Μόλις χθες περατώθηκε το τετραήμερο (κάπως πληθωρικό) «Διεθνές Συνέδριο» υπό τον τίτλο «Ο ποιητής και ο πολίτης Γιάννης Ρίτσος»· πραγματοποιημένο με πρωτοβουλία του Μουσείου Μπενάκη, υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού, με την ευθύνη δύο επιτροπών (μιας τιμητικής και μιας οργανωτικής). Από τις τέσσερις επιγραφόμενες ενότητες του συνεδρίου («Ο Ρίτσος και ο αρχαίος κόσμος», «Ο Γιάννης Ρίτσος και η εποχή του», «H ποιητική του Γιάννη Ρίτσου», «Ο Γιάννης Ρίτσος και ο κόσμος») με τράβηξε, για ευνόητους λόγους, περισσότερο η πρώτη, στην οποία και πήρα μέρος με εικοσάλεπτη εισήγηση τιτλοφορημένη: «Ο Φιλοκτήτης του Γιάννη Ρίτσου: πρόσωπα και προσωπεία». H αστρολογική ωστόσο επιγραφή του σημερινού μονοτονικού δεν οφείλεται μόνο στο τετραήμερο αυτό συνέδριο, όπου δοκίμασα να υποδείξω την αρχαιόθεμη ιδιοφυΐα του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, αποτυπωμένη στον σημαντικότερο μάλλον δραματικό μονόλογό του, σύμφωνα και με τη δηλωμένη προτίμηση του αξέχαστου Μίνωα Βολανάκη, ο οποίος (πρώτος αυτός και με παραδειγματικό σκηνικό τρόπο) ανέδειξε τον αρχαιόμυθο Ρίτσο της «Τέταρτης Διάστασης». Γιατί προηγουμένως (όπως θυμούνται ίσως οι τακτικότεροι αναγνώστες της απολίτιστης αυτής στήλης, που κοντεύει να γεράσει, αλλά δεν το βάζει ακόμη κάτω) με είχαν συνεπάρει τα «Μικρά Ομηρικά» του Γιάννη Ρίτσου: κάπου δηλαδή εξήντα μικρής έκτασης αρχαιόθεμα ποιήματα, αφορμισμένα από την Ιλιάδα, την Οδύσσεια και τον Επικό Κύκλο. Σε ένα από αυτά θα επιμείνω σήμερα, επειδή, εκτός των άλλων, διασταυρώνεται (θα έλεγα: κονταροχτυπιέται) με ομόθεμο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη.


Το μικρό αυτό ομηρικό (για την ακρίβεια: οδυσσειακό) του Ρίτσου επιγράφεται «Συγγνώμη» και περιέχεται στη συλλογή «Μαρτυρίες B’» (1964-1965), όπου φιλοξενούνται και άλλα οδυσσειακά ποιήματα. Αντιγράφω:


Τι να σου κάνουν; – άνθρωποι ήταν. Μόλις σώθηκε, / στου καραβιού τ’ αμπάρι, το κρασί και τ’ αλεύρι, υπομόνεψαν κάμποσο, / κάτι ψάρεψαν με τ’ αγκίστρια – ψιλοπράματα – πού να χορτάσεις; Τέλος / βάλαν τις πλατυμέτωπες γελάδες του ήλιου στο μαχαίρι· κι ας βέλαζαν / σα βόδια αληθινά τα κρέατα στις σούβλες, κι ας περπάταγαν / τα γδαρμένα τομάρια· ο Ευρύλοχος και οι άλλοι το γλεντήσανε. / Ο πολυμήχανος γλυκοκοιμόταν στο γρασίδι. Δεν τους πρόλαβε. / Οι προειδοποιήσεις δεν χρησίμεψαν σε τίποτε. / Τα πάρα πέρα, τα μετά τη Θρινακία, τα ξέρουμε. Αλλωστε / κι αυτά και κείνα, ήταν της μοίρας – αναπόφευκτα, που λένε. / Πήγανε, μια φορά, χορτάτοι, – ποιος θα τους κατηγορήσει;


Το ποίημα υπακούει (ακόμη και με χαρακτηριστικές λεπτομέρειες) στα σχετικά συμφραζόμενα της Οδύσσειας, παραφράζοντας σχεδόν τους στίχους 324-373 της δωδέκατης ραψωδίας· αντιστρέφοντας όμως, με φιλάνθρωπο σαρκασμό, το ήθος τους. Πρόκειται για άμεση παραπομπή σε οριακό επεισόδιο του έπους, το οποίο προβάλλεται από τον ίδιο τον ποιητή στο προοίμιο, όπου και καταγγέλλεται ως έσχατη ατασθαλία των εταίρων, εξαιτίας της οποίας τους αφαιρέθηκε τελεσίδικα ο νόστος. Ο Ρίτσος, ωστόσο, με περιπαικτική τόλμη, αποδραματοποιεί σε όλα τα σημεία της την ανίερη πράξη και τον όλεθρο των συντρόφων του Οδυσσέα, ενώ συγχρόνως τους απαλλάσσει από τη βαριά ενοχή που τους αποδίδει ο ποιητής, ενοχοποιώντας, εξίσου περιπαικτικά, την αναπόφευκτη αρχαία μοίρα.


Στους αντίποδες του Ρίτσου βρέθηκε πολύ νωρίτερα ο Γιώργος Σεφέρης, όταν, με αντίρροπη φρόνηση, συνέθεσε και δημοσίευσε στη «Στροφή» το ποίημα «Οι σύντροφοι στον Αδη». Οπου προτάσσει στο πρωτότυπο το ενοχοποιητικό για τους συντρόφους δίστιχο του προοιμίου (νήπιοι, οι κατά βους Υπερίονος Ηελίοιο / ήσθιον· αυτάρ ο τοίσιν αφείλετο νόστιμον ήμαρ) και παρατάσσει τρεις τετράστιχες στροφές (με σταυρωτή ρίμα και σε πρωτοπρόσωπο πληθυντικό). Εκεί οι εταίροι (ομηρικοί και σύγχρονοι) αναγνωρίζουν στον Αδη την ασύγγνωστη ελαφρομυαλιά τους. Αντιγράφω:


Αφού μας μέναν παξιμάδια / τι κακοκεφαλιά / να φάμε στην ακρογιαλιά / του Ηλιου τ’ αργά γελάδια


που το καθένα κι ένα κάστρο / για να το πολεμάς / σαράντα χρόνους και να πας / να γίνεις ήρωας κι άστρο!


Πεινούσαμε στης γης την πλάτη, / σα φάγαμε καλά / πέσαμε εδώ στα χαμηλά / ανίδεοι και χορτάτοι.


H σύγκριση των δύο αυτών (ομόθεμων αλλά, από κάθε άποψη, αντίρροπων) ποιημάτων απαιτεί ξεχωριστή δοκιμή. Εδώ αποκαλύπτεται το σήμα της αναμφισβήτητης, κατά τη γνώμη μου, παραπομπής του Ρίτσου στον Σεφέρη. Γιατί ο τελευταίος στίχος του δικού του ποιήματος (Πήγανε, μια φορά, χορτάτοι, – ποιος θα τους κατηγορήσει😉 προϋποθέτει και αντιμάχεται το τελευταίο δίστιχο του σεφερικού ποιήματος (: πέσαμε εδώ στα χαμηλά / ανίδεοι και χορτάτοι). Το χορτάτοι ιδιαίτερα βγάζει μάτι.