H ιδέα εξεύρεσης μιας μέσης, τρίτης λύσης που θα αποφεύγει τα μειονεκτήματα και θα συνδυάζει τα θετικά στοιχεία δύο αντικρουόμενων κοινωνικοιοκονομικών και πολιτικών στρατηγικών έχει μακρά ιστορία. Στη μεταπολεμική περίοδο μπορεί κανείς να διακρίνει, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, τρεις στρατηγικές του Τρίτου Δρόμου:


* Ο Τρίτος Δρόμος του ευρωκομμουνισμού


Μετά τη σοβιετική εισβολή στην Πράγα, το 1968, σημαντικός αριθμός κομμουνιστικών κομμάτων στη Δυτική Ευρώπη εναντιώθηκε στον ασφυκτικό έλεγχο που η σοβιετική ηγεσία ασκούσε στα «αδελφά» κομμουνιστικά κόμματα της Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης. Αυτού του είδους η αντίδραση ήταν ιδιαίτερα έντονη στην Ιταλία όπου ο αρχηγός του KK Μπερλινγκουέρ, ακολουθώντας την παράδοση του Γκράμσι και του Τολιάτι, προσπάθησε να χαράξει στον πολιτικό κυρίως χώρο έναν μέσο/τρίτο δρόμο μεταξύ της εξαιρετικά διεφθαρμένης ιταλικής χριστιανοδημοκρατίας από τη μια πλευρά και του σοβιετικού μοντέλου διακυβέρνησης από την άλλη. Ως γνωστόν το τελευταίο βασιζόταν στη λενινιστική κομματική οργάνωση, στην απόλυτη υπακοή στα προστάγματα της Μόσχας και στην πίστη στον επαναστατικό δρόμο για την εγκαθίδρυση της «δικτατορίας του προλεταριάτου» – ως πρώτο βήμα για την επίτευξη του κομμουνιστικού ιδεώδους.


Το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα (IKK) όχι μόνο απέκτησε σημαντική αυτονομία από το σοβιετικό μπλοκ αλλά τάχθηκε και απερίφραστα υπέρ του πολιτικού πλουραλισμού, των ελεύθερων εκλογών, των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των εσωκομματικών δημοκρατικών διαδικασιών. Ο περίφημος «ιστορικός συμβιβασμός» του IKK εκείνη την περίοδο ήταν μια προσπάθεια της κομμουνιστικής Αριστεράς να αποφύγει την πολιτική πόλωση που, κατά τον αρχηγό του κόμματος, θα μπορούσε να οδηγήσει σε δικτατορικές λύσεις τύπου Παπαδόπουλου στην Ελλάδα ή τύπου Πινοσέτ στη Χιλή. Εξ ου το άνοιγμα προς τα δεξιά και η προσπάθεια συνεργασίας μεταξύ του IKK και των Χριστιανοδημοκρατών. Συνεργασία στη βάση μιας συμφωνίας που από τη μια πλευρά θα συνδύαζε τη δημοσιονομική αυστηρότητα και τα δρακόντεια αστυνομικά μέτρα εναντίον της εξωκοινοβουλευτικής άκρας Αριστεράς, ενώ από την άλλη θα διασφάλιζε τους μισθούς από τον πληθωρισμό και θα μεταρρύθμιζε τον διαβρωμένο κρατικό μηχανισμό.


H εκτέλεση όμως από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες του Αλντο Μόρο (που ήταν ο κύριος σύνδεσμος μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Κομμουνιστών) καθώς και η αποτυχία των μεταρρυθμίσεων οδήγησαν τελικά σε αδιέξοδο, βάζοντας τέλος στο όραμα του Τρίτου Δρόμου που ο ιταλικός «ιστορικός συμβιβασμός» αντιπροσώπευε. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι στην Ισπανία την ίδια περίοδο βλέπουμε παρόμοιες προσπάθειες χάραξης ενός Τρίτου Δρόμου μεταξύ σοβιετικού κομμουνισμού και της μεταφρανκικής δημοκρατίας από τον αρχηγό του ισπανικού KK Σαντιάγο Καρίγιο. Ο τελευταίος, παρ’ όλο που εναντιώθηκε στον σοβιετικό έλεγχο και δέχτηκε τις αρχές του δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό, διατήρησε τη λενινιστική οργάνωση του κόμματός του. Το ισπανικό KK, έπειτα από μια σχετικά σύντομη περίοδο αναζωογόνησης, έπαψε να αποτελεί σημαντική πολιτική δύναμη στη χώρα.


* Το μοντέλο του Ρήνου


Αν στη N. Ευρώπη η θεωρία και πρακτική του Τρίτου Δρόμου είχε να κάνει με τον μετασχηματισμό των στόχων της κομμουνιστικής Αριστεράς, στη Δυτική Ευρώπη ο προβληματισμός περί Τρίτου Δρόμου πήρε μια λιγότερο πολιτική και περισσότερο κοινωνικοοικονομική μορφή. Κυρίως στη Δ. Γερμανία αλλά όχι μόνο, η κεϊνσιανιστική πολιτική οικονομία στηρίχτηκε στη μαζική επέμβαση του κράτους με στόχο το πάντρεμα της οικονομικής ανάπτυξης με την κοινωνική συνοχή/δικαιοσύνη βάσει ενός πλαισίου δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού. Αντίθετα με τον σοβιετικού τύπου ολοκληρωτικό σχεδιασμό, οι μηχανισμοί της αγοράς δεν καταργούνται – ενώ από την άλλη μεριά η αγορά ρυθμίζεται κατά κοινωνικά ευεργετικό τρόπο.


Κατά την περίοδο της λεγόμενης «χρυσής εποχής της σοσιαλδημοκρατίας» (1950-1975) η συστηματική διαχείριση της ζήτησης από το κράτος και οι μαζικές δημόσιες δαπάνες (επενδυτικές και κοινωνικές) οδήγησαν σε σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ενώ συγχρόνως ο πληθωρισμός και η ανεργία διατηρήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα. Είναι η εποχή της θεαματικής ανάπτυξης του κράτους πρόνοιας και των καθολικών παροχών στον χώρο της υγείας, της παιδείας, της κοινωνικής ασφάλισης κτλ. H στενή, ημικορπορατιστική συνεργασία κεφαλαίου, εργασίας και κράτους δημιουργούν ένα πλαίσιο αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Ενα πλαίσιο όπου η επαγγελματική ανασφάλεια μειώνεται και η σταθερή, μακροχρόνια απασχόληση ενός εργαζόμενου στην ίδια επιχείρηση ή και στην ίδια κοινότητα είναι εφικτή. Ετσι, το λεγόμενο μοντέλο του Ρήνου πλησιάζει, σε έναν βαθμό, το τότε ιαπωνικό μοντέλο απασχόλησης σύμφωνα με το οποίο οι απολύσεις ήταν σπάνιες και ο εργαζόμενος μπορούσε να αρχίσει και να τελειώσει την εργασιακή πορεία του στην ίδια επιχείρηση.


Βέβαια, το μοντέλο του Ρήνου δεν έλυσε όλα τα προβλήματα που ο καπιταλισμός δημιουργεί. Αλλά οδήγησε σε έναν τύπο εξανθρωπισμένου καπιταλισμού όπου ο παρεμβατικός και συγχρόνως αναδιανεμητικός ρόλος του κράτους άμβλυνε σημαντικά τις κοινωνικές ανισότητες και την περιθωριοποίηση. Επιπλέον, αντίθετα με τον ιαπωνικό καπιταλισμό, τα θετικά αυτά αποτελέσματα επιτεύχθηκαν χωρίς αυταρχικά μέσα (τα συνδικάτα στη Δυτική Ευρώπη είχαν και εξακολουθούν να έχουν αυτονομία που δεν υπάρχει στον ασιατικό καπιταλισμό). Ο Τρίτος Δρόμος της συμβατικής σοσιαλδημοκρατίας έτυχε δριμείας κριτικής και από την Αριστερά και από τη Δεξιά. H μεν πρώτη λοιδόρησε τον μη επαναστατικό, «ρεφορμιστικό» χαρακτήρα του, ενώ το κομμάτι της Δεξιάς που ασπαζόταν τον φονταμενταλισμό της αγοράς απέρριπτε τον γραφειοκρατικό κρατικισμό και τον πατερναλισμό του «κράτους- γκουβερνάντα» (the nanny state). Ενός κράτους που, κατ’ αυτούς, υπέθαλπε την τεμπελιά και υπέσκαπτε την ιδιωτική πρωτοβουλία. Παρ’ όλες τις κριτικές και από τα δύο άκρα ο μέσος δρόμος του μοντέλου του Ρήνου, ως τα μέσα της δεκαετίας του 1970, είχε στο ενεργητικό του σημαντικά επιτεύγματα: για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας βλέπουμε σε σημαντικό αριθμό χωρών την παντελή εξάλειψη της απόλυτης φτώχειας και τη διάχυση οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στα λαϊκά στρώματα, βασιζόμενη σε πλαίσιο ευνομούμενης δημοκρατικής διακυβέρνησης.


* Σοσιαλδημοκρατία και νεοφιλελευθερισμός



Οπως είναι γνωστό, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970 το μοντέλο της συμβατικής, κεϊνσιανού τύπου σοσιαλδημοκρατίας εισέρχεται σε περίοδο έντονης κρίσης. Το παγκόσμιο άνοιγμα των αγορών, κυρίως των χρηματιστηριακών, σε συνδυασμό με τις νέες ηλεκτρονικές τεχνολογίες δημιούργησαν ένα πλαίσιο στο οποίο η ισορροπία κεφαλαίου – εργασίας που παρατηρούμε στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο ανατρέπεται σε βάρος της εργασίας. H θεαματική κινητικότητα του κεφαλαίου και η συνεχιζόμενη σχετική μη κινητικότητα της εργασίας κατήργησε την αποτελεσματικότητα των κλασικών κεϊνσιανών μέτρων. Ετσι, η πίεση των συνδικάτων για τη διατήρηση, αν όχι παραπέρα προώθηση, των κοινωνικών κατακτήσεων οδηγεί στη φυγή των κεφαλαίων σε χώρες όπου η εργασία είναι φθηνή και η προστασία της εργασίας περιορισμένη ή ανύπαρκτη. Στη βάση αυτή του νέου περιοριστικού πλαισίου, ο αναδιανεμητικός ρόλος του κράτους αμβλύνεται αφού οι υψηλές κρατικές δαπάνες οδηγούν στην καλύτερη περίπτωση σε ανάπτυξη χωρίς τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας (jobless growth) – και στη χειρότερη περίπτωση σε οικονομική στασιμότητα με πληθωρισμό (stagflation).


Δημιουργείται έτσι μια κατάσταση όπου οι αξίες της κοινωνικής συνοχής/δικαιοσύνης θυσιάζονται στον βωμό του άκρατου ανταγωνισμού στην παγκόσμια οικονομική αρένα. Σε αυτό το νεοδαρβινικό πλαίσιο, η εμμονή σε κεϊνσιανού τύπου λύσεις (όπως κρατικοποιήσεις, τόνωση της ζήτησης μέσω μαζικών δημοσίων δαπανών) οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε πλήρες αδιέξοδο. H σοσιαλιστική κυβέρνηση Μιτεράν για παράδειγμα, που στα τέλη της δεκαετίας του 1970 προσπάθησε να χαράξει μια συμβατική σοσιαλδημοκρατική, κεϊνσιανιστική πολιτική, αναγκάστηκε να κάνει στροφή 180 μοιρών, όταν έγινε αντιληπτό ότι υπήρχε βασική αντινομία μεταξύ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης από τη μια πλευρά και του συμβατικού σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου από την άλλη.


Σύμφωνα με αυτή τη συγκυρία όπου ο πιο πρόσφατος Τρίτος Δρόμος, τον οποίο πρώτος επεξεργάστηκε κατά θεωρητικά εκλεπτυσμένο τρόπο ο Αντονι Γκίντενς, άρχισε να επηρεάζει τις κυβερνητικές πολιτικές όχι μόνο στη Βρετανία αλλά και σε διάφορες άλλες, κυρίως σκανδιναβικές χώρες. Αν ο συμβατικός, σοσιαλδημοκρατικός καπιταλισμός προσπάθησε να χαράξει μια μέση οδό μεταξύ του σοβιετικού μοντέλου και του «άγριου» καπιταλισμού, ο Τρίτος Δρόμος του Γκίντενς προτείνει μια νέα μεσαία λύση μεταξύ της κεϊνσιανού τύπου σοσιαλδημοκρατίας από τη μια πλευρά και του νεοφιλελεύθερου, θατσερικού καπιταλισμού από την άλλη. Με άλλα λόγια, ο πρόσφατος Τρίτος Δρόμος προσπαθεί να αναζωογονήσει, να«εκσυγχρονίσει» τη συμβατική σοσιαλδημοκρατία χρησιμοποιώντας νέα, μετακεϊνσιανά μέτρα για την επίτευξη του στόχου «ανάπτυξη συν κοινωνική δικαιοσύνη». Δεν έχω τον χώρο για να αναπτύξω διεξοδικά τη θεωρία του Γκίντενς (για μια κριτική ανάλυση βλ. N. Μουζέλης, Για έναν εναλλακτικό τρίτο δρόμο, Θεμέλιο 2001). Εδώ θα επικεντρωθώ σε μια βασική ιδέα μόνο – αυτή που επηρέασε σε έναν βαθμό την κυβέρνηση του Νέου Εργατικού Κόμματος στη Βρετανία, και σε μεγαλύτερο βαθμό την κυβερνητική πολιτική της Δανίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας. Αυτή είναι η ιδέα της «flexisecurity»: του συνδυασμού της ευέλικτης εργασίας με την κοινωνική ασφάλεια. Δίνεται έμφαση στην ελαστικοποίηση της εργασίας αλλά σε συνδυασμό με μια κοινωνική υποδομή που θα εξασφαλίζει τη σχεδόν πλήρη απασχόληση καθώς και την προστασία των εργαζομένων από τις επιπτώσεις της ευελιξίας. Το σύστημα προϋποθέτει μαζικές δαπάνες στην επαγγελματική και διά βίου εκπαίδευση, έτσι ώστε ο εργαζόμενος που χάνει τη δουλειά του σε μια επιχείρηση να μπορεί γρήγορα και χωρίς οικονομικές θυσίες – με τη βοήθεια του κράτους και του εκπαιδευτικού συστήματος – να βρει άλλη εργασία σε άλλη επιχείρηση ή σε διαφορετικό επαγγελματικό κλάδο.


H παραπάνω λύση, ιδίως όπως λειτουργεί στις σκανδιναβικές χώρες, αποφεύγει τα αρνητικά χαρακτηριστικά και του συμβατικού σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου (όπως αυτό εξακολουθεί λίγο- πολύ να λειτουργεί σε Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία) και του νεοφιλελεύθερου αμερικανικού μοντέλου. Αντίθετα με το πρώτο, βλέπουμε την επίτευξη σχετικά υψηλών για ανεπτυγμένες οικονομίες ρυθμών ανάπτυξης με χαμηλά ποσοστά ανεργίας και υποαπασχόλησης. Αντίθετα με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, η ευέλικτη εργασία δεν οδηγεί σε μισθούς πείνας ή σε επιδείνωση των συνθηκών εργασίας. Ετσι, για παράδειγμα, ενώ στις ΗΠΑ η λύση της ευέλικτης εργασίας έχει μεν χαμηλώσει την ανεργία αλλά έχει δημιουργήσει μια κατάσταση γενικευμένης ανασφάλειας, μείωσης των μισθών και επιδείνωσης των εργασιακών σχέσεων, στη Σουηδία το σύστημα της «flexisecurity», δηλαδή η ενεργοποίηση ενός εκτεταμένου συστήματος ασφάλειας, πρόνοιας και μετεκπαίδευσης εξουδετερώνει σε μεγάλο βαθμό τις δυσλειτουργικές επιπτώσεις της νέας αγοράς εργασίας.


Βέβαια, στο νέο σύστημα ο εργαζόμενος χάνει την ασφάλεια της διά βίου απασχόλησης στην ίδια εταιρεία ή και στο ίδιο επάγγελμα. Επιπλέον είναι αναγκασμένος ακόμη και αν δεν βρει την εργασία που του αρέσει, να ενεργοποιηθεί στο τρίγωνο μετεκπαίδευση – αγορά εργασίας – προσφορά υπηρεσιών στον χώρο της κοινότητας. Οσο όμως η παγκοσμιοποίηση εξακολουθεί να έχει τα σημερινά νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά, τρεις είναι οι βασικές επιλογές μιας χώρας:


(α) H συμβατική σοσιαλδημοκρατική λύση η οποία εξασφαλίζει τη σχετική σταθερότητα/μονιμότητα της εργασίας, αλλά με τίμημα τη μείωση της ανταγωνιστικότητας και τα υψηλά επίπεδα ανεργίας.


(β) H νεοφιλελεύθερη λύση σύμφωνα με την οποία οι σχετικά υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και τα χαμηλά επίπεδα ανεργίας επιτυγχάνονται με τίμημα την έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας, την ένταση των ανισοτήτων και τη δημιουργία ενός γκέτο νεόπτωχων εργατών και υπαλλήλων.


(γ) H λύση του νέου Τρίτου Δρόμου βάσει της οποίας εξασφαλίζεται η δυναμική της ανάπτυξης και της χαμηλής ανεργίας σε συνδυασμό με εκτεταμένη υποδομή κοινωνικής πρόνοιας, η οποία οδηγεί μεν σε ευπρεπές επίπεδο ζωής για όλους, αλλά με τίμημα την ανασφάλεια που ενέχει η υποχρέωση της «ενεργοποίησης» και της επακόλουθης πιθανής επαγγελματικής και γεωγραφικής κινητικότητας.


Τελειώνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι τα τρία μοντέλα του μέσου δρόμου που σκιαγράφησα αποτελούν «ιδεώδεις» τύπους – με την έννοια ότι ενέχουν σχηματικό χαρακτήρα. Σε συγκεκριμένες χώρες ή και σε συγκεκριμένες κυβερνητικές ή κομματικές πολιτικές μπορεί να βρει κανείς στοιχεία και από τα τρία μοντέλα – στοιχεία που αρθρώνονται κατά διαφορετικό τρόπο στην κάθε περίπτωση. Παρ’ όλη τη σχηματικότητά της, νομίζω ότι η παραπάνω ανάλυση προσφέρει γενικό πλαίσιο με τη βοήθεια του οποίου μπορεί ο αναγνώστης να καταλάβει καλύτερα τη συνεχιζόμενη διαμάχη στη χώρα μας σχετικά με τις εργασιακές σχέσεις (ωράριο, υπερωρίες, απολύσεις, μερική απασχόληση κτλ.) Με τον κίνδυνο της υπεραπλούστευσης, θα έλεγα ότι η Αριστερά και ένα μέρος της Κεντροαριστεράς ασκεί κριτική στην κυβέρνηση της ΝΔ βασισμένη στη λογική του συμβατικού σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου. Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση ακολουθεί νεοφιλελεύθερη πολιτική που δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην ευελιξία και πολύ λιγότερη στην ασφάλεια/πρόνοια /μετεκπαίδευση. Βέβαια, ένα σημαντικό θέμα προς διερεύνηση είναι ποιες προσαρμογές χρειάζεται να γίνουν στον νέο Τρίτο Δρόμο που εφαρμόζεται στις σκανδιναβικές χώρες για να εφαρμοσθεί και στη χώρα μας.


O κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.