«Μα πού θα πας; Μπροστά μου! Πού θα σταματήσεις; Πουθενά! Και πότε θα επιστρέψεις; Ποτέ!». Ο κοφτός αυτός διάλογος από τις Περιπέτειες ενός Κινέζου στην Κίνα θα μπορούσε να θεωρηθεί και σαν περιεκτικός ορισμός της ανάγνωσης. Δεν πιστεύω ότι κάνω λάθος, αν υποστηρίξω ότι οι περισσότεροι από μας κάπως έτσι νιώθαμε όταν διαβάζαμε ένα μυθιστόρημα του Ιούλιου Βερν, σε κάποιο από εκείνα τα ωραία βιβλία με το σκληρό κόκκινο εξώφυλλο και τις γκρίζες γκραβούρες που απεικόνιζαν πότε το αυστηρό πρόσωπο και το ψηλόλιγνο κορμί του μηχανικού Κύρου Σμιθ και πότε το αποφασιστικό και κεραυνοβόλο βλέμμα του πλοιάρχου Νέμο. Για να μη μιλήσω καθόλου για τον ευθυτενή αξιωματικό, ο οποίος σε στάση προσοχής ακούει την αποστολή που του αναθέτει ο τσάρος: «Μιχαήλ Στρογκόφ, είπε ο τσάρος, δίνοντας τον φάκελο στον νεαρό αξιωματικό, πάρε αυτήν την επιστολή από την οποία εξαρτάται η σωτηρία όλης της Σιβηρίας και ίσως η ζωή του Μεγάλου Δούκα, του αδελφού μου… Πήγαινε, Μιχαήλ Στρογκόφ, για τον Θεό, για τη Ρωσία, για τον αδελφό μου και για μένα!». Και ξεκινούσαμε μαζί του την επικίνδυνη αποστολή, βέβαιοι για την επιτυχία.


Τα εγχειρίδια της Ιστορίας της Λογοτεχνίας στη Γαλλία δεν επιμένουν καθόλου στον Ιούλιο Βερν, όταν τον αναφέρουν. Οι συγγραφείς, όμως, και οι καλλιτέχνες φαίνεται να σκέφτονται διαφορετικά. Ο Raymond Roussel, για παράδειγμα, εκφράζεται με ασυνήθιστο ενθουσιασμό: «Θέλω να τιμήσω τον άνθρωπο με την απροσμέτρητη ιδιοφυΐα που ήταν ο Ιούλιος Βερν. Σε ορισμένες σελίδες του έργου του έφτασε τις υψηλότερες κορυφές που μπορεί να αγγίξει το ανθρώπινο ρήμα». Ο ντε Κίρικο συγκρίνει τον Βερν με τον Ρεμπό και τον Απολιναίρ, ενώ ο τελευταίος θαυμάζει το ύφος του Βερν και την τεχνική των περιγραφών του. Δεν έχει άδικο, αν κρίνει κανείς από τα Τέκνα του πλοιάρχου Γκραντ. H απόφαση έχει παρθεί: ο πλοίαρχος Γκραντ πρέπει να βρεθεί. H κομψή θαλαμηγός Duncan, ένας από τους κεντρικούς ήρωες του έργου, είναι έτοιμη να ξεκινήσει το ταξίδι: Γύρω στις τρεις το πρωί «ο δυνατός ήχος της σφυρίχτρας διέσχισε τον αέρα. Μία ώρα μετά το Duncan ξύριζε τα βράχια του Dumbarton. Δύο ώρες αργότερα ήταν στον κόλπο του Clyde. Στις έξι το πρωί ξεπέρασε τον μόλο του Cartyre, βγήκε από το κανάλι του Βορρά και έπλεε στον Ωκεανό». H αφήγηση, απότομη, έχει μειωθεί στο ελάχιστο. Σχεδόν απουσιάζει. Οι μόνοι πρωταγωνιστές είναι η θάλασσα, η γη και το καράβι. Σελίδες σαν αυτή σε μαγεύουν και σε καθηλώνουν και μάλλον ο Προυστ κατάφερε να συμπυκνώσει σε μία μόνο φράση την έλξη που ασκεί ο Βερν: «Είχε – λέει για κάποιον – το προσεκτικό και σοβαρό ύφος ενός παιδιού που διαβάζει ένα μυθιστόρημα του Ιούλιου Βερν».


Λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να διεκδικήσουν και να πετύχουν την προσοχή και τη σοβαρότητα των παιδιών. Ο Βερν το πέτυχε. Οχι τόσο, κατά τη γνώμη μου, γιατί πρόβλεψε τις τεχνολογικές κατακτήσεις που σήμερα αποτελούν κοινότοπη πραγματικότητα. Αλλά επειδή, αντίθετα, μετέτρεπε το οικείο σε ανοίκειο, την καθημερινή πραγματικότητα σε ένα είδος περιπέτειας, που το άλλο της όνομα είναι λογοτεχνία. Γιατί μόνο η λογοτεχνική πραγματικότητα τον ενδιαφέρει και μάλιστα με τη μορφή που της έδωσε ο Πόε. Ο Βερν αναγνωρίζει πολύ νωρίς το ταλέντο του Αμερικανού φίλου, στον οποίο αφιερώνει μια μελέτη το 1864. Ο Πόε, γράφει εκεί, επινόησε μια καινούρια φόρμα στη λογοτεχνία. (…) Δημιούργησε ένα ιδιόρρυθμο είδος, το μυστικό του οποίου, νομίζω, κατέχει ο ίδιος. Πιστεύω πως είναι ο αρχηγός της σχολής του ανοίκειου. Διεύρυνε τα όρια του αδύνατου. Θα βρει μιμητές».


Ενας από αυτούς είναι, χωρίς αμφιβολία, ο ίδιος ο Βερν, ο οποίος όμως δεν θεωρεί μοναδικό του πρόδρομο τον Πόε. Γιατί πριν απ’ αυτόν ορθώνονται οι μεγάλες μορφές του Νταφόε και του Ροβινσώνα Κρούσου. Ο Βερν βρίσκεται σε συνεχή διάλογο μαζί τους, άλλοτε συμφωνώντας κι άλλοτε διαφωνώντας. Σε όλες τις περιπτώσεις ο Ροβινσώνας και το νησί του αποτελούν το αξεπέραστο πρότυπο. «Κύριε Κύρο – ρωτάει στη Μυστηριώδη Νήσο τον σοφό μηχανικό ο αθώος, ρωμαλέος και αυθεντικός ναυτικός που είναι ο Πενκρόφ – πιστεύετε ότι υπάρχουν νησιά για ναυαγούς; Νησιά δημιουργημένα ειδικά για να μπορεί κανείς να ναυαγήσει όπως αρμόζει και στα οποία οι φουκαράδες να μπορούν πάντα να τα βγάλουν πέρα; Δεν είναι απίθανο, απάντησε χαμογελώντας ο μηχανικός. Είναι βέβαιο, κύριε, απάντησε ο Πενκρόφ και δεν είναι λιγότερο βέβαιο ότι το νησί Λίνκολν είναι ένα από αυτά!». H βεβαιότητα του Πενκρόφ και το χαμόγελο του Κύρου Σμιθ είναι αυτά που κάνουν τα παιδιά να διαβάζουν με προσοχή και σοβαρότητα τα μυθιστορήματα του Ιούλιου Βερν.


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.