Οπως το είδαμε την προηγούμενη φορά, ο Νοντέ θεωρεί την πολιτική επιστημονικό λόγο, ο οποίος θεμελιώνεται στο ανθρώπινο πνεύμα, ενισχυμένο από τις κατακτήσεις των επιστημών. Αλλά η θεωρητική θεμελίωση της πολιτικής, προφανώς απαραίτητη, δεν φαίνεται να παίζει πρωτεύοντα ρόλο, στο μέτρο που η πολιτική είναι κυρίως εφαρμοσμένη επιστήμη. Το πραγματικό πρόβλημα για τον Νοντέ βρίσκεται, κατά συνέπεια, στην πρακτική άσκηση της πολιτικής εξουσίας, χωρίς την οποία οι θεωρητικές αναλύσεις μένουν κενό γράμμα. Πώς ασκείται λοιπόν στην πράξη η πολιτική εξουσία; Στην ερώτηση αυτή είναι προσανατολισμένο το βιβλίο του Νοντέ, Πολιτικές απόψεις για τα πραξικοπήματα, με δηλωμένο σκοπό τη νομιμοποίηση των πραξικοπημάτων, που δεν είναι άλλο πράγμα από τις πράξεις της εξουσίας.


Με δεδομένο ότι το καθήκον του ηγεμόνα συνίσταται στην εξασφάλιση της σωτηρίας του λαού, ο Νοντέ διακρίνει με τρόπο ρητό την πολιτική από την ηθική, στο μέτρο που ο ηγεμόνας είναι αναγκασμένος, για να πετύχει στην αποστολή του, «να παραβιάσει και την ηθική και τη θρησκεία». Πρόκειται για αυτονόητη γνώση εμπειρικής τάξεως, η οποία μπορεί να συνοψισθεί στην ακόλουθη πρόταση: «Για να διατηρηθεί η δικαιοσύνη στα μεγάλα πράγματα, χρειάζεται ενίοτε να παραβλέπουμε τα μικρά. Και για να ισχύσει το δίκαιο χονδρικά, είναι επιτρεπτό να υπερισχύσει το άδικο στις λεπτομέρειες». H προηγούμενη αντίληψη θα επιτρέψει στον συγγραφέα να προβεί στην καινοτόμο θεωρία της διπλής δικαιοσύνης, αφανές αλλά ακλόνητο θεμέλιο των πραξικοπημάτων της εξουσίας. Υπάρχει μια δικαιοσύνη «φυσική, καθολική, υψηλή και φιλοσοφική». Δίπλα όμως σε αυτήν υπάρχει και μία άλλη «τεχνητή, μερική, πολιτική, φτιαγμένη στα μέτρα των αναγκών και των αναγκαιοτήτων του κράτους». Αυτή η δεύτερη δικαιοσύνη, σύμφωνα με τον συγγραφέα, πρέπει να γίνει το πραγματικό αντικείμενο μελέτης στην πολιτική και η σπουδή της όχι μόνο δεν είναι κατακριτέα, αλλά απολύτως απαραίτητη, καθώς αυτή είναι που επιβάλλει τη λογική της στην περιοχή των πράξεων του κράτους: «Δεδομένης της κακίας και της φαυλότητας των ανθρώπων, το να θέλει κανείς να μιλήσει για την πολιτική χωρίς να πει τίποτε για τα πραξικοπήματα, σημαίνει ότι κλείνει τα μάτια του μπροστά στην πραγματικότητα».


Τι παρατηρεί, λοιπόν, αυτός που θέλει να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά; Οτι στην πολιτική τα πραξικοπήματα είναι «πράξεις τολμηρές, που εκτελούνται σε εξαιρετικές συνθήκες, εναντίον του δικαίου, αλλά και κάθε μορφής τάξης ή δικαιοσύνης, όταν οι ηγεμόνες είναι αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν δύσκολες υποθέσεις και απελπιστικές καταστάσεις». Τολμηρός όμως παρουσιάζεται και ο συγγραφέας και η τόλμη του συνίσταται στο γεγονός ότι αναγνωρίζει πως δεν υπάρχει καμία νομιμότητα για τις πράξεις αυτές, «παρά μόνο αν λάβει κανείς υπόψη το δημόσιο καλό». Στο σημείο αυτό, όμως, επειδή ο ορισμός του δημόσιου καλού παρουσιάζει κάποιες δυσκολίες και πάντως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα αποτελέσει αντικείμενο συμφωνίας για όλους, ο Νοντέ αισθάνεται υποχρεωμένος να εξηγήσει τη σκέψη του. Και οι διευκρινίσεις του έχουν σημασία.


Υποστηρίζει ότι πρέπει να διακρίνουμε «τα κρατικά αποφθέγματα, δηλαδή τις ομολογημένες αρχές διακυβέρνησης, από τις πράξεις του κράτους, οι οποίες αποτελούν τα μυστικά του μέσα». «Τα αποφθέγματα» – σήμερα ίσως λέγαμε τα μεγάλα λόγια ή, πιο λαϊκά, ο δεκάρικος, που τελευταία πάει να γίνει κανόνας – «αποτελούνται από τις αιτίες, τους λόγους, τα μανιφέστα, τις δηλώσεις, όλες τις μορφές και τους τρόπους που νομιμοποιούν μια πράξη και που προηγούνται ή έπονται των αποτελεσμάτων». Εχουμε να κάνουμε με πράξεις του κράτους, αντίθετα, «όταν μάλλον βλέπουμε τον κεραυνό να πέφτει παρά ακούμε τη βροντή στα σύννεφα». «Οι πράξεις του κράτους», συνεχίζει ο Νοντέ, «γίνονται τη νύχτα, μέσα στα σκοτάδια και στην ομίχλη: αυτός που νόμιζε ότι θα χτυπήσει δέχεται πρώτος το χτύπημα· ο άλλος που νόμιζε ότι ήταν ασφαλής πεθαίνει· ο τρίτος που υποφέρει ούτε που το είχε φανταστεί». Και ο έμπειρος γάλλος συγγραφέας συνοψίζει τις κρατικές πράξεις σε μία μόνο φράση: «H εκτέλεση προηγείται της ετυμηγορίας».


Από όλα τα πραξικοπήματα ή πολιτικά στρατηγήματα που ο Νοντέ αναφέρει στο βιβλίο του υπάρχουν δύο που κερδίζουν την προτίμησή του, για τον υψηλό βαθμό ευκολίας και αποτελεσματικότητας που συγκεντρώνουν: ο χειρισμός των ψυχών μέσω της θρησκείας και η δολοφονία. Ετσι εξηγείται το γεγονός ότι ο Νοντέ αναφέρεται εκτενώς στη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, την οποία θεωρεί επιτυχή συνδυασμό των δύο στρατηγημάτων και υψηλό παράδειγμα προς μίμηση: «H νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου ήταν πράξη πολύ σωστή, πολύ αξιοσημείωτη και πέρα για πέρα νόμιμη». Κάτι σαν το πρότυπο της κρατικής πράξης.


Μένουν οι άνθρωποι, ο περίφημος λαός, για το καλό του οποίου, αν κρίνει κανείς από τις πράξεις τους, πασχίζουν οι ηγέτες του κόσμου. Και στο σημείο αυτό ο Νοντέ έχει έτοιμη την απάντησή του: «Αν ξεγελούν τον λαό, το κάνουν για το συμφέρον του. Τα πραξικοπήματα μοιάζουν με τις πηγές του Νείλου: είναι ευεργετήματα, τα αποτελέσματα των οποίων βλέπουν οι λαοί και αγνοούν τις αιτίες».


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.