H Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έχει μετατραπεί σε χώρα υποδοχής μεταναστών, με τον μεγαλύτερο μάλιστα αναλογικά αριθμό μεταναστών στην Ευρωπαϊκή Ενωση.


Ο N. 1975/1991 υπήρξε το πρώτο νομοθετικό πλαίσιο που διείπε την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στη χώρα αλλά ελάχιστα ανταποκρίθηκε στην πραγματικότητα που φιλοδοξούσε να ρυθμίσει.


Ακολούθησε ο N. 2910/2001, ο οποίος προσπάθησε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, με μια διαδικασία όμως εξαιρετικά γραφειοκρατική. Υποχρέωνε τους αλλοδαπούς σε εφοδιασμό με διπλές άδειες για το ίδιο χρονικό διάστημα (άδεια εργασίας και άδεια παραμονής) από διαφορετικές υπηρεσίες (νομαρχία και περιφέρεια αντίστοιχα), υποβάλλοντας μάλιστα δύο φορές όμοια δικαιολογητικά.


Γίνεται φανερό ότι το πλαίσιο αυτό ήταν αδύνατον να λειτουργήσει, αν λάβουμε υπόψη μας ότι κατά το 2004 οι μετανάστες από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης στην Ελλάδα ανέρχονταν ήδη σε 900.000, δηλαδή παραπάνω από το 8% του ενεργού πληθυσμού, και ότι το 2015, σύμφωνα με μελέτη του ΟΗΕ, ο πληθυσμός της Ελλάδας εκτιμάται ότι θα φθάσει τα 14,2 εκατ., από τα οποία 3,5 εκατ. θα προέρχονται από χώρες εκτός EE.


Από την άλλη, η Ελλάδα είχε την υποχρέωση να ενσωματώσει τρεις κοινοτικές οδηγίες, την 86/2003 για την οικογενειακή επανένωση, την 109/2003 για τους μακροχρόνια διαμένοντες και την 81/2004 για την άδεια διαμονής σε θύματα εμπορίας ανθρώπων.


Το νέο νομοθέτημα έρχεται λοιπόν να καλύψει μια νομική υποχρέωση αλλά και μια κοινωνική ανάγκη. Εχει δεδομένα θετικά σημεία:


α) Προβλέπει ενιαία άδεια διαμονής – εργασίας, συντομεύει τις διαδικασίες και μειώνει τη γραφειοκρατία, κάτι που αποτελούσε πάγιο αίτημα όχι μόνο των μεταναστών αλλά και του Συνηγόρου του Πολίτη, αφού το ως σήμερα ισχύον πλαίσιο δημιουργούσε την ανάγκη συχνών παρεμβάσεων και παρατηρήσεων, περισσότερων ίσως από οποιονδήποτε νόμο που την ευθύνη εφαρμογής του είχε το υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.


β) Καθιστά μία και μόνη υπηρεσία, την Περιφέρεια, αρμόδια για την έκδοση αδειών.


γ) Συστηματοποιεί και κωδικοποιεί τον απίστευτο δαίδαλο των τροποποιήσεων και των ερμηνευτικών εγκυκλίων.


δ) Προβλέπει ειδική άδεια διαμονής για τα θύματα του εμπορίου ανθρώπων.


ε) Αποκαθιστά σε πολύ μεγάλο βαθμό την ενότητα του ελληνικού νομοθετικού πλαισίου με το ευρωπαϊκό, όπως αυτό εκφράζεται τόσο από τις τρεις οδηγίες, την 86/2003, την 104/2003 και την 81/2004, όσο και από τα συμπεράσματα των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων του Τάμπερε το 1999, του Λάκεν το 2001 και της Θεσσαλονίκης το 2003, αλλά και τις επανειλημμένες θέσεις τόσο της Επιτροπής Μετανάστευσης και Προσφύγων όσο και της Ολομέλειας της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης.


Πέρα από τα παραπάνω, όμως, θεωρώ ότι το νομοθέτημα αυτό διατυπώνει μια κεφαλαιώδη διάταξη για την ελληνική έννομη τάξη αλλά και για την ελληνική κοινωνία γενικότερα.


Θεωρεί στο άρθρο 66 ως γνώμονα της ομαλής προσαρμογής και της κοινωνικής ένταξης των υπηκόων των τρίτων χωρών που διαμένουν στην Ελλάδα τη διατήρηση της διαφορετικότητας και της πολιτισμικής τους ιδιαιτερότητας.


Ανάγει, δηλαδή, η ελληνική έννομη τάξη το διαφορετικό και το πολιτισμικά ιδιαίτερο όχι μόνο σε αντικείμενο σεβασμού και προστασίας ως στοιχείο της προσωπικότητας του μετανάστη αλλά σε γνώμονα του τρόπου κοινωνικής ένταξής του στην Ελλάδα.


Αποποιείται η Ελλάδα ως χώρα υποδοχής της θεμιτής ίσως για το μέγεθος της φιλοδοξίας της ενσωμάτωσης και στοχεύει πανηγυρικά στην κοινωνική ένταξη ως συνύπαρξη και αρμονική συμπόρευση πολιτισμικών ετεροτήτων.


Εκχέει έτσι η μικρή Ελλάδα μια πρωτοφανή εξωστρέφεια, μια λαμπρή απάντηση στα ξενοφοβικά σύνδρομα που μάχονται, με σαφή στήριξη μεγάλων πληθυσμιακών μαζών, να αλώσουν την έννομη τάξη και να κατατμήσουν την κοινωνική ζωή χωρών πολύ μεγαλύτερων και πλουσιότερων.


Για να γίνει δε αντιληπτό το άλμα της ελληνικής κοινωνίας ή, αν θέλετε, η αυτοπεποίθηση του νομοθέτη, αρκεί να λεχθεί ότι ο προηγούμενος νόμος, ο 2910/2001, το μόνο που έκανε στο άρθρο 39 για τους αλλοδαπούς που διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα είναι να αναφέρεται στην εξομοίωση της κοινωνικής προστασίας, νοουμένης μόνον, αν είναι δυνατόν, ως δικαίωμα ασφάλισης «στους οικείους ασφαλιστικούς οργανισμούς».


Καταλήγω:


Οι νόμοι, ακόμη και οι καλοί νόμοι, δεν είναι πανάκεια. Κρίνονται κατά την εφαρμογή τους. H επιστροφή, όμως, έστω και η αποσπασματική, στην αντίληψη του Ελληνισμού ως εξωστρεφούς κοσμοπολιτισμού δεν μπορεί παρά να δημιουργεί αισθήματα αισιοδοξίας.


Ο κ. Νίκος Δένδιας είναι βουλευτής Κέρκυρας της ΝΔ, μέλος της Επιτροπής Μετανάστευσης και Προσφύγων του Συμβουλίου της Ευρώπης.