Ο Gabriel Naudé δεν ανήκει στους εξέχοντες στοχαστές του 17ου αιώνα και η Ιστορία δεν τον κατατάσσει στο Πάνθεον των ηρώων της σκέψης – όπως θα έγραφε ο Χέγκελ. Το έργο του, συχνά ετερόκλητο, δεν έχει γίνει αντικείμενο εμπεριστατωμένης μελέτης εκ μέρους των ειδικών που ασχολούνται με την ιστορία της πολιτικής σκέψης. Βιβλιοθηκάριος και χρονικογράφος – κάτι σαν ιστορικός της βασιλικής εξουσίας -, ίσως μάλιστα και πρώιμος δημοσιογράφος, ο Νοντέ είναι από τους ανθρώπους που κινούνται με άνεση στους διαδρόμους της εξουσίας υποστηρίζοντας όσους έχουν επικρατήσει, ενώ κάθε φορά καταφέρνει να προβλέψει, με θαυμαστή επιτυχία, τους μελλοντικούς άρχοντες. Με θαυμαστή ευθυκρισία διέγνωσε από πολύ νωρίς το κυρίαρχο πολιτικό στίγμα της εποχής του, που ήταν η θεμελίωση και η οικοδόμηση του συγκεντρωτικού κράτους. Στην κατεύθυνση αυτή έστρεψε την προσοχή του θεωρώντας ότι η πολιτική είναι «η βασιλική επιστήμη» στην οποία το κράτος μιλάει για τον εαυτό του.


H πολυσχιδής δραστηριότητά του τον οδηγεί στη συγγραφή δύο βιβλίων. Το πρώτο, δημοσιευμένο το 1633, είναι η Πολιτική βιβλιογραφία, συστηματική καταγραφή των σημαντικότερων πολιτικών στοχαστών της ιστορίας. Πρόκειται για ένα είδος εκτεταμένης και παιδαγωγικής εισαγωγής, η οποία προετοιμάζει το δεύτερο έργο, τις Πολιτικές απόψεις για τα πραξικοπήματα, που δημοσιεύεται το 1639. Με το δεύτερο αυτό βιβλίο ο Νοντέ επιχειρεί να εγκατασταθεί ως πολιτικός συγγραφέας και η φιλοδοξία του, όπως θα το δούμε στη συνέχεια, έχει γερές βάσεις. Το έργο παρουσιάζεται ως καρπός των συζητήσεων του συγγραφέα με τον προστάτη του, καρδινάλιο de Begny, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Ιταλία. Ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των συζητήσεων δηλώνεται πρακτικά από το γεγονός ότι η πρώτη έκδοση του βιβλίου αριθμεί μόλις έξι αντίτυπα: ανταλλαγή απόψεων μεταξύ διπλωματών, κεκλεισμένων των θυρών. Εδώ τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους.


Αυτό που έχει σημασία είναι η δηλωμένη προοπτική από την οποία ο Νοντέ εξετάζει την εξουσία: τα βίαια και άδικα μέτρα που το κράτος είναι υποχρεωμένο πολλές φορές να πάρει αδιαφορώντας για τις πολυθρύλητες «ηθικές αξίες». Ακριβώς αυτές οι πράξεις του κράτους ονομάζονται από τον συγγραφέα «πραξικοπήματα» και η επιστήμη της πολιτικής δεν είναι άλλο πράγμα από την τέχνη των πραξικοπημάτων. Με δεδομένα τα προηγούμενα, ο Νοντέ αναπτύσσει την επιχειρηματολογία του σε δύο χρόνους, επιχειρώντας στην αρχή να θεμελιώσει τη δυνατότητα της πολιτικής ως επιστήμης. Από τη σκοπιά αυτή, ο συγγραφέας θα εμπιστευθεί το ανθρώπινο πνεύμα, το οποίο θα ενισχύσει από τις κατακτήσεις των επιστημών. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται η χρησιμότητα της προηγούμενης Πολιτικής βιβλιογραφίας, όπου φαίνεται ότι τα μεγάλα πνεύματα της ιστορίας έχουν ήδη ανοίξει τον δρόμο. Από τα πνεύματα αυτά ο Νοντέ επιμένει στον Αριστοτέλη και στον Μακιαβέλι. Στον πρώτο κυρίως για τις ταξινομικές του ικανότητες και την οξύνοια των αναλύσεών του, στις οποίες «βρίσκεται το θεμέλιο για την καταστροφή των ονειροπολημάτων του Πλάτωνα».


Αλλά ο πραγματικός δάσκαλος είναι ο Μακιαβέλι. Ο γάλλος θεωρητικός χαιρετίζει τον ιταλό προκάτοχο και τον υπερασπίζεται από τους επικριτές του, «οι οποίοι, ενώ απαγορεύουν τα γραπτά του, ακολουθούν οι ίδιοι πιστά τη διδασκαλία του». Βεβαίως ο Φλωρεντινός έχει κάποια μειονεκτήματα, όπως είναι το προφανές έλλειμμα της επιστημονικής ανάλυσης, το οποίο όμως αντισταθμίζει «η διεισδυτική του ευφυΐα και το απαράμιλλο πνεύμα του». Αλλά ο πραγματικός κόλαφος βρίσκεται αλλού. Ο Μακιαβέλι πράγματι «βεβήλωσε, αν πρέπει κανείς να το πει έτσι, με τα γραπτά του όλα τα ισχυρά και κρυφά μέσα που χρησιμοποιούν οι ικανότεροι για να επιτύχουν στα εγχειρήματά τους». Ή, με άλλα λόγια, ο ίδιος ο Μακιαβέλι φάνηκε πολύ λίγο μακιαβελικός δημοσιεύοντας τον Ηγεμόνα, σφάλμα που θα αποφύγει ο Νοντέ, περιορίζοντας δραστικά τα αντίτυπα του βιβλίου του.


Εχοντας αποδείξει τη δυνατότητα της πολιτικής επιστήμης, ο Νοντέ θα προχωρήσει, στη συνέχεια, στον ακριβέστερο ορισμό του αντικειμένου της, υποστηρίζοντας ότι η ουσία της πολιτικής εξουσίας «δεν έχει καμία σχέση με υποθετικά ηθικά θεμέλια αλλά με τα βίαια μέσα χάρη στα οποία υφίσταται». Ο προηγούμενος ορισμός επιβάλλει ορισμένες μεθοδολογικές επιλογές. Ετσι ο Νοντέ καταγράφει με σαφήνεια και χαρακτηριστική υπεροψία την απόσταση που τον χωρίζει από «τους ιδεαλιστές, τους ευσεβιστές ή τους ουμανιστές» οι οποίοι ανάγουν την πολιτική στην ηθική. «Καθώς όλοι οι συγγραφείς που πραγματεύονται θέματα πολιτικής δεν παύουν να μιλούν για θρησκεία, δικαιοσύνη, επιείκεια, γενναιοδωρία και άλλες παρόμοιες αρετές του Ηγεμόνα και των υπουργών, είναι καλύτερο να απομακρυνθώ κάπως ώστε να μην πληγώ απ’ αυτήν την επιδημία ούτε να συμπεριληφθώ σ’ αυτό το πλήθος».


Μένει να δούμε πώς ασκείται η πολιτική εξουσία έτσι όπως την καταλαβαίνει ο Νοντέ. Αλλά με το θέμα αυτό θα ασχοληθώ την επόμενη φορά.


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.