H πολιτική για τη μετανάστευση αποτελεί ένα από τα πεδία όπου ακόμη οι πολίτες μπορούν να διακρίνουν μια γνήσια προοδευτική πρόταση από μια συντηρητική και άτολμη πολιτική που υποθάλπει τον ρατσισμό και την ξενοφοβία.


Για τη χώρα μας που στις αρχές της δεκαετίας του ’90 έγινε μάρτυρας μιας μαζικής μετακίνησης πληθυσμών και από παραδοσιακή χώρα εξαγωγής μεταναστών κατέστη χώρα μαζικής εισροής τους, η μεταναστευτική πολιτική αποτελεί πλέον βασικό πυλώνα της εσωτερικής της πολιτικής με πολλαπλές συνέπειες στον τομέα της ασφάλειας, της παιδείας, της δημόσιας υγείας, της εργασίας, του ασφαλιστικού συστήματος κτλ.


H παρουσίαση, κατά συνέπεια, από την κυβέρνηση του πολυδιαφημιζόμενου νομοσχεδίου της για την «εισαγωγή, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην ελληνική επικράτεια» παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όχι μόνο γιατί απεικονίζει την αντίληψή της για ένα φλέγον κοινωνικό ζήτημα, αλλά και γιατί έχει συνέπειες που διαπερνούν οριζόντια το σύνολο των λειτουργιών της ελληνικής πολιτείας.


Το βασικό στοιχείο που χαρακτηρίζει το νομοσχέδιο της κυβέρνησης είναι η παντελής έλλειψη σχεδίου, μέτρων και δράσεων για την κοινωνική ένταξη και ενσωμάτωση των μεταναστών. Παρά την παραπλανητική αναφορά στον τίτλο του νομοσχεδίου, επί της ουσίας υπάρχουν μόνο ευχολόγια, καθώς προβλέπεται η εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου δράσης το οποίο παραπέμπει στο αόριστο μέλλον τη συγκεκριμενοποίηση των πολιτικών και τη λήψη μέτρων! (άρθρο 66).


Το μεταναστευτικό φαινόμενο στην Ελλάδα τείνει να ταυτιστεί με τον φόβο και την ανασφάλεια. Απέναντι σε αυτή την επικίνδυνη πραγματικότητα υπάρχει η λύση της αστυνομικής και διοικητικής διαχείρισης του φαινομένου, που στηρίζεται και εξαντλείται στον περιορισμό της εισόδου νέων μεταναστών στη χώρα, στη διαδικασία απελάσεων των αλλοδαπών, στο στήσιμο μιας διοικητικής υποδομής για τη διαχείριση της γραφειοκρατίας που τους αφορά.


Υπάρχει όμως και η άλλη απάντηση. Υπάρχει η πολιτική που έχει ως στόχο την κοινωνική ένταξη των ανθρώπων αυτών, τον σεβασμό των δικαιωμάτων τους παράλληλα με τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλονται, τη δράση και λειτουργία τους μέσα σε μια πολυπολιτισμική σύγχρονη κοινωνία, που ασφαλώς έχει τη δική της κυρίαρχη εθνική, πολιτισμική και θρησκευτική ταυτότητα, αλλά ενσωματώνει και φιλοξενεί παράλληλα πολλές κοινότητες που την καθιστούν ακόμη ισχυρότερη και παραγωγική.


Αυτή η δεύτερη εκδοχή μιας σύγχρονης μεταναστευτικής πολιτικής δεν μπορεί παρά να έχει ως απόληξη μια ολοκληρωμένη πολιτική ιθαγένειας για την απονομή πολιτικών δικαιωμάτων. H πολιτική αυτή αποτελεί μονόδρομο σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση του προβλήματος της ασφάλειας των πολιτών που γεννά το κύμα ρατσισμού και ξενοφοβίας το οποίο γιγαντώνεται στην ελληνική κοινωνία.


Ο μετανάστης παρίας, ο μετανάστης για τον οποίο συζητούμε αν μπορεί ή δεν μπορεί να σηκώσει την ελληνική σημαία, ο μετανάστης που έπειτα από δέκα χρόνια εξακολουθεί να τρέχει για τα χαρτιά του είναι ο ύποπτος μετανάστης, ο μετανάστης ξένος, αυτός που αισθάνεται ότι ανήκει στο περιθώριο.


H Νέα Δημοκρατία μέσα από το νομοσχέδιο που κατέθεσε είναι βέβαιο ότι ακολουθεί την πρώτη εκδοχή επιβεβαιώνοντας δυστυχώς την ξενοφοβική της ταυτότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι από συγκριτική ανάλυση που διεξήχθη από την κοινοπραξία εταιρειών στατιστικών μελετών Niesen-Peiro-Schibel, στο πλαίσιο του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου «Ευρωπαϊκός Διάλογος για τη Μετανάστευση», οι ευρωβουλευτές της ΝΔ κατατάσσονται σε μία από τις τελευταίες θέσεις των κομμάτων της Ευρωβουλής (114η θέση σε σύνολο 122), έχοντας εξασφαλίσει, για τη στάση τους υπέρ της κοινωνικής ένταξης των μεταναστών, χαμηλή βαθμολογία της τάξεως του 19 με άριστα το 100.


Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης δεν περιλαμβάνει καμία πρόβλεψη για την κοινωνική ένταξη των μεταναστών, αντιθέτως υπάρχουν σημεία που την καθιστούν ανεφάρμοστη.


Για την επανένωση της οικογένειας, για παράδειγμα, τα ποσά τα οποία πρέπει να διαθέτει ο αιτών ως ετήσιο εισόδημα καθιστούν απαγορευτική τη σκέψη για κάθε αλλοδαπό (άρθρο 53), τη στιγμή που η επανένωση θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως μοχλός για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας.


Το νομοσχέδιο εισάγει ορισμένες καινοφανείς απαγορεύσεις στους μετανάστες, όπως για παράδειγμα απαγορεύει την αλλαγή στον τόπο διαμονής τους πριν από την πάροδο έτους καθώς και στην ειδικότητα της εργασίας τους κατά τον χρόνο ισχύος της άδειάς τους (άρθρο 15 § 3 και 4). Ετσι σε μια περίοδο όπου η κινητικότητα στον χώρο της εργασίας αποτελεί ζητούμενο του ελληνικού παραγωγικού σχεδιασμού το νομοσχέδιο της κυβέρνησης δυσχεραίνει ειδικά στους αλλοδαπούς αυτή τη δυνατότητα.


Δεν υπάρχει κανένα πλαίσιο μεταναστευτικής πολιτικής, όπως για παράδειγμα πρόβλεψη συνεργασίας με τις χώρες αποστολής μεταναστών, ενώ φαίνεται πως προκειμένου να αντιμετωπιστεί το δημοσιονομικό αδιέξοδο της κυβέρνησης επιστρατεύτηκαν ακόμη και τα πρόστιμα (άρθρα 82, 86, 87) σε μια επίδειξη εισπρακτικού οίστρου. Σε ό,τι αφορά την ιθαγένεια, καμία αλλαγή στο ισχύον καθεστώς, δηλαδή τα υψηλά παράβολα και οι αναιτιολόγητες αποφάσεις της Επιτροπής στην οποία υποβάλλονται οι αιτήσεις χορήγησης ιθαγενείας εξακολουθούν να παραμένουν ως άλλοθι ρυθμίσεων. Οσο για τους χιλιάδες μετανάστες που περίμεναν την «τρίτη ευκαιρία» για τη νομιμοποίησή τους, η συντριπτική πλειονότητά τους εξαιρείται από το δικαίωμα αυτό, λόγω των αυστηρών προϋποθέσεων του νόμου.


Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης κλείνει τα μάτια στο πρόβλημα, όχι μόνο γιατί η παράταξη αυτή αδυνατεί να το αντιμετωπίσει, αλλά και γιατί η βαθιά και παραδοσιακή ιδεολογία της δεν επιθυμεί να το αντιμετωπίσει.


H κοινωνική ένταξη και η ενσωμάτωση είναι έξω από τη λογική ακόμη και της «σύγχρονης Δεξιάς». Ο ξένος είναι εχθρός. Επειδή όμως σήμερα δεν τολμάνε να το πούνε γιατί θα στραπατσάρουν το κεντρώο προφίλ που προσπαθούν να χτίσουν, τον αφήνουν στη γωνία. Τον αντιμετωπίζουν διοικητικά, ανεπαρκώς βέβαια, αλλά δεν επιθυμούν να τον εντάξουν γιατί η ένταξη είναι έξω από τη συντηρητική και ξενόφοβη ιδεολογία τους. «H ελληνική κοινωνία πρέπει να είναι καθαρή και αμιγής». Ολοι οι υπόλοιποι είναι το ανεπιθύμητο φολκλορικό εργατικό δυναμικό το οποίο επιθυμούν απλώς να αστυνομεύουν, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι οι αστυνόμοι στις δημοκρατικές κοινωνίες δεν έλυσαν ποτέ το πρόβλημα.


Η κυρία Μιλένα Αποστολάκη είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ.