιερέων, τότε εμπίπτουν στη ρητή διατύπωση περί «επαγγελματικής» και «ειδικής εκπαίδευσης» και επομένως οι σχολές πρέπει να είναι «ανώτερης βαθμίδας» και ουχί Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.


Οι ενστάσεις για το ακαδημαϊκό μέρος είναι πολλές και διατυπώνονται με σαφήνεια στην επιστολή που έστειλαν στα μέλη του κοινοβουλίου οι κοσμήτορες των θεολογικών σχολών Αθηνών, ο πρωτοπρεσβύτερος καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός, του οποίου τη σοβαρότητα και μετριοπάθεια όλοι μας γνωρίζουμε από τις δημόσιες τοποθετήσεις του, και Θεσσαλονίκης, ο καθηγητής κ. Χρήστος Οικονόμου.


Με το σχέδιο νόμου δεν ξεκαθαρίζεται ο χαρακτήρας αυτών των ιδρυμάτων. Αλλες διατάξεις προβλέπουν να λειτουργούν ως παραγωγικές σχολές της Εκκλησίας και άλλες ως αμιγώς ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία μάλιστα προβλέπεται ότι θα χορηγούν και μεταπτυχιακούς τίτλους. Και είναι να αναρωτιέται κανείς τι χρειάζεται η ρύθμιση περί μεταπτυχιακών τίτλων σε μια σχολή που, σύμφωνα με τις δηλώσεις της υπουργού, μοναδικό σκοπό έχει την εκπαίδευση των ιερέων. H δήλωση αυτή αναιρείται και από το γεγονός ότι στο νομοσχέδιο προβλέπονται και άλλα πέραν της ιερατικής προγράμματα σπουδών. Πολλά από τα οποία ήδη είναι εντεταγμένα σε πανεπιστημιακά ή τεχνολογικά ιδρύματα.


H ανάγκη εκπαίδευσης ανθρώπων που θα στελεχώσουν την Εκκλησία είναι ζωτική.


Πρέπει να υπάρξει βελτίωση των σπουδών των υπαρχουσών εκκλησιαστικών σχολών. Αυτό το ζήτημα όμως δεν πρέπει να αφορά το κράτος, αλλά μόνο την Εκκλησία. Αυτή πρέπει να αναλάβει την εκπαίδευση των στελεχών της. Οι υπάρχουσες εκκλησιαστικές σχολές πρέπει να αναβαθμιστούν ουσιαστικά με τη βοήθεια όλων μας, αλλά το πρόταγμα και την ευθύνη πρέπει να έχει αποκλειστικά η Εκκλησία της Ελλάδος.


Εχει τις δυνατότητες να το κάνει και δεν χρειάζεται κανένα νομοθέτημα του υπουργείου Παιδείας. H ελληνική πολιτεία παρέχει ισότιμα σε όλους τους πολίτες της υψηλού κύρους θεολογικές σπουδές και σ’ αυτές πρέπει να περιοριστεί. Τα της Εκκλησίας, η Εκκλησία μπορεί να τα αναβαθμίσει καλύτερα…


Ο κ. Ιωάννης M. Βαρβιτσιώτης είναι πρώην υπουργός Εθνικής Παιδείας και επικεφαλής των ευρωβουλευτών της ΝΔ.