Κατά τις τελευταίες δεκαετίες αναζωπυρώθηκε και διευρύνθηκε στη χώρα μας το ενδιαφέρον για την τοπική ιστορία. Τόσο η διάθεση του κράτους για αποκέντρωση ορισμένων λειτουργιών του όσο και ο ζήλος της τοπικής αυτοδιοίκησης σε συνδυασμό με την απόπειρα θεματολογικής και μεθοδολογικής ανανέωσης της ιστοριογραφίας και τον αναπροσανατολισμό της εκπαιδευτικής πολιτικής, έδωσαν μια νέα σοδειά δημοσιεύσεων με αντικείμενο πτυχές των τοπικών κοινωνιών.


Κι αν υπάρχουν, βέβαια, διαθέσιμες μαρτυρίες, γνωστές ή «υπνώττουσες», τούτο συμβαίνει γιατί τα δικαιώματα του «μέρους» στην ιστοριογράφηση δεν είχαν ποτέ εξοβελισθεί. Με δεδομένη την αυξομείωση των τρόπων ικανοποίησης αυτής της αξίωσης δεν ήταν πάντα η ίδια σχέση «μέρους» και «όλου», όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα με την «παγιωμένη» εδώ και χρόνια γεωγραφική/ιστορική αντίληψη μιας επικράτειας, με καθορισμένα κρατικά σύνορα και διοικητικές υποδιαιρέσεις.


H θεωρητική – ερμηνευτική και μεθοδολογική – μήτρα της τοπικής ιστορίας είναι η ιδέα της «τοπικότητας». Ως «τοπικότητα» θα μπορούσε να ορισθεί η πλούσια σε καθορισμούς και σχέσεις ολότητα μικρής πληθυσμιακής ενότητας. Σ’ αυτό το ερμηνευτικό εγχείρημα η «ολότητα» προβάλλει την ιδιαιτερότητά της σε σχέση με το «κέντρο» και συγκροτεί την ιδιοσυστασία της μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα συντελεστών ή παραγόντων, οι σχέσεις των οποίων υπερβαίνουν τους επιμέρους εκθέτες τους.


Στις μέρες μας η «τοπικότητα» υφίσταται τις περισσότερες πιέσεις που δέχεται το εθνικό κράτος από τους αγωγούς της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή από τους διεθνοποιημένους μηχανισμούς παραγωγής αγαθών, πρώτιστα συμβολικών αγαθών μέσω των ηλεκτρονικών πολυμέσων. Από την άλλη πλευρά, απέναντι σ’ αυτή την πίεση, ορθώνεται ένα κίνημα πολιτιστικής ιθαγένειας που συχνά απεκδύεται – όχι πάντα – τον πολιτισμικό «λαϊκισμό», ο οποίος αντιπαραθέτει απλουστευτικά το «εμείς» στους «άλλους», υποβάλλοντας ένα πνεύμα ξενηλασίας και ρατσισμού. Αυτή η ενεργητική κατανόηση των ετεροτήτων, χωρίς καμιά σκοπιμότητα αυτάρεσκου ηγεμονισμού, ονομάσθηκε εντελώς πρόσφατα «Πολιτιστική οικολογία».


Συχνά οι μαρτυρίες, που μνημόνευσα στην αρχή αυτού του κειμένου, δεν αποτελούν ένα «αθώο», χωρίς ιδιαίτερες ιδεολογικές συνεπαγωγές, και επομένως κάποιο εύκολα αναγνώσιμο «μήνυμα». Προφανώς συμβαίνει το αντίθετο, αν έχουν συντεθεί με «ξένο» μάτι και χέρι και φέρνουν τη σφραγίδα συγκεκριμένης χρονικής συγκυρίας.


Ως προς τις «συμβατικές» κατασκευές της «Ανατολής» και της «Δύσης» – κάθε σημείο του πλανήτη είναι ταυτόχρονα δυτικό και ανατολικό – μας έχει συνδράμει και ένας εσπέριος, ο Gramsci, που ανάγεται στην καταγωγή αυτού του διπόλου, το οποίο οι «καλλιεργημένες ευρωπαϊκές τάξεις μέσα από την παγκόσμια ηγεμονία του το έκαναν να σημαίνει οτιδήποτε».


Και, πολύ περισσότερο, μας έχουν ανοίξει τα μάτια οι ακροβασίες των «ανθενωτικών» κάθε εποχής που στοιχούν προς τη μυωπία των «ενωτικών». Ενα παραπάνω που ο «Orientalism», ανεξαρτήτως ορίων στον τόπο και στο χρόνο, ανακατεύεται με το σύνδρομο της «postmodernity», από τη στιγμή που ξαναβγήκε στην επιφάνεια η «Ανατολή» ως «άλλος» ή «έτερον» των διανοουμένων της «Δύσης», ως σφήνα μάλιστα στην πλάτη των δικών τους πλαισίων συμπεριφοράς.


Ο αφηγηματικός πυρήνας αυτών των μαρτυριών προσπαθεί να αποδώσει τους ξεχωριστούς «χαρακτήρες» ανθρώπων και τοπίων ως εστιών τους, όπως τους σκιαγραφεί ο περιηγητής ως «συγκριτιστής», δηλαδή ως διαχειριστής των τρόπων εισόδου του παρελθόντος στο παρόν και αντίστοιχα του παρόντος στο παρελθόν. Οσο οδεύουμε προς τα πίσω, τόσο διακρίνεται η ανάδραση Τυπογραφίας και Περιηγητισμού με σημείο επαφής την έντυπη χαρτογραφία. H εστίαση του ενδιαφέροντος σε έναν τόπο δεν συνιστά απλώς μια χαρτογράφησή του, αλλά και μια μικρή τράπεζα πληροφοριών που ανάλογα με τα ερωτήματα που θα πάρει μπορεί να δώσει σειρά απαντήσεων. Ρητά ή με υπαινιγμούς διαπερνά το χάρτη ή την γκραβούρα τόσο η «μακροδομή» του τόπου, δηλαδή ως «μέρους» μιας καθορισμένης γεωπολιτικής εξουσίας, όσο και η «μικροδομή» του με την καθημερινότητα των κατοίκων του.


Αυτήν ακριβώς τη διττή οπτική γωνία παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή η ογκώδης σύνθεση του Αλέκου Μαρκόγλου που αναδημοσιεύει και υπομνηματίζει τα χαρακτικά και τις αφηγήσεις των Ευρωπαίων περιηγητών και χαρτογράφων, από τον 15ο ως τον 19ο αιώνα, με αντικείμενο την Κω. Οπως είναι αυτονόητο, η ιδιαιτερότητα του αντικειμένου και η αυταπάρνηση των μελετητών του επιτρέπουν συχνά στα εγχειρήματα τοπικής ιστορίας να παρακάμπτεται επάξια η θεσμικά κατοχυρωμένη κρίση επάρκειας και η συναφής αρμοδιότητα, ακόμη και όταν τα ανάλογα δείγματα κρίνονται με τα κριτήρια της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση που σημειώνω εδώ.


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.