Στις μέρες μας η «τοπικότητα» υφίσταται – παρά τα επιφαινόμενα – τις περισσότερες πιέσεις που δέχεται το «εθνικό κράτος» από τους αγωγούς της «παγκοσμιοποίησης», δηλαδή από τους διεθνοποιημένους μηχανισμούς παραγωγής αγαθών, πρώτιστα συμβολικών.


Με δεδομένο το διεθνές πλαίσιο, όπως ήδη το προδιέγραψα, καθώς και την παρουσία του ελληνικού κράτους πώς συγκεκριμενοποιείται η «τοπική κοινωνία» που συχνά αντιμετωπίζεται ως αφαίρεση; Στους κόλπους της και όχι μόνον λόγω του τουρισμού έχει «εγκατασταθεί» ό,τι συνιστά τη σημερινή εκδοχή της «παγκοσμιοποίησης», δηλαδή οι διεθνοποιημένοι μηχανισμοί παραγωγής αγαθών, «συμβολικών» και «υλικών», προφανώς λειτουργούν οι θεσμοί του κράτους, αναπτύσσεται η Τοπική Αυτοδιοίκηση και δραστηριοποιείται η «κοινωνία των πολιτών», αυξομειούμενη στο δυναμισμό της και στα «αντισώματα» που συνθέτει.


Το πεδίο του πολιτισμού παράγεται και αναπαράγεται με την καθημερινή δράση των ανθρώπων και στο σύνολο των επιτευγμάτων της κοινωνικής τους ζωής. Απ’ αυτήν την άποψη η Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει τη δυνατότητα και βεβαίως την υποχρέωση συνεχών παρεμβάσεων μιας αρθρωμένης πολιτιστικής πολιτικής. Πρόκειται για έναν αυτοτελή τομέα δραστηριοτήτων και συνάμα διαχεόμενο στους υπόλοιπους κύκλους της δράσης ενός Δήμου, με ικανή χρηματοδότηση και με εκπροσώπους που να εμπνέονται από την τοπική πολιτιστική παράδοση και ταυτόχρονα να εγκολπώνονται τις νεωτερικές κατακτήσεις του καιρού μας.


Πιο συγκεκριμένα, ο Δήμος μπορεί να επιτελέσει τρεις αλληλοτροφοδοτούμενες λειτουργίες:


α) ως συμπαραστάτης, ηθικά και οικονομικά, πολιτιστικών πρωτοβουλιών που αναλαμβάνουν ομόλογοι φορείς ή πρόσωπα, β) ως παραγωγός, άμεσα ή έμμεσα, πολιτιστικών αγαθών, γ) ως επιτελικός νους για τη σύλληψη και την προώθηση ενός σχεδίου πολιτιστικής πολιτικής.


H πολιτική στο σύνθετο και αναδιατασσόμενο πεδίο του πολιτισμού θα ασκηθεί με γνώμονα σειρά κριτηρίων που διαρκώς θα εμπλουτίζονται μέσα από τη συμμετοχή των συμπολιτών μας. Ενδεικτικά μνημονεύουμε:


α) το σεβασμό στον άνθρωπο και το περιβάλλον του, β) την εξουδετέρωση του πνεύματος ηγεμονισμού σε σχέση με τους υπάρχοντες πολιτιστικούς φορείς, την ενθάρρυνση δηλαδή των μορφών συλλογικότητας, γ) την εδραίωση της διαδημοτικής σύμπλευσης για κοινό προγραμματισμό εκδηλώσεων, δ) την ανάδειξη των όρων συγκρότησης της τοπικής κοινωνίας χωρίς τα πλέγματα του «επαρχιωτισμού», ε) τη δημιουργική σύζευξη «παράδοσης» και «ανανέωσης», στ) την άμυνα στην εμπορευματοποίηση αξιών χρήσης κλπ., ζ) τη διεξαγωγή εκδηλώσεων κατά τη διάρκεια όλου του έτους.


Υπάρχουν Δήμοι που τηρούν ένα τέτοιο πλαίσιο αρχών και έλαβαν ή λαμβάνουν, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, σειρά μέτρων για την άσκηση μιας «πολιτικής πολιτισμού». Δηλαδή ό,τι αφορά τη στάση προς το περιβάλλον, με γνώμονα την αξιοβίωτη ανάπτυξη στους κόλπους μιας ανθηρής τοπικής κοινωνίας. Επιπλέον πραγματοποιούν παρεμβάσεις στους θεσμούς της εκπαίδευσης (από την εξασφάλιση μιας άνετης σχολικής εκπαίδευσης ως την ενίσχυση της συνεχιζόμενης ή δια βίου εκπαίδευσης) και στη σφαίρα της υγείας (υπηρεσίες καθαριότητας έως τη μέριμνα για την «Τρίτη ηλικία» και την αντιμετώπιση μορφών «κοινωνικού αποκλεισμού»). Προφανώς συμβάλλουν στη λειτουργική επιβίωση της παράδοσης (από την ενθάρρυνση πρωτοβουλιών μελέτης της τοπικής ιστορίας ως την καταπολέμηση του κιτς των ήχων και των εικόνων) καθώς και στην πολιτιστική διάσταση των τουριστικών υπηρεσιών (μορφές αναψυχής συμβατές με το περιβάλλον και «αντισώματα» στη μονοδιάστατη τουριστική πολιτική). Και τέλος εξασφαλίζουν τις προϋποθέσεις για τη δημιουργική αξιοποίηση του «ελεύθερου χρόνου» των συμπολιτών με ενθάρρυνση πρωτοβουλιών πολιτιστικής παιδείας και αναψυχής όλο το έτος.


Από την άλλη πλευρά όσο πιο ενσωματωμένη είναι η Τοπική Αυτοδιοίκηση στον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής πολιτιστικών αγαθών και πολιτισμικών πρακτικών τόσο ένας τέτοιος σχεδιασμός μοιάζει… εξωγήινος, ιδίως όταν και οι πολίτες βρίσκονται σε χειμερία ή θερινή νάρκη.


Ενα παράδειγμα, μια και όλη η συζήτηση δεν πραγματοποιείται in vacuo: στην πόλη που ζω τι νόημα θα είχε όταν απλώς επικαλούμαι την «αξιοβίωτη ολοκληρωμένη ανάπτυξη», ως πολίτης ή ως αιρετός άρχων, και συνάμα αδιαφορώ αν το δεντρόφυτο «Ξενία» περιπίπτει στη δίνη της οικονομικής κερδοσκοπίας, αν η «Οαση» εκσυγχρονίζεται… προς τα πίσω, αν η κεντρική πλατεία θα αποκτήσει φουγάρα εξαερισμού ενός γιγαντιαίου πάρκινγκ, αν τα γλυπτά της παραλίμνιας περιοχής αποσυρθούν για να την «ευπρεπίσουν», αν δεν ξέρω τι νερό πίνω, αν εργάζομαι δύο βήματα από τη δύσοσμη Δουρούτη, αν τρεις τουλάχιστον φορές την ημέρα σημειώνεται οξεία κυκλοφοριακή συμφόρηση, αν στο ρεπερτόριο του «Πνευματικού» Κέντρου του Δήμου ανήκει και ο «αποκεφαλισμός γυναικών» από κακόγουστο «μάγο», αν θα περάσουν πολλές δεκαετίες για να δουν οι συντοπίτες μου τρένο, αν θα ανανεωθεί το αεροδρόμιο, αν…


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.