Σε άρθρο μου («Το Βήμα», 13.3.2005) είχα δεσμευτεί ότι θα ασχοληθώ με ό,τι συμβαίνει στα πανεπιστημιακά πράγματα εδώ και ένα χρόνο – ήδη διανύουμε τον 16ο μήνα. Δηλαδή με την αναντιστοιχία της προεκλογικής «δέσμευσης» της Νέας Δημοκρατίας για την «οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια» των AEI προς τις κατά συρροήν παρεμβάσεις στο έργο τους, ακόμη και σε θέματα επιστημονικών κρίσεων. Εσπευδα τότε να χαρακτηρίσω αυτή τη διγλωσσία ως «καραμανλήδικα», δηλαδή ως κείμενα με άλλη γλώσσα και με άλλη γραφή. Πράγματι για τις ανάγκες των Ελλήνων της Καραμανίας, στη Μικρά Ασία, αποδόθηκαν κείμενα της τουρκικής γλώσσας με ελληνικούς χαρακτήρες, ήδη από τα μέσα του 15ου αιώνα. Ως προς τη χρήση βέβαια του χαρακτηρισμού «καραμανλήδικα» νομίζω ότι δεν υπάρχει ευστοχότερο προσωνύμιο μιας διαρκώς διευρυνόμενης πολιτικής «διγλωσσίας» που συνάμα διαρκώς αυτοαποκαλύπτεται.


Ιδού τι θα μπορούσε κανείς, ως προς το θέμα μας, με ενδεικτικούς έστω κύκλους επιλογών και αποφάσεων του Υπουργείου Παιδείας, να επισημάνει (οι παραπομπές γίνονται στο «πλήρες κείμενο» της Νέας Δημοκρατίας: Το κυβερνητικό μας Πρόγραμμα για την Παιδεία που φέρει τις υπογραφές των K. Καραμανλή και Γ. Σουφλιά):


1. Από τη «συναίνεση των πολιτών» στην ακύρωση του διαλόγου


Με δέσμευση τη «συναίνεση των πολιτών» (σ. 6) και τη «συνέχιση του γόνιμου διαλόγου» (σ. 7) η υπόσχεση υπήρξε ρητή: «μεταβολές με υπευθυνότητα και χωρίς αιφνιδιασμούς», δηλαδή οι «ενδεχόμενες μεταβολές να γίνονται με υπευθυνότητα και χωρίς άσκοπους αιφνιδιασμούς και πειραματισμούς» (σ. 9). Του λόγου ακριβώς το αναληθές: η βιαστική νομοθετική ρύθμιση για τις μετεγγραφές των φοιτητών και η γνωστοποίηση του νομοσχεδίου για την αξιολόγηση (που περιλάμβανε και σειρά άλλων ρυθμίσεων) ένα μήνα πριν από την ψήφισή του, μεσούντος μάλιστα του «διαλόγου» για την Παιδεία (βλ. και παρ. γ´ και στ´).


2. H κρισεολογία και οι αυτόκλητοι θεράποντες


Ποια ήταν η «γενική εικόνα» που καλλιεργούνταν για το Πανεπιστήμιο; H διατύπωση ήταν επίσης σαφής: «εξακολουθεί να υστερεί συγκριτικά και να πάσχει» με «βασικόν υπεύθυνο την Πολιτεία» και συνακόλουθα να «διέρχεται βαθιά και πολύπλευρη κρίση» (σσ. 58/59). Στο ίδιο μήκος κύματος οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες ανανέωναν, λίγο πριν αρχίσει ο «εθνικός διάλογος» για την κατάσταση των ελληνικών Πανεπιστημίων, ότι αυτά βρίσκονται «από καιρό σε τροχιά παρακμής». Μάλιστα οι «βαθιές πληγές» τους εντοπίζονται συγκεκριμένα στα εξής: «υπεράριθμοι φοιτητές, έλλειψη υποδομών, απόντες καθηγητές, απωθητικά, μη λειτουργικά κτίρια, ανύπαρκτες ή ανοργάνωτες βιβλιοθήκες, υποβαθμισμένο εκπαιδευτικό έργο, ασήμαντο ερευνητικό έργο». Τουτέστιν, πρόκειται για «προφανή οπισθοδρόμηση, βεβαιωμένη αναποτελεσματικότητα, κρίση». Αν ξεκινώ μ’ αυτές τις διατυπώσεις, είναι γιατί αποτελούν τον κανόνα των δημοσιολογούντων που αναλίσκονται αφειδώς σε αποφάνσεις με επίκεντρο μια ρητορεία «κρισεολογίας», σύμφωνα με την οποία η γενικευμένη «κρίση» απαιτεί και μια δραστική θεραπευτική αγωγή. Οι αυτόκλητοι μάλιστα θεράποντες έχουν πάντα έτοιμη, μαζί με τη διάγνωση, και τη συνταγή της «εξυγίανσης», τόσο για τα «κεντρικά» όσο και για τα «περιφερειακά» Πανεπιστήμια που βρίσκονται με τη σειρά τους σε «μόνιμη κρίση».


3. Από την αύξηση κονδυλίων στην υποχρηματοδότηση


H αναγνώριση ότι απαιτούνται «περισσότερες επενδύσεις σε ανθρώπινους πόρους» ή ότι το «ανθρώπινο κεφάλαιο» συνιστά την «πιο σημαντική επένδυση στις σύγχρονες και ανοικτές κοινωνίες» συμβάδιζε με τη διαπίστωση ότι στη χώρα μας οι δημόσιες δαπάνες για την Παιδεία «ανέρχονται μόλις στο 3,5% του ΑΕΠ και υπολείπονται κατά πολύ σε σχέση με όλες τις χώρες της EE (όπου ο μέσος όρος είναι 5,46%), ακόμη και σε σχέση μ’ αυτές τις χώρες που είναι υπό ένταξη». Και με τη «δέσμευση» να εκφέρεται ατσιγκούνευτη ως προς τη «σημαντικότερη εθνική και κοινωνική επένδυση»: «οι δημόσιες δαπάνες για την Παιδεία, από 3,5%, σταδιακά να φτάσουν στο 5% του ΑΕΠ», ώστε να «συγκλίνουμε στον μέσον όρο της E.E.» (σσ. 11, 4, 15, 79). Αν κρίνω από το πρώτο «στάδιο» των δεκαέξι μηνών οι διατιθέμενες πιστώσεις δεν επαρκούν για την ανανέωση των συμβάσεων του προσωπικού των AEI που προσλαμβάνονται με το ΠΔ. 407 (μια πρακτική που εφαρμόσθηκε στα αρτισύστατα Τμήματα), λιγοστές περιπτώσεις προκηρύξεων νέων θέσεων ΔΕΠ εμφανίσθηκαν στον Τύπο, καθυστερούν πρυτανικές πράξεις διορισμού μελών ΔΕΠ (δεν πρόκειται να προχωρήσουν ως το φθινόπωρο) και τίποτε δεν προεξοφλεί ότι αξιοποιούνται «σωστά και με σοβαρό προγραμματικό προγραμματισμό τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης» (σ. 59) (βλ. και παρ. δ´). Πώς λοιπόν από την «καταφανή υποχρηματοδότηση» (σ. 59) θα οδηγηθούν τα Πανεπιστήμια στην «ουσιαστική μέριμνα για την υλικοτεχνική υποδομή και το ανθρώπινο δυναμικό»; Πάντως το ζήτημα έχει «προϊστορία» και συνδέεται με την προηγούμενη διακυβέρνηση της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία, χωρίς να παραβλέπω βέβαια ό,τι συναφώς επακολούθησε.


Κατά την τελευταία δεκαετία του αιώνα που πέρασε επιχειρήθηκε και στη χώρα μας να υπαχθεί η «ηθική της αντικειμενικότητας», που κατά παράδοση είχε εγγραφεί στην επιστημονική προσέγγιση του αντικειμενικού κόσμου, στην «ηθική της αποτελεσματικότητας» των ενεργειών, κατά τη φρασεολογία του Max Weber (1919) που είχε χρησιμοποιηθεί σε μια περίοδο «αμερικανοποίησης» των γερμανικών Πανεπιστημίων. Ηταν εντελώς νωπή η συζήτηση για την «Επιτροπή Αξιολόγησης» των AEI και ευκρινείς οι συνδηλώσεις που την εισήγαγαν, με την προσφυγή στις «συνθήκες οξύτατου ανταγωνισμού» που φαινόταν να επικρατεί διεθνώς, όταν ο N. 2083/92, άρθρο 24, συνέδεσε την «αξιολόγησή» τους («με βάση το επιτελούμενο σε αυτά εκπαιδευτικό, ερευνητικό και διοικητικό έργο») με την κατανομή της «ειδικής» κρατικής χρηματοδότησης, «πέραν της πάγιας» (στην οικεία «Εισηγητική έκθεση» επιπλέον υπογραμμιζόταν ότι η «αμοιβαία ενημέρωση» των AEI ως προς την «απόδοσή» τους θα συμβάλει στην «ανάπτυξη υγιούς και δημιουργικού ανταγωνισμού μεταξύ τους»).


4. Από την «ειδική μέριμνα για την έρευνα» στα αναλώσιμα προγράμματα


Προβλήθηκε με έμφαση η αναγκαιότητα της «σωστής αξιοποίησης» και «με σοβαρό προγραμματισμό» των «Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης». Και τούτο γιατί η «βασική έρευνα αποτελεί πηγή επιστημονικής γνώσης για το Πανεπιστήμιο» που «χρειάζεται συνεχή ανανέωση», ενώ «ειδική μέριμνα πρέπει να λαμβάνεται για τις λεγόμενες «ανθρωπιστικές επιστήμες»» (σσ. 59, 69). Μόλις πρόσφατα ολοκληρώθηκε η ετυμηγορία του «Πυθαγόρας II». Παρατρέχω το γεγονός ότι συντάκτες υποψηφίων ερευνητικών προτάσεων για χρηματοδότηση υπήρξαν συνάμα κριτές και κρινόμενοι, για να σταθώ στον τρόπο επαλήθευσης της «ειδικής μέριμνας»: από τις εξακόσιες προτάσεις που εκρίθησαν «προβιβάσιμες», μόνο μία (1) ανήκει στο πεδίο της φιλοσοφίας, ενώ από την κατηγορία «Γεωπονική – Κτηνιατρική» 34. Αφήνω στην άκρη μια πρόταση που θα δώσει σύντομα μικρότερες και μεγαλύτερες δημοσιεύσεις όσων τη σχεδίασαν, για να υποδείξω ξανά ότι εκείνο που γενικότερα διακυβεύθηκε – με επισωρευόμενα κρούσματα – ήταν η ιδιοσυστασία των Πανεπιστημίων, με κίνδυνο να μετατραπούν σε ετεροχρηματοδοτούμενα κέντρα «μελετών» χωρίς αυτοδυναμία επιλογών και κινήσεων. Ετσι εδραιώθηκαν φαινόμενα επιτήδειων «ερευνοδίαιτων» σε πανελλήνιες – και όχι μόνο – συσπειρώσεις: «Αναπτυξιακά», «επιμορφωτικά» και κάποτε «ερευνητικά» προγράμματα λειτουργούσαν όσο ακριβώς διαρκούσαν και αναλώνονταν. Πλήθος σελίδων χωρίς ειρμό συγκροτούσαν «ερευνητικά» ντοσιέ που κατά χιλιάδες σωρεύονταν σε χώρους αζήτητων των φορέων χρηματοδότησης (Υπουργεία, δημόσιοι Οργανισμοί, Περιφέρειες κλπ.).


5. Από τη διοικητική αυτοτέλεια στην παρωδία των διαδικασιών εκλογής


Από τη μια πλευρά δακτυλοδεικτούνταν όσοι «καταργούσαν ουσιαστικά την αυτοτέλεια» των AEI και από την άλλη ήταν ρητή η υπόσχεση για την ενίσχυση της «οικονομικής και διοικητικής αυτοτέλειάς» τους (σσ. 59, 63). Αν μείνουμε εδώ στην «ακαδημαϊκή λειτουργία» τους, μια και για τα οικονομικά τους αναφέρθηκα ήδη, δεν μπορώ παρά να συναριθμήσω την πολύμηνη καταταλαιπώρηση πολλών μελών ΔΕΠ με την καταχρηστική ερμηνεία της κείμενης νομοθεσίας για το τρίτο κριτήριο της εκλογής τους σε θέση καθηγητή («τρία χρόνια διδασκαλίας σε μεταπτυχιακά προγράμματα») και συνακόλουθα την εμβαλωματική αντιμετώπιση που οδήγησε σε παρωδία «επαναληπτικών» διαδικασιών εκλογής. Ακόμη μνημονεύω και τη σωρεία επιστροφής, αφού πέρασαν βέβαια διαδοχικούς υπηρεσιακούς ελέγχους χωρίς προσκόμματα, φακέλων διορισμού διά χειρός αγρονόμου. Επιλέγω δύο: η μία εκλογή αφορούσε γνωστικό αντικείμενο Παιδαγωγικής και η άλλη Κοινωνιολογίας, στην πρώτη μάλιστα μετά την παρέλευση της προβλεπόμενης αποκλειστικής προθεσμίας του τετραμήνου για τον «έλεγχο νομιμότητας».


6. Ποιος θα αξιολογήσει τους «αξιολογητές»;


H διαρκής μνεία της ανάγκης «αξιολόγησης» (μαζί με την «ποιότητα» και τους «πόρους» συγκροτούν το τρίπτυχο της υπεσχημένης εκπαιδευτικής πολιτικής της ΝΔ), που «πρέπει να διατρέχει όλο το σύστημα της εκπαίδευσης», αφορά την «ποιότητα» «όλων των παραμέτρων» των AEI (αν και τα «ενδεικτικώς» προβαλλόμενα ως «γενικά κριτήρια» είναι εντελώς ποσοτικά, όπως οι «θέσεις αναγνωστηρίων» και ο «λόγος εισερχομένων/αποφοιτώντων») και έχει ως απερίφραστη κορωνίδα την «πρόσθετη οικονομική επιχορήγηση σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εξωτερικής αξιολόγησης» (σσ. 7, 9, 76, 78, 77). Αν prima vista η θεσμοθετούμενη «αξιολόγηση» θα μπορούσε να αποτιμηθεί ως «ήπια», τα «κριτήρια» ωστόσο και οι «δείκτες» της «αποτελεσματικότητας» παραπέμπουν στα «αναγκαία μέτρα διασφάλισης και βελτίωσης της ποιότητας του έργου που επιτελούν» τα AEI. Και για να μην αντιπαρέλθω τη συγκυρία, όταν δηλαδή η επίθεση που δέχεται το δημόσιο Πανεπιστήμιο συνοδεύεται με την αξίωση «αξιολόγησής» του, θα μπορούσα να υπαινιχθώ τις πτυχές τού πάντα δραστικού ερωτήματος: ποιος θα αξιολογήσει τους «αξιολογητές»; Ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. H τριτοβάθμια εκπαίδευση, εδώ και χρόνια, αποτέλεσε διεθνώς αυτοτελές γνωστικό αντικείμενο με συμβολή σειράς επιστημών στη θεματοποίησή του. Γι’ αυτό απορεί κανείς πώς ξεφύτρωσαν δεκάδες «evaluators» που δεν είχαν και δεν έχουν να καταθέσουν ούτε μία δημοσιευμένη γραμμή για τον υπό «αξιολόγηση» θεσμό, με κάποιες λιγοστές εξαιρέσεις, αφήνοντας στην άκρη τους συμπαθείς εκπροσώπους της «αγοράς» που πλαισίωναν τελευταία τους «αξιολογητές».


7. Τα «μη-κρατικά» AEI στις Εκκλησιαστικές Σχολές


H αναγνώριση ότι η «παρεχόμενη από το κράτος εκπαίδευση» επιβάλλεται να είναι «μόνον υψηλής ποιότητας» και να «εξασφαλίζει την ισότητα στην εκκίνηση όλων των νέων», σε συνδυασμό με τη διαβεβαίωση ότι η «ύπαρξη και ανάπτυξη των Πανεπιστημίων βασίζεται στην έρευνα, τη διδασκαλία και τη δημιουργία ελεύθερης κριτικής σκέψης» καθώς και με τη διαβεβαίωση ότι τα «μη-κρατικά» Πανεπιστήμια («εφόσον αρθεί το συνταγματικό κώλυμα») θα υφίστανται «ουσιαστικό κρατικό έλεγχο» και θα διαθέτουν «σαφείς ποιοτικές προδιαγραφές» (σσ. 8, 60, 70), πώς συμβιβάζεται με το νομοσχέδιο για την «ανωτατοποίηση» των εκκλησιαστικών Σχολών, με «αρχιπρύτανη» τον Αρχιεπίσκοπο που προεδρεύει στο οικείο «Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο» και εποπτεύει τη σπουδή της «ορθόδοξης πίστης και παράδοσης»…


8. H αναδιάταξη της φυσιογνωμίας του δημόσιου Πανεπιστημίου


Στο Πρόγραμμα από τη μια πλευρά δεν μπορεί να αγνοηθεί το ελληνικό Σύνταγμα και επομένως δεν μπορεί παρά να αντιμετωπισθεί η «Ανώτατη Παιδεία ως δημόσιο αγαθό», ενώ από την άλλη σε σειρά ρυθμίσεων εμφιλοχωρούν διατυπώσεις που προκύπτουν από τη θεώρηση ότι ζούμε σ’ έναν «άκρως ανταγωνιστικό» κόσμο με συνέπεια η «Παιδεία» της χώρας να αναπτύσσεται σε «περιβάλλον δημιουργικού ανταγωνισμού», ακριβέστερα σε συνθήκες «προσπάθειας, άμιλλας και αξιοκρατίας», με την «αξιολόγηση» να λειτουργεί ως ο «αναγκαίος ανατροφοδοτικός μηχανισμός για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος» και να επιβάλλει ακόμη και τον «ανταγωνισμό μεταξύ των AEI» (σσ. 60, 8, 8, 9, 9, 78). Αναρωτιέμαι πόσο θα ενταθεί αυτή η ρητορική και πόσο θα καταστεί συγκεκριμένη με την υιοθέτηση του αποκαλούμενου «Ευρωσυντάγματος» που επιτάσσει την εκδίπλωση της οικονομικής πολιτικής των κρατών-μελών «σύμφωνα με την αρχή της ανοικτής οικονομίας της αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό» (άρθρο III, 69 και 70 και I, 3, 2). Δηλαδή σε μια «άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς», όπου ο «ανταγωνισμός είναι ελεύθερος και ανόθευτος», πώς θα οργανωθεί η παροχή της «Παιδείας ως δημόσιου αγαθού» χωρίς να κινδυνεύει να εκληφθεί ως «αντισυνταγματική» πράξη, μάλιστα σε μια χώρα που σεμνύνεται (σ. 4) πως η Παιδεία αποτελεί το «βασικότερο μοχλό οποιασδήποτε μορφής ανάπτυξης, κοινωνικής, πολιτιστικής, οικονομικής»; Είναι προφανές ότι το περίγραμμα του Πανεπιστημίου ως εκπαιδευτικού και ερευνητικού θεσμού, ιδιαίτερα ως πεδίου (ανα)παραγωγής της επιστημονικής γνώσης και με συγκεκριμένους όρους ως προς την ανάδειξή της σε «δημόσιο» αγαθό, δεν παραμένει και στις μέρες μας αυτονόητα ακέραιο. Με τις συνολικές πιέσεις ιδιωτικοποίησης που δέχεται η Ευρωπαϊκή Ενωση, στο πλαίσιο του διεθνούς καταμερισμού που υφίσταται η αντίθεση κεφαλαίου και εργασίας, στοιχειοθετούνται ήδη ευκρινώς ορισμένες τάσεις που, αν επικρατήσουν ολοσχερώς, θα αναδιατάξουν τη φυσιογνωμία του «δημόσιου» Πανεπιστημίου.


Επιμύθιο. Δεν έτρεφα, προφανώς, αυταπάτες ως προς την ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας, από τις εξαγγελίες της ως τα πρώτα μέτρα που θα ελάμβανε. Απορώ όμως με όσους/όσες, χωρίς να εντάσσονται στο κυβερνητικό κόμμα, καλλιεργούσαν ψευδαισθήσεις, για τον εαυτό τους και για αρκετούς άλλους… Δεν χρειάζεται μάλλον να υπομνησθεί ότι ο πανεπιστημιακός θεσμός είναι ό,τι κάθε φορά γίνεται, και παλαιότερα και στις μέρες που θα έλθουν, δηλαδή σφυρηλατεί την ιδιοσυστασία του μέσα από τις αντιστάσεις στις κρατικές πιέσεις και διεμβολές, με τη μέριμνα για την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, την αδιάπτωτη φροντίδα για τη θεματολογική και μεθοδολογική ανανέωση των επιστημών, με την αναζήτηση του ομφάλιου λώρου, με τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας και με τη διακρίβωση της συμβολής του στη διαμόρφωση πτυχών της κοινωνικής συνείδησης και στην ανασύνθεση των νοοτροπιών.


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.