ΣΗΜΑΣΙΑ δεν έχουν τόσο τα εγκώμια όσο ποιος εγκωμιάζει ποιον και για ποιο λόγο.


Αυτή η κοινότοπη αλήθεια πέρασε τάχα απ’ τον νου του κ. Καραμανλή, όταν άκουγε τον πρόεδρο του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων να επαινεί «το ρεαλιστικό μήνυμα του Πρωθυπουργού» (στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης), την «πλήρη αποφυγή των συνήθων λαϊκισμών και των εύκολων λύσεων», την «υπευθυνότητα της τοποθέτησής του στα προβλήματα ανταγωνισμού που αντιμετωπίζει η χώρα μας»;


Υποψιάστηκε τάχα πως οι έπαινοι που του επιδαψίλευσε ο κ. Οδ. Κυριακόπουλος ηχούν στ’ αυτιά των εργαζομένων σαν ειρωνεία πικρότατη για τον πρόεδρο της N.Δ., που προεκλογικά έταζε (λαϊκιστικότατα) πως θα υπερυψώσει το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων και θα κάνει αγγελική την «καθημερινότητά» τους;


Αναλογίστηκε τάχα ο κ. Καραμανλής πόσο «ρεαλιστικός» είναι ο δικός του ισχυρισμός (στη ΔΕΘ, πάντα) ότι «βρισκόμαστε στη μέση μιας δύσκολης πορείας αλλά οι πρώτες ενδείξεις φαίνεται να είναι θετικές»; Και αυτό, την ώρα που το θριαμβευτικό εφτάπτυχο του «επανιδρυμένου κράτους» μας είναι: καλπάζουσα ανεργία, αφηνιασμένη αποβιομηχάνιση, αρμαθιές «λουκέτα», καταιγιστικές απολύσεις, αχαλίνωτη ακρίβεια, μανιακή φορολογία, αγροτική απόγνωση;


Σκέφτηκε, μ’ ένα λόγο, ο Πρωθυπουργός πως «υπάρχουν ψόγοι που εγκωμιάζουν και εγκώμια που καταδικάζουν»1; Και πως, υποστηρίζοντας ότι οι παραπάνω τραγικές ενδείξεις είναι «θετικές», θυμίζει τις μάγισσες του «Μάκβεθ» που ρέκαζαν:


«T’ ωραίο είν’ άσκημο, τ’ άσκημο ωραίο:


πετάω μεσ’ στο πούσι, μεσ’ στη θολούρα πλέω»2;


H ΑΛΗΘΕΙΑ, αλήθεια, όμως: Δεν χωράει αμφιβολία πως η κυβερνητική πολιτική είναι απόλυτα ρεαλιστική για τα μέλη του ΣΕΒ, για τις τράπεζες, για τις μεγάλες επιχειρήσεις, αφού η κυριότερη μέριμνα της οδού Μαξίμου είναι να εφαρμόζει (με τον τρόπο της) το ευαγγελικό: «Τω γαρ έχοντι παντί δοθήσεται και περισσευθήσεται, από δε του μη έχοντος και ο έχει αρθήσεται απ’ αυτού» («Σε όποιον έχει [πολλά] θα του δοθούν κι άλλα και θα έχει περίσσευμα, ενώ απ’ όποιον δεν έχει, θα του πάρουν και τα λίγα που έχει»). Και το επιμύθιο: «Και τον αχρείον δούλον εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» («Και αυτόν τον άχρηστο δούλο [τον μη έχοντα εργαζόμενο] πετάξτε τον έξω στο σκοτάδι. Εκεί θα γίνει [έχει αρχίσει από καιρό] ο θρήνος και το τρίξιμο των δοντιών»)3…


Πώς να μη χαρακτηριστεί απ’ τον ΣΕΒ «ρεαλιστική» και «υπεύθυνη» η πολιτική που χορηγεί παχυλές επιδοτήσεις σε βιομηχανίες κλπ. – και, αυτές, σε ανταπόδοση, δραπετεύουν (κάπου 3.500) σε χώρες των Βαλκανίων με φτηνά μεροκάματα;


Πώς να μη χαρακτηριστεί «ρεαλιστική» η αύξηση του χρόνου εργασίας, η μείωση των αποδοχών των εργαζομένων, η κατάργηση του κατωτάτου ορίου μισθού τους;


Πώς να μη χαρακτηριστεί «ρεαλιστικό» το ξεπούλημα εταιριών, οργανισμών κλπ. δημόσιας ωφέλειας στην ιδιωτική πρωτοβουλία – που πρώτη της βούληση και πράξη θα είναι να «κόψει» όσους κλάδους δεν την ωφελούν («άγονες γραμμές» κλπ.) και να φουντώσει όσους την συμφέρουν;


Αλλά και πώς να μη χαρακτηριστεί «ρεαλιστικότατη» από τους νεοδημοκρατικούς «ημετέρους» η πολιτική που εκπαραθυρώνει ή υποβιβάζει έμπειρα, δοκιμασμένα, μορφωμένα στελέχη του δημοσίου, για να βάλει στη θέση τους γαλάζιους παρακεντέδες, άμοιρους πάντων τούτων;… ‘H που ιδρύει ασύδοτα εκατοντάδες νέες υπηρεσίες, επιτροπές, ομάδες εργασίας, βαφτίζοντας με το άγιο μύρο της «αξιοκρατίας» αυτό το μπουκάρισμα των κυανοχρώμων στο απένταρο Δημόσιο;


«TA πολιτεύματα καταστρέφονται πιο πολύ από τις πλεονεξίες των πλουσίων παρά από την πλεονεξία του λαού», έλεγε ο Αριστοτέλης. Και πιο διεξοδικά: «Οι δημοκρατίες είναι πιο ασφαλείς από τις ολιγαρχίες. Οι πολλοί, δηλαδή, αγαπούν το πολίτευμά τους περισσότερο, αφού τους εξασφαλίζει την ισότητα. Αντίθετα, οι πλούσιοι, όταν το πολίτευμα τούς δίνει υπεροχή, φέρνονται αλαζονικά και ζητούν περισσότερα προνόμια»4.


Σήμερα, με τους «ρεαλισμούς» της κυβέρνησης, το πολίτευμά μας διαστρέφεται σε πλουτοκρατική ολιγαρχία, όπου βασιλεύουν «η αισχροκέρδεια, η πλεονεξία, η αλαζονεία»5 των πολλά εχόντων και πλείστα λαμβανόντων και απιόντων (απελθόντων και απερχομένων) στην «πλουσιομάνα» Βαλκανική.


Και τι απομένει στη χώρα μας; Το θέαμα που περιέγραφε ο αγγλοαμερικανός πολιτικός, Τόμας Παίην, ο συγγραφέας των λαμπρών εκείνων «Δικαιωμάτων του ανθρώπου» (1791):


«H συνύπαρξη πλούτου και φτώχειας μοιάζει με ένα νεκρό σώμα και ένα ζωντανό, αλυσοδεμένα μαζί».


Το τελικό ερώτημα είναι, βέβαια: Ποιος και πώς θα σπάσει αυτές τις αλυσίδες, ποιος και πώς θα αναστήσει τους «νεκρούς»;


…………………………………….


1. Λα Ροσφουκώ, Αξιώματα, 148. – 2. Πράξη A’, Σκηνή 1. Μετάφρ. B. Ρώτα, Ικαρος, 1962. – 3. Ματθαίου, KE, 29. – 4. Πολιτικά, Δ, 10, 1297α, 12 και E, 6, 1307α,18. Μετάφρ. B. Μοσκόβη, Καρατζάς, 1989. – 5. Δημοσθένης, Κατά Στεφάνου ψευδομαρτυριών, A.