Σε κανονικά χρονικά διαστήματα μέσα στο έτος, που αντιστοιχούν σε Σαββατοκύριακα, ολιγοήμερες αργίες ή στις διακοπές των Χριστουγέννων, του Πάσχα και του καλοκαιριού, ουρές χιλιομέτρων σχηματίζονται στα διόδια των εθνικών οδών, κυρίως σε εκείνα των εξόδων από την πρωτεύουσα. Οι εκδρομείς επιλέγουν να «αποδράσουν» από τα αστικά κέντρα και να αξιοποιήσουν τον ελεύθερο χρόνο της αργίας με στόχο την αναψυχή. Τα διόδια αποτελούν λοιπόν ένα κατώφλι, μια διαβατήρια τελετή ανάμεσα στον κόσμο της καθημερινότητας και στον κόσμο των διακοπών.


Ο τουρισμός με αυτοκίνητο γεννήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα αλλά στη Δυτική Ευρώπη, ως τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το αυτοκίνητο αποτελούσε μέσο κοινωνικής διάκρισης και ιδιαίτερη αθλητική δραστηριότητα. Οπως συνέβαινε και με άλλα αριστοκρατικά σπορ, η ευχαρίστηση προερχόταν από την ίδια την οδήγηση. H σπανιότητα του αυτοκινήτου και το υψηλό κόστος του το μεταμόρφωναν από μεταφορικό μέσο σε μέσο αναψυχής και διάκρισης.


Στον Μεσοπόλεμο όμως το αυτοκίνητο αλλάζει χρήση και από αντικείμενο πολυτελείας γίνεται τώρα μέσο ταξιδιού και μάλιστα οικογενειακού. Εταιρείες όπως η Οστιν στη Μεγάλη Βρετανία, η Φολκσβάγκεν στη Γερμανία, η Φίατ στην Ιταλία, η Πεζό, η Ρενό και η Σιτροέν στη Γαλλία παράγουν αυτόν ακριβώς τον τύπο οικογενειακού αυτοκινήτου που τα μεσοαστικά στρώματα των ελεύθερων επαγγελματιών και των υπαλλήλων μπορούν να αγοράσουν από τα πρώτα χρόνια γάμου. Οι ταξιδιωτικοί οδηγοί που εκδίδονται τη δεκαετία του ’20 (όπως οι Κόκκινοι Οδηγοί Μισελέν στη Γαλλία) απευθύνονται σε αυτόν τον κάτοχο αυτοκινήτου που ηγείται ενός πατριαρχικού τουρισμού: ο αστός οικογενειάρχης ταξιδεύει με το αυτοκίνητό του μαζί με την οικογένειά του για αναψυχή. Ο αριθμός όσων έχουν αυτοκίνητο, παρά τη θεαματική αύξησή του σε σχέση με τις προπολεμικές πραγματικότητες, παραμένει περιορισμένος. Εχει ωστόσο δημιουργηθεί μια νέα κοινωνική ομάδα που συγκροτείται από τους οδηγούς αυτοκινήτου και χρήστες των οδικών αρτηριών, οι οποίοι ενδιαφέρονται για την ταχύτητα και την ασφάλεια των μετακινήσεων.


Ο αυτοκινητόδρομος, ως βασικό μέσο του τουρισμού με αυτοκίνητο, δεν μείωσε μόνο τον χρόνο που χωρίζει τον τόπο της καθημερινότητας από τον τόπο των διακοπών αλλά τον έκανε και ομοιόμορφο. Από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 οι μάζες των εκδρομέων που με τα αυτοκίνητά τους κατακλύζουν τους αυτοκινητοδρόμους μοιράζονται μια κοινή χρονικότητα. Αν όμως ο χρόνος της μετακίνησης μοιάζει ομοιόμορφος και μαζικός, οι προορισμοί των διακοπών και οι χρήσεις του ελεύθερου χρόνου ποικίλλουν ακολουθώντας κοινωνικο-επαγγελματικές, γεωγραφικές και ηλικιακές διαφορές.


Παλαιότερα, τον 19ο και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, ο τουρισμός διέπετο από αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «σχόλη για καλλιέργεια». H επίσκεψη των ιστορικών αξιοθεάτων και των μουσείων αποτελούσε την κύρια δραστηριότητα της περιήγησης και σε αυτήν επικεντρώνονταν και οι τουριστικοί οδηγοί. Το ταξίδι λειτουργούσε σε πολλές περιπτώσεις ως μέσο για τη διαμόρφωση και την ενδυνάμωση της εθνικής ταυτότητας. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση των γαλλικών τουριστικών συλλόγων, στις αρχές του 20ού αιώνα, που επέλεγαν τουριστικούς προορισμούς οι οποίοι αποκάλυπταν τη «βαθιά Γαλλία» και την αυθεντικότητα του εθνικού τοπίου, μακριά από τις πολυσύχναστες πλαζ και το πολύβουο, κοσμοπολίτικο Παρίσι.


Βεβαίως τα ιστορικά μνημεία και τα μουσεία αποτελούν και σήμερα τουριστικούς προορισμούς. Εν τούτοις, η «σχόλη για αναψυχή», η οποία στοχεύει στην απλή διασκέδαση χωρίς παιδευτικές φιλοδοξίες, κατέχει ένα πολύ σημαντικότερο μέρος. Οι ταξιδιωτικοί οδηγοί προσπαθούν τώρα να μυήσουν τον τουρίστα στην καθημερινή ζωή του τόπου που επισκέπτεται, να του δώσουν πληροφορίες για το φαγητό, τους εμπορικούς δρόμους, τα στέκια της διασκέδασης κτλ. Ο ταξιδιώτης δεν είναι ένας απλός θεατής του παρελθόντος και της ιστορίας αλλά ενσωματώνεται στη ζωή και στο παρόν του τόπου που επισκέπτεται.


Από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 (για την Ελλάδα από τη δεκαετία του ’80 κυρίως) ένα σημαντικό μέρος των εκδρομέων κατευθύνεται εξάλλου σε ιδιόκτητη κατοικία στην εξοχή με δύο μορφές: το εξοχικό (μονοκατοικία ή διαμέρισμα) και το πατρικό σπίτι στο χωριό. Μετά τη μεγάλη αγροτική έξοδο που τροφοδότησε τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική μετανάστευση παρατηρείται πράγματι η νοσταλγική επιστροφή στην οικογενειακή κληρονομιά, στον τόπο καταγωγής. Ο οικογενειακός οίκος επιδιορθώνεται ή κατασκευάζεται εξαρχής για να στεγάσει τον χρόνο των διακοπών. Αφετέρου, η απόκτηση δεύτερης κατοικίας στην εξοχή αποτελεί σταθερή τάση των μέσων και ανώτερων αστικών στρωμάτων την τελευταία τριακονταετία. Για όσους εισέρχονται στη σύνταξη η κατοικία αυτή αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία και καλύπτει χρόνο που δεν ταυτίζεται αποκλειστικά με τον χρόνο των διακοπών.


Τέλος, μια άλλη ομάδα εκδρομέων επιλέγει το ελεύθερο ή οργανωμένο κάμπινγκ ενώ οι νεότερες γενιές, κυρίως τις προηγούμενες δεκαετίες, με το σλίπινγκ-μπαγκ στην πλάτη, ακολουθούσαν τον δρόμο των απρόβλεπτων διακοπών. Παρά λοιπόν τη μαζικότητα των διακοπών, οι πρακτικές του ελεύθερου χρόνου είναι σε μεγάλο βαθμό εξατομικευμένες και εφήμερες και ο χρόνος των διακοπών μετουσιώνεται σε ευκαιρία προσωπικής ολοκλήρωσης.


H κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.