Σήμερα ζουν στη χώρα μας περίπου 800.000 μετανάστες. Ο ακριβής αριθμός δεν έχει ακόμη προσδιορισθεί. Οι περισσότεροι εργάζονται, πολλοί ζουν εδώ με τις οικογένειές τους και μια μεγάλη αναλογία, περίπου το 55%, είναι Αλβανοί. H κατάσταση αυτή χαρακτηρίζεται άλλοτε ως σοβαρό ζήτημα, άλλοτε ως σοβαρό πρόβλημα και συχνά ως εκρηκτική κατάσταση. Πράγματι, υπάρχουν ορισμένοι που υποστηρίζουν ότι έχουμε, ως κοινωνία, μια βόμβα στα χέρια που οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να εκραγεί.


H αλήθεια είναι ότι η παρουσία τόσων χιλιάδων μεταναστών (περίπου οκτώ τοις εκατό του πληθυσμού) έχει πολλές και σημαντικές, θετικές αλλά και αρνητικές πλευρές. Το εκπληκτικό είναι ότι οι μετανάστες βρίσκονται στη χώρα εδώ και 15 χρόνια και η ελληνική πολιτεία δεν έχει ακόμη διαμορφώσει τη μεταναστευτική της πολιτική.


Βέβαια, ακούγονται συχνά φθηνές κορόνες περί ρατσισμού, ξενοφοβίας, δικαιωμάτων των μεταναστών, ενσωμάτωσης, πολυπολιτισμικής σύγχρονης κοινωνίας κτλ., οι οποίες όμως μάλλον προκαλούν σύγχυση παρά βοηθούν στην κατανόηση του προβλήματος.


Τα στοιχειώδη ερωτήματα, στα οποία πρέπει να δοθούν απαντήσεις προκειμένου να διαμορφώσουμε μια μεταναστευτική πολιτική που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας, είναι τα εξής: (α) Χρειαζόμαστε μετανάστες; Αν ναι, πόσους; (β) Από ποιες χώρες είναι σκόπιμο να προέρχονται οι μετανάστες και σε ποια αναλογία; H μεγάλη συγκέντρωση μεταναστών από μία χώρα είναι κακή πολιτική; Το γεγονός ότι οι αλβανοί μετανάστες αποτελούν το 55% του συνόλου είναι επικίνδυνο για τη χώρα μας; (γ) Ποια επαγγέλματα χρειαζόμαστε και, συνεπώς, ποια εκπαίδευση θέλουμε να έχουν οι μετανάστες που επιθυμούν να εργασθούν στη χώρα μας; Χρειαζόμαστε, π.χ., ανειδίκευτους εργάτες, γκαρσόνες και υπηρέτριες, ή μήπως ειδικευμένους τεχνίτες σε συγκεκριμένους τομείς, νοσοκόμες και μουσικούς; (δ) Πώς γίνεται η επιλογή μεταναστών; Υπάρχει ένα σύστημα μορίων που ευνοεί ή αποκλείει όσους έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά (π.χ., μόρφωση, ηλικία, φύλο, θρησκεία κτλ.) ή δεχόμαστε μετανάστες ανάλογα με την προσφορά τους ή τυχαίως ή με κάποιον άλλον τρόπο; (ε) Για πόσο χρονικό διάστημα παρέχεται η άδεια παραμονής και εργασίας; Θέλουμε εποχικούς μετανάστες ή για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα; (στ) Πώς αντιμετωπίζουμε τις περιπτώσεις εκείνων που ζουν στη χώρα μας πολλά χρόνια και έχουν εδώ τις οικογένειές τους και τα παιδιά τους σε ελληνικά σχολεία; Χορηγούμε μόνιμη διαμονή ή προβαίνουμε σε παροχή πολιτικών δικαιωμάτων;


H σοβαρότητα αυτών των ερωτημάτων είναι προφανής, αλλά η απάντηση σ’ αυτά είναι εξαιρετικά δύσκολη. Επιπλέον, κάθε απάντηση συνεπάγεται μια σειρά νέων ερωτημάτων. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα πρέπει να προκύπτουν με βάση έναν σταθερό προσανατολισμό, δηλαδή το συμφέρον της χώρας. Αυτό χρειάζεται να τονισθεί διότι υπάρχουν πολλοί που βλέπουν την παραμονή των μεταναστών ως φιλανθρωπικό ζήτημα και θεωρούν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε μετανάστες, πράγμα βέβαια που είναι παράλογο και επικίνδυνο.


Οπως έχει ήδη γίνει φανερό, η μετανάστευση τόσο μεγάλου αριθμού ανθρώπων επηρεάζει τη ζωή όλων μας και μάλιστα σε σημαντική έκταση. Συνεπώς, η μεταναστευτική πολιτική δεν πρέπει να διαμορφωθεί με βάση την έμπνευση ή την εμπειρία ή τα συμφέροντα ορισμένων ατόμων ή ομάδων, ούτε με βάση τις πιθανές οικονομικές επιπτώσεις μόνο. Αντίθετα, νομίζω ότι η μεταναστευτική πολιτική της χώρας μας πρέπει να εξασφαλίζει τα συμφέροντα, εθνικά, πολιτιστικά και οικονομικά, της χώρας, του παρόντος αλλά και του μέλλοντος.


Ο κ. Θεόδωρος Π. Λιανός είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.