«Θεσμικό και πολιτικό παράδοξο» διέγνωσαν οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου στη δήλωση της Τουρκίας ότι η συνυπογραφή της στην επέκταση της Τελωνειακής Ενωσης δεν συνεπάγεται και αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας. H υποτονική διατύπωση αναδεικνύει το μέγεθος του διλήμματος που αντιμετωπίζει η πλευρά μας. Γιατί η ύπαρξη νομικού παραδόξου δεν συνεπάγεται αυτομάτως και ύπαρξη πολιτικού. Το θεσμικό παράδοξο το γνώριζαν καλά οι 25 της EE όταν τον Δεκέμβριο του 2004 κατά τη συζήτηση των όρων για την έναρξη των τουρκικών ενταξιακών διαπραγματεύσεων αρνήθηκαν να συμπεριλάβουν σε αυτούς την αναγνώριση από την Τουρκία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σε εφαρμογή αυτής της απόφασης ο προεδρεύων κ. Μπλερ και ο επίτροπος για τη διεύρυνση κ. Ρεν αποδέχθηκαν τη μονομερή τουρκική δήλωση. Το τι προηγήθηκε και συνέβαλε σε αυτή την απόφαση είναι γνωστό, όσο και αν ορισμένοι σε Ελλάδα και Κύπρο θέλουν να το κρύβουν κάτω από το χαλί.


Πολιτικά η Κύπρος ζημιώθηκε όταν με προτροπή της πολιτικής της ηγεσίας και την ανοχή (τουλάχιστον) της κυβέρνησης Καραμανλή απέρριψε την πολιτική λύση, δηλαδή το Σχέδιο Αναν. Οι Τουρκοκύπριοι με τη νέα ευέλικτη ηγεσία Ταλάτ εμφανίστηκαν εναρμονισμένοι με τις επιδιώξεις της διεθνούς κοινότητας. Αντιθέτως, η ελληνοκυπριακή ηγεσία θεωρήθηκε κατάλοιπο της προηγούμενης περιόδου. Το πλέον σημαντικό είναι ότι για πρώτη φορά με την τακτική μας διευκολύναμε τη μερική αποενοχοποίηση της Τουρκίας ενώ δημιουργήσαμε εύλογες αμφιβολίες για το αν πράγματι επιθυμούμε πολιτική λύση στο Κυπριακό.


H Γαλλία με τις δηλώσεις Βιλπέν φαίνεται να διαφοροποιείται από την ως σήμερα κοινή ευρωπαϊκή προσέγγιση. Είναι προφανές ότι η αλλαγή στάσης οφείλεται στις επιπτώσεις που είχε το «Οχι» στο Ευρωσύνταγμα στη γαλλική Δεξιά. Μένει να δούμε τις επιπτώσεις στη γαλλική Αριστερά. Ο Λεπέν και όλη η ευρωπαϊκή Ακροδεξιά δεν αναζητούν προσχήματα για να αντιταχθούν στον ευρωπαϊκό δρόμο της Τουρκίας. Αφού πρώτα διαπιστώσουμε αν πρόκειται για πραγματική στροφή πολιτικής και όχι για κλείσιμο του ματιού προς τη γαλλική κοινή γνώμη, πρέπει να αποφασίσουμε αν θα διευκολύνουμε ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να «κρυφθούν» ακόμη μία φορά πίσω από Κύπρο και Ελλάδα. Χωρίς αμφιβολία πολλοί θα τείνουν ευήκοον ους στην πρόταση για αξιοποίηση από μέρους μας του αρνητικού σήμερα κλίματος για την Τουρκία. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι θα θέσουμε ως απαράβατο όρο την πλήρη αναγνώριση τώρα της Κυπριακής Δημοκρατίας στηριζόμενοι στη συνδρομή όσων αντιδρούν στην τουρκική ένταξη στην EE. Στην άκρη αυτής της γραμμής βρίσκεται η απειλή χρήσης του βέτο.


Ο δρόμος αυτός δεν είναι μόνο ολισθηρός. Είναι και προϊόν ψευδαισθήσεων. Θεωρεί ότι το Κυπριακό θα λυθεί με κόλπο, ότι εμείς θα αποφύγουμε τον συμβιβασμό και ότι υπάρχει τουρκική κυβέρνηση που θα αποσύρει τον στρατό κατοχής και θα αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία προ της επίτευξης πολιτικής λύσης. H συνεκτική στρατηγική του K. Σημίτη και του Γ. Παπανδρέου έφερε το Κυπριακό δυο βήματα από την επίλυσή του. Τότε που ο συνδυασμός της νιρβάνα Καραμανλή στη Λουκέρνη, του βροντερού «Οχι» του Τάσσου Παπαδόπουλου και της αποδέσμευσης από το Ελσίνκι σημείωσε το καλύτερο αυτογκόλ της περιόδου. Το πραγματικό δίλημμα παραμένει: αποδοχή μιας διχοτόμησης που σταδιακά πλέον από de facto μετατρέπεται σε de jure ή εκ νέου αναζήτηση πολιτικής λύσης. Προφανώς το δεύτερο. Μόνο που η επανεκκίνηση θα γίνει από σαφώς χειρότερες θέσεις. Ως συνήθως.


Ο κ. Νίκος Μπίστης είναι μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του ΠαΣοΚ.