Είναι η ανοχή απαραίτητο στοιχείο σε μια δημοκρατία; Από πρώτη άποψη, η απάντηση φαίνεται ότι πρέπει να είναι θετική. H δημοκρατία προϋποθέτει μια παράδοση πολιτικής σκέψης που δέχεται, αντίθετα με όλες τις άλλες, ότι μπορούν και πρέπει να συνυπάρχουν πολλές διαφορετικές σχολές σκέψης και όχι να βασιλεύει μια ορθοδοξία. Ο πλουραλισμός όμως δεν είναι συνώνυμος με την ανοχή. H ανοχή ως στάση, που θεωρείται φυσιολογικό κεκτημένο στον δυτικό πολιτισμό σήμερα, είναι μια προδημοκρατική έννοια που γεννήθηκε την εποχή των θρησκευτικών πολέμων στη Γαλλία και στη Γερμανία (16ος και 17ος αιώνας). Αποτελεί στην αφετηρία της όχι αρετή, αλλά φόρμουλα συμβιβασμού μεταξύ φανατισμένων οπαδών αντίπαλων θρησκειών. Γι’ αυτό και δεν έχει θεωρητική συγγένεια με τον δημοκρατικό πλουραλισμό.


H ανοχή αποτελεί προϋπόθεση για τη δημοκρατία, δεν ταυτίζεται όμως με αυτήν. Είναι δυνατόν αυταρχικές κυβερνήσεις να δείξουν πνεύμα ανοχής σε ορισμένα πράγματα – όπως συνέβαινε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που ανέχθηκε και μάλιστα έδωσε στέγη στους Εβραίους που διώχτηκαν από την Ισπανία και την Πορτογαλία από το 1492 και έπειτα. Αντίστοιχα υπάρχουν περιστάσεις όπου μια δημοκρατία μπορεί να μη δείξει ανοχή στους εχθρούς της. Αυτό οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται το «παράδοξο της ανοχής» σε μια δημοκρατία, δηλαδή το πρόβλημα της ενδεδειγμένης στάσης προς τα μη ανεκτικά δόγματα και κινήματα.


H θεωρητική λύση του προβλήματος αυτού είναι εύκολη: η δημοκρατία έχει τόσο ισχυρά ερείσματα που δεν φοβάται τους αντιπάλους της ούτε καν αυτούς που έχουν διακηρυγμένο σκοπό την κατάλυσή της. Μπορεί, δηλαδή, να ανεχθεί αυτή τη ασυμμετρία: ενός καθεστώτος που είναι ανεκτικό, ακόμη και για τους υπονομευτές του – οι οποίοι, βέβαια, δεν τηρούν την ίδια στάση.


Αυτή η θέση βασίζεται σε μια εκτίμηση σύμφωνα με την οποία ο συσχετισμός δυνάμεων ευνοεί τη δημοκρατία. H εκτίμηση αυτή όμως είναι εμπειρική και ελέγχεται. Δεν αποτελεί απαράβατη αρχή. Ενδέχεται μια δημοκρατία να είναι πανίσχυρη και οι επίδοξοι καταλυτές της να μη συνιστούν πραγματική απειλή. Ενδέχεται όμως να συμβαίνει και το αντίθετο σε μια δημοκρατία που αντιμετωπίζει κρίση ή εμπόλεμη σύρραξη.


Στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατόν να υπερισχύσει ιδέα της ανοχής άνευ όρων προς τους εχθρούς της.


Διότι η εφαρμογή της αναιρεί τις ίδιες τις συνθήκες ύπαρξης της δημοκρατίας, άρα και της δυνατότητας γενικευμένης ανοχής.


Ας πάρουμε συγκεκριμένα παραδείγματα, είτε πραγματικά, είτε υποθετικά. Είναι ανεκτή μια πορεία ναζιστών ή άλλων διαδηλωτών κατά της δημοκρατίας; Το ζήτημα τέθηκε στις ΗΠΑ το 1977, με την ευκαιρία της απαγόρευσης που επέβαλε ο δήμος της πόλης Σκόκιε στο Ιλινόις στο ναζιστικό κόμμα να οργανώσει πορεία. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αναίρεσε την απόφαση αυτή στο όνομα της πρώτης τροπολογίας του συντάγματος που κατοχυρώνει την ελευθερία του λόγου. H απόφαση αυτή αμφισβητήθηκε από πολλούς, κυρίως όσον αφορά τον «λόγο μίσους» που εκφέρουν κατά κανόνα οι ναζιστικές οργανώσεις. H ανεκτικότητα που συνυφαίνεται με τις δημοκρατικές αρχές της ελευθερίας έκφρασης δεν εξικνείται ως την ανοχή δημόσιων εκδηλώσεων με ιδιαιτέρως επιθετικό και βάναυσο χαρακτήρα. Από την άλλη μεριά, αν υποθέσουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με την πανίσχυρη Αμερική, που δεν κινδυνεύει από ναζιστικές ή άλλες παρεμφερείς διαδηλώσεις, αλλά με μια μικρότερη χώρα, επισφαλέστερη σε ταραχές και υποκείμενη σε εσωτερικές συγκρούσεις, δεν θα ήταν δικαιολογημένη η προληπτική της θωράκιση και επομένως η απαγόρευση μιας τέτοιας διαδήλωσης;


Εχουμε φτάσει όμως σε ένα σημείο όπου η επισφάλεια της δημοκρατίας είναι γενικευμένο φαινόμενο και επομένως το θέμα της ανεκτικότητας δεν έχει απλώς συμβολική σημασία. Ούτε η Αμερική είναι ασφαλής μετά το σοκ του «9/11».


Το ζήτημα είναι ότι δεν μπορεί να αφεθεί το κύριο πλεονέκτημα της ανοιχτής, δημοκρατικής κοινωνίας, που είναι η ελευθερία όπως την έχουμε βιώσει ως σήμερα, να μετατρέπεται σε όπλο εναντίον της – με τις ευλογίες διανοουμένων στο όνομα της «προόδου». Εχουμε φτάσει σε ένα σημείο που το «πολιτιστικό κεκτημένο» μιας ομοιογένειας στην αποδοχή του δημοκρατικού ήθους δεν ισχύει για όλον τον πληθυσμό, ακόμη – ιδίως; – σε ώριμες δημοκρατίες. Πολλοί είναι που για θρησκευτικούς, ιδεολογικούς ή άλλους λόγους αντιτίθενται ανοιχτά και καταπολεμούν με όλα τα μέσα τη δημοκρατία. Στην περίπτωση αυτή όμως ο πολίτης που εκστρατεύει εναντίον της πολιτείας που τον προστατεύει και ενδεχομένως τον τρέφει μπορεί να επικαλείται δικαιώματα των οποίων ο ίδιος αμφισβητεί τη νομιμότητα, αλλά δεν μπορεί να επικαλείται την ανοχή της κοινωνίας για τη δράση του. Αν στο όνομα της ανοχής ζητείται η κατάργηση αυτών των δικαιωμάτων, τότε η μόνη απάντηση της δημοκρατίας στο αίτημα της ανοχής για τους εχθρούς της είναι εκείνη του Paul Claudel: «Ανοχή; υπάρχει στους οίκους της!».


Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.