Ενας από τους σημαντικότερους γάλλους κοινωνιολόγους, ο Raymond Boudon, δημοσίευσε πρόσφατα ένα βιβλίο πάνω στην ιδιάζουσα απέχθεια που επιδεικνύουν πλείστοι διανοούμενοι διεθνώς στην ιδέα του φιλελευθερισμού. Ανάλογα προκύπτουν και από άλλες μελέτες στην Αγγλία και στις ΗΠΑ (Mark Lilla, Richard Posner κ.ά.). H αρνητική στάση πολλών διανοουμένων απέναντι στον φιλελευθερισμό συνδέεται με μια θεωρητική θέση που υιοθετείται συχνά ασυνείδητα, αλλά που παίζει καθοριστικό ρόλο στην απόρριψη της φιλελεύθερης προσέγγισης στα πράγματα. H θεωρητική αυτή θέση είναι η απόρριψη ή η αγνόηση του μεθοδολογικού ατομισμού στις κοινωνικές επιστήμες και κατ’ επέκταση στην πολιτική θεωρία και πράξη. Ο μεθοδολογικός ατομισμός αποτελεί θεμελιακή παραδοχή της οικονομικής επιστήμης, αλλά και σύγχρονων κοινωνιολογικών προσεγγίσεων, όπως του James Coleman και του Gary Becker, και βασίζεται στην ιδέα ότι η απόλυτη, φυσική μονάδα της κοινωνίας είναι το άτομο και ότι πολλές αποφάσεις και πράξεις πολλών ατόμων μαζί δημιουργούν μια ενότητα, ένα «pattern» που δεν έχει σχεδιασθεί και είναι το απρόθετο αποτέλεσμα αυτών των πράξεων και αποφάσεων.


H αντίθετη προσέγγιση είναι του μεθοδολογικού ολισμού, δηλαδή της ιδέας ότι τα κοινωνικά σύνολα μπορούν και πρέπει να παρατηρούνται συνολικά και ότι το άτομο δεν εκφράζει παρά μεμονωμένα το σύνολο. Το σύνολο όμως αυτό πώς συλλαμβάνεται; Δεν είναι μια νοητική κατασκευή, μια συνάθροιση ατομικών δεδομένων; Το σύνολο δεν έχει δική του αυτόνομη «προσωπικότητα». H αντίθετη άποψη οδηγεί σε εξηγήσεις που παραπέμπουν σε αστάθμητες παραμέτρους και «συνωμοσίες». Αν δεν δεχθεί κανείς, για παράδειγμα, ότι τα αποτελέσματα της λειτουργίας της αγοράς είναι απρόθετα, θα νομίσει ότι η αγορά «αποφασίζει» ή ότι αποφασίζουν ορισμένα σκοτεινά «κέντρα» εντός της, καθορίζοντας τις τιμές προϊόντων, τα ποσοστά ανεργίας ή του πληθωρισμού κτλ.


Οι θεωρίες συνωμοσίας παράγονται και αξιοποιούνται από εκείνους που δεν αντιλαμβάνονται τη λειτουργία των απρόθετων αποτελεσμάτων πολλών παρόμοιων ανθρώπινων πράξεων. Και με την αταβιστική επιβίωση ανθρωπομορφικών καταλοίπων στα διανοήματά μας, η οδός της ευκολίας είναι να πιστέψουμε ότι κάτι που προέκυψε από πολλές ατομικές πράξεις, κάποιος το έκανε εμπρόθετα. Διότι οι άνθρωποι παράγουν το Κακό, δεν παράγεται μόνο του, και ο ρόλος του διανοουμένου είναι να το καταγγείλει, να βρει τη ρίζα και τη θεραπεία του.


Αν όμως απορρίπτει την ατομική προσέγγιση, που απαιτεί υπομονή και αναλυτική σαφήνεια, υπέρ της ολιστικής παντοψίας, θα εντοπίσει τη ρίζα του Κακού σε συγκεκριμένα ατομικά ή συλλογικά υποκείμενα δράσης που είναι, υποτίθεται, υπεύθυνα για την κοινωνική αδικία, π.χ. την παγκόσμια φτώχεια. H θεώρησή του θα είναι αντιφιλελεύθερη από δύο σκοπιές: από τη μια μεριά, η απόδοση ευθύνης για την κοινωνική αδικία στη «δομή» της κοινωνίας, επομένως σε δυνάμεις που ο ατομικά αδικούμενος δεν ελέγχει, ενώ από την άλλη, η προτεινόμενη θεραπεία είναι σχεδόν πάντα η κρατική παρέμβαση και η «πολιτική λύση», δηλαδή η επιβολή άνωθεν ορισμένων μέτρων.


Υπάρχει όμως και μια πρόσθετη παράμετρος που απομακρύνει πολλούς διανοούμενους από τον φιλελευθερισμό και αυτή έχει να κάνει με το γεγονός ότι η φιλελεύθερη παράδοση δεν παραπέμπει σε μια συνολική θεώρηση του κόσμου. Της λείπουν οι ολιστικές παραστάσεις και επομένως δεν υποδεικνύει συγκεκριμένο πρόγραμμα οικοδόμησης νέας κοινωνίας. Ο σύγχρονος διανοούμενος θεωρεί τον εαυτό του μοναδικά κατάλληλο σε έναν τέτοιο ρόλο. Και εκεί εντοπίζεται ο κίνδυνος να ολισθήσει σε αυταρχικές ατραπούς. Ο λόγος είναι απλός. Από τη στιγμή που ο ίδιος ταυτίζεται με μια ιδεολογία, μια κοσμοθεωρία που αποτελεί αφετηρία για ένα πολιτικό πρόγραμμα, ο πειρασμός του ολοκληρωτισμού θα είναι μεγάλος, η τάση, δηλαδή, να ιδεολογικοποιήσει την πραγματικότητα, να δώσει σάρκα και οστά στο όραμα που τον εμπνέει και που ο ίδιος διαμορφώνει ως ένα σημείο. H ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας, όμως, σημαίνει ότι πρέπει να ταυτισθεί με την εξουσία ή να προσβλέψει σε μια μελλοντική εξουσία, άρα σε άρση ή περιορισμό των ατομικών ελευθεριών – ιδίως στην καταπολέμηση του Κακού επί της γης. Δρα επομένως ως «δυνάμει» ή «εικονικός» εξουσιαστής. Αυτό είχε ψυχανεμιστεί, όπως φαίνεται, ο αείμνηστος Νίκος Πουλαντζάς προς το τέλος της ζωής του, όταν έγραψε ένα μακροσκελές άρθρο πάνω στην άνομη αυτή σχέση ανάμεσα στον διανοούμενο και στην εξουσία («Διανοούμενε, ποιος είσαι;», «Τα Νέα», 17 και 18 Αυγούστου 1978). Είναι πιθανό ο Πουλαντζάς να συνέλαβε μια αλήθεια τότε που είχε παραβλέψει στη διάρκεια της σύντομης, αλλά δημιουργικής του ζωής: ότι η μεγαλομανία των απανταχού εξουσιαστών συναντά τον γιγαντισμό των συνολικών θεωρήσεων πολλών διανοουμένων που υπό ορισμένες συνθήκες μπορούν να δημιουργήσουν ένα αποκρουστικό κράμα το οποίο καταλήγει στην προδοσία του ρόλου του διανοουμένου.


H φιλελεύθερη παράδοση προφυλάσσει τον στοχαστή από τέτοια ενδεχόμενα. Δεν του δίνει όμως τις πολυπόθητες φτερούγες για χιμαιρικά ταξίδια στην Ουτοπία, η οποία μετατρέπεται άφευκτα σε Δυστοπία σε πολιτικό πρόγραμμα. Αρκείται σε έναν ταπεινό ρόλο όχι ως προφήτης-κατήγορος της «κοινωνίας», αλλά υπηρετώντας πριν από όλα την αλήθεια και κηρύσσοντάς την άφοβα.


Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.