Για χρόνια τώρα οι κυβερνήσεις σε ό,τι αφορά την οικονομία προσγειώνονταν ανωμάλως στο τοπίο ενός συμβατικού διαχειριστικού οράματος. Εκεί επιλέγεται πάντοτε η πιο επώδυνη, πλην η ευκολότερη, συνταγή: λιτότητα. H ενεστώσα δημοσιονομική κατάσταση δεν είναι καρπός παρθενογένεσης. Δεν τη δημιούργησε ο κ. Καραμανλής. Τη βρήκε, και δεν κρίνεται για αυτή αλλά για τα μέτρα αντιμετώπισής της. Από τη μεταπολίτευση και ‘δώ συσσωρεύτηκαν αλλεπάλληλα διαρθρωτικά προβλήματα που αφέθηκαν ανεπίλυτα. Αλληλοδιάδοχες κυβερνήσεις προτίμησαν να μην αγγίσουν το κύριο πρόβλημα, δηλαδή την αναζήτηση ενός αναπτυξιακού μοντέλου που θα στόχευε την οικονομία της γνώσης και της καινοτομίας και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα. Ιδίως από τη δεκαετία του ’90 κυριάρχησε η διαχειριστική λογική. «Μη κινείν κακόν ευ κείμενον». Τα εκάστοτε λαμβανόμενα μέτρα απηχούν κατά κανόνα τον σιωπηρά ή κραυγαλέα κρατούντα (νεο)φιλελευθερισμό. Των συντηρητικών κυβερνήσεων τα μέτρα ονομάζονται θατσερικά, ενώ εκείνων της λεγομένης Κεντροαριστεράς μπλερικά. Σκληρότερα.


H ελληνική οικονομία έχει δομικά ελλείμματα, συγκυριακές δυσχέρειες, αλλά και σημαντικές ευκαιρίες. Στις κεφαλές των κυρίων Παγκόσμιας Τράπεζας, ΔΝΤ, ΠΟΕ το άπαν είναι η δημοσιονομική πειθαρχία. Γνωστή η κυνική απάντηση αξιωματούχου του ΔΝΤ προς διαμαρτυρόμενους λατινοαμερικάνικης χώρας: «Εμείς ήρθαμε να σώσουμε την οικονομία σας. Οχι εσάς»! Σκωπτικός ο Ρούσβελτ λοιδορούσε τις μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις: «Μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί»!


Ιδού η πραγματική εικόνα της οικονομίας μας (Πηγή: Ετήσια Εκθεση 2005 του INE, συναφώς και Ομιλία Ρομπόλη):


* Το μερίδιο της εργασίας το 1984 είναι 75% και το 2004 εκπίπτει στο 64%.


* Στο ίδιο διάστημα η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται κατά 30%, ενώ η μέση πραγματική αμοιβή 20%.


* Ειδικά το 2003-2004 έχουμε αύξηση παραγωγικότητας εργασίας 5%. Οι εργαζόμενοι έλαβαν 0,4% και οι επιχειρήσεις 4,6%.


* Το ανά μονάδα κόστος εργασίας μειώνεται κατά 25% (μόνο την τελευταία τετραετία 12,4%). Στην EE -15 είναι το χαμηλότερο.


Παρά τις δομικές αδυναμίες της η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται, αλλά η κερδοφορία της οδεύει προς το κεφάλαιο «Οχι στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας».


H ανταγωνιστικότητα είναι conditio sine qua non για την ανάπτυξη. Αλλά δεν μπορεί αιωνίως να βασίζεται στη συρρίκνωση της εργασιακής αμοιβής. Εξάλλου ούτε τα χαμηλά μεροκάματα ούτε η απορρύθμιση της εργασίας προσελκύουν ξένες επενδύσεις. Οι ξένοι αναζητούν συγκριτικά πλεονεκτήματα, κέρδη από οργανωτικές και τεχνολογικές αλλαγές, ακύρωση αντικινήτρων. Αναφορικά με τις εγχώριες ιδιωτικές επενδύσεις οι πολλαπλές επιδοτήσεις αντί να επενδύονται εδώ εξάγονται εκτός συνόρων (Ο Ομιλος Λαναρά φεύγει στα Σκόπια συναποκομίζοντας 200.000.000.000 δρχ.).


Οι αρμόδιοι πρέπει να αναζητήσουν τάχιστα με άμεσες ενέργειες αναπτυξιακό μοντέλο να ταιριάζει στα ελληνικά δεδομένα. Για να περάσει η οικονομία από τη σημερινή ασθμαίνουσα στατικότητα σε άλματα προς τα εμπρός πρέπει να μεταλλαχθεί σε οικονομία της γνώσης και της καινοτομίας. Αυτό συνεπάγεται εκ βαθέων αναπροσανατολισμό της.


Πράγματι κοινωνική πολιτική δεν γίνεται με δανεικά. Γίνεται όμως με κινήσεις ηπιότατης αναδιανομής. Μυθώδη κέρδη οι πετρελαϊκές εταιρείες δεν έχουν μόνο στη Γαλλία ή αυξημένος ΦΠΑ δεν εισπράχτηκε μόνο στο Βέλγιο. Αυτοί επιδοτούν τη θέρμανση. Εμείς;


Οι «λιτότητες» δοκιμάζουν πάντοτε τις αντοχές των λαϊκών στρωμάτων. Ολα έχουν όρια. Τα μελλοντικά οφέλη πρέπει να επιμερισθούν πρωτίστως στους πληττόμενους και να γνωστοποιηθεί αυτό για να αποτραπούν απευκταίες κοινωνικές συγκρούσεις. Οι μεταρρυθμίσεις προαπαιτούν κοινωνική αποδοχή. Ή τουλάχιστον ανοχή.


Ο κ. Στέλιος Παπαθεμελής είναι βουλευτής.