Στη διάρκεια του 19ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ο «Μεγάλος Ασθενής». Δεν ασθενούσε όμως γενικώς και αορίστως σε οποιοδήποτε μήκος και πλάτος της γης. Επρόκειτο για μια ασθένεια που τη χαρακτήριζε μια ιδιόμορφη «τοπικότητα». Αν και ο αρχικός χαρακτηρισμός ή μάλλον η διάγνωση περί της ασθένειας αποδίδεται στον τσάρο Νικόλαο A’ της Ρωσίας, ο όρος που καθιερώθηκε στη Γηραιά Ηπειρο ήταν «ο ασθενής της Ευρώπης» (The «Sick Man of Europe»). H Οθωμανική Αυτοκρατορία ασθενούσε κυρίως στα μάτια των Ευρωπαίων ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, στα μάτια των ευρωπαϊκών «μεγάλων δυνάμεων» που ενεπλάκησαν στο «Ανατολικό Ζήτημα» και αποπειράθηκαν – με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία – να αξιοποιήσουν προς ίδιον όφελος την κρίση και την προϊούσα παρακμή της.


Εκείνο τον καιρό βέβαια η Ευρώπη – ή τουλάχιστον ένα τμήμα της – ήταν η κυρίαρχη παγκόσμια οικονομική, πολιτική και πολιτισμική δύναμη. Από την ηγεμονική της θέση, εκείνη η Ευρώπη είχε την πολυτέλεια να διαγιγνώσκει άνετα και χωρίς πολλές αντιρρήσεις τις «ασθένειες» των άλλων. Σήμερα η Τουρκία, το μοναδικό εθνικό κράτος που προέκυψε μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διεκδικώντας ως έναν βαθμό και επιλεκτικά τις ιστορικές κληρονομιές της, χτυπά την πόρτα μιας άλλης Ευρώπης. Σε αυτή την άλλη Ευρώπη, καμία υποψηφιότητα άλλης χώρας δεν έχει προκαλέσει τόσες αναταράξεις και τόσες διχογνωμίες οι οποίες φαίνεται να τέμνουν το πολιτικό φάσμα.


Σε κάθε δέσμη επιχειρημάτων υπέρ ή κατά της ένταξης της Τουρκίας, προβάλλονται αρκούντως σοβαρά αντεπιχειρήματα. Τι θέση έχει, λένε ορισμένοι, μια μουσουλμανική χώρα στη χριστιανική Ευρώπη; Μα υπάρχει σήμερα, αντιτείνουν άλλοι, πολιτικός και κοινωνικοπολιτισμικός χώρος που μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται στη βάση μιας μόνο θρησκείας; H ιστορική εμπειρία είναι αναμφίβολα καθοριστική αλλά εξίσου καθοριστική είναι η ιστορική σχέση αλλά και η σημερινή πολιτική και πολιτισμική πραγματικότητα πολλών ευρωπαϊκών κοινωνιών με τον μουσουλμανικό κόσμο (ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, δεν εξαντλείται στην Τουρκία και δεν έχει στο σύνολό του αγαστές σχέσεις μαζί της). Επιπλέον, η Τουρκία έχει θεσπιστεί ως κοσμικό κράτος και επίσημα τουλάχιστον δεν έχει αναιρέσει αυτόν τον χαρακτήρα παρά την άνοδο και τις ποικίλες μεταλλάξεις των ισλαμικών πολιτικών παραδόσεων και σχηματισμών. H Ευρώπη δεν επιθυμεί να διεκδικήσει τον κοσμικό χαρακτήρα της;


H Τουρκία έχει σοβαρό δημοκρατικό έλλειμμα, λένε πολλοί. Αυτό είναι αναμφίβολα ένα κεντρικό επιχείρημα, αλλά ποιος μπορεί να προσπεράσει αναντίρρητα την άποψη ότι ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας θα συμβάλει στην εμβάθυνση και εδραίωση των δημοκρατικών θεσμών στη γειτονική μας χώρα; Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η Τουρκία είναι μια χώρα με τεράστιο πληθυσμό, κοινωνικές ανισότητες και σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Ποιος θα πληρώσει το κόστος της ένταξης; Και ποιος θα αντιμετωπίσει ένα μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα προς άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Δεν είναι ένα πρόβλημα χωρίς λύση, ανταπαντούν άλλοι. Σε μια Ευρώπη που βιώνει σοβαρή δημογραφική κάμψη, ένας πληθυσμός νέων και οικονομικά ενεργών ανθρώπων μπορεί μακροπρόθεσμα να προσκομίσει οφέλη. H Τουρκία πάλι είναι μια χώρα υπερβολικά φιλοατλαντική για τα γούστα πολλών Ευρωπαίων. Από την άλλη πλευρά όμως, άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, παλιά και νέα μέλη, δεν είναι; Ηταν αυτό κριτήριο για την ένταξη άλλων χωρών;


Οι διαφωνίες και οι διχογνωμίες που χαρακτηρίζουν την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας αποκαλύπτουν ένα συνολικότερο και βαθύτερο πρόβλημα που δεν αφορά μόνο την ίδια. Αν αποπειραθούμε να κατηγοριοποιήσουμε τα επί μέρους επιχειρήματα σε δύο μεγαλύτερες ενότητες, θα διαπιστώσουμε ότι αντανακλούν δύο διαφορετικά πολιτικά προγράμματα για την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το πρώτο πρόγραμμα είναι προσανατολισμένο προς τη διατήρηση ενός ευρωπαϊκού πυρήνα με κοινές πολιτισμικές, πολιτικές και οικονομικές διασυνδέσεις, ο οποίος επιλεκτικά αναπτύσσει στενότερες ή χαλαρότερες σχέσεις με άλλες χώρες ή πολιτικούς σχηματισμούς. Το δεύτερο πρόγραμμα, αντίθετα, διακρίνεται από την επιμονή στην έννοια της γενικότερης διεύρυνσης εν ονόματι μιας πιο ανταγωνιστικής σε παγκόσμιο επίπεδο αναπτυξιακής προοπτικής.


Θα μπορούσαν ενδεχομένως να συζητηθούν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα κάθε προγράμματος. Το πρόβλημα όμως είναι τι συμβαίνει με την «γκρίζα ζώνη» που απλώνεται ανάμεσά τους και την οποία η περίπτωση της Τουρκίας κατέστησε περισσότερο ορατή. Σε αυτή την «γκρίζα ζώνη» εγκαθίστανται σταδιακά αντιλήψεις, ερμηνείες και επιχειρήματα που αναδεικνύουν τις δυσκολίες ανάπτυξης ενός συγκροτημένου πολιτικού σχεδιασμού. H περίπτωση της Τουρκίας ενεργοποίησε σε ορισμένες περιπτώσεις πολιτικά και πολιτισμικά στερεότυπα μιας πάλαι ποτέ ηγεμονικής Ευρώπης που από το βάθρο της ανωτερότητάς της μπορούσε να νουθετεί τους άλλους για το πώς πρέπει να γίνονται τα πράγματα. Οι «άλλοι» όμως δεν είναι πια πειθήνιοι ακροατές ενός αυτοεγκωμιαστικού λόγου και μάλλον δεν επιθυμούν να ξαναδούν το έργο του 19ου αιώνα.


Πέραν αυτού, η ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας κατέδειξε μια διάχυτη αίσθηση αβεβαιότητας, φόβου και απαισιοδοξίας απέναντι στις προοπτικές της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αυτή η διάχυτη αίσθηση αναδεικνύει εντονότερα τις αποκλίσεις και τους ανταγωνισμούς των εθνικών πολιτικών των μελών της. Σκεπτικιστές και αμήχανοι για το μέλλον, πολλοί λαοί φαίνεται να συνειδητοποιούν τις δυσκολίες που ανακύπτουν μετά τη μετατροπή του «ευρωπαϊκού ονείρου» σε έναν γραφειοκρατικό γίγαντα χωρίς συγκεκριμένο όραμα και με πολιτικές που δεν τους αφορούν ή δεν τους συμφέρουν. H απουσία ενός οράματος και ενός κοινωνικού και πολιτικού consensus δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες στην ανάπτυξη ενός γονιμότερου προβληματισμού γύρω από τις επί μέρους στρατηγικές, ενώ παράλληλα ενισχύει την εσωστρέφεια.


H Ευρώπη όμως δεν φαίνεται να διαθέτει την πολυτέλεια του χρόνου μέσα στη δίνη της παγκοσμιοποίησης. Οι αντιπαραθέσεις για την ένταξη ή όχι της Τουρκίας ξαναζωντάνεψαν το παρελθόν των πολυδιάστατων και πολυεπίπεδων σχέσεων της Ευρώπης τόσο με την ίδια όσο και με την Οθωμανική Αυτοκρατορία ενώ κατέστησαν επίκαιρη την ευρωπαϊκής έμπνευσης διάγνωση για τα προβλήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι καιροί αλλάζουν όμως και τα δέκα ή περισσότερα χρόνια που ενδέχεται να μεσολαβήσουν ως την ένταξη της Τουρκίας θα θέσουν την Ευρώπη ενώπιον του εαυτού της και των δικών της προβλημάτων. Ποιος θα είναι ο «Μεγάλος Ασθενής» του 21ου αιώνα;


H κυρία Εφη Γαζή είναι λέκτωρ Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.