Παρ’ ότι οι πρώτες τυπωμένες ελληνικές «μεταφράσεις» του Δον Κιχώτη δεν εμφανίζονται παρά στον δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, και μάλιστα διαμεσολαβημένες από γαλλική διασκευή του μυθιστορήματος (1852, Σμύρνη· 1862, Αθήνα· 1864, μετάφραση Ι. Ι. Σκυλίτση, Τεργέστη), το μυθιστόρημα του Θερβάντες και ο μνημειώδης πρωταγωνιστής του δεν ήταν άγνωστα στον ελληνικό χώρο. Θα λέγαμε ότι ήταν τόσο γνωστά ώστε ο όρος «δονκισοτισμός» και φράσεις όπως «ώσπερ άλλος Δονκιχώτης» να κυκλοφορούν μεταξύ των λογίων ήδη από τη δεκαετία του 1820. Αλλά θα πρέπει να χρησιμοποιούνταν και πιο πριν, αν σκεφτούμε το ενδιαφέρον για τον Δον Κιχώτη των ελλήνων λογίων των παραδουναβίων ηγεμονιών και τη μετάφρασή του στα ελληνικά (η πρώτη εκτός Δυτικής Ευρώπης) που είχε γίνει, μέσω ιταλικού ενδιαμέσου, τον 18ο αιώνα (μεταξύ 1720-1750), η οποία, από ό,τι φαίνεται, κυκλοφορούσε σε χειρόγραφα.


Είναι περίεργο αλλά η εξιδανίκευση του Δον Κιχώτη από τους ευρωπαίους ρομαντικούς δεν φαίνεται να συγκίνησε ιδιαίτερα του έλληνες ομοϊδεάτες τους, αφού τα ίχνη του Δον Κιχώτη στα λογοτεχνικά έργα της ρομαντικής μας περιόδου (1820-1880) είναι, σύμφωνα με την ως τώρα έρευνα, ελάχιστα: η εμφάνιση του ονόματος του Σάντσο Πάντσα στον Στράτη Καλοπίχειρο (1845-1851) του Στ. Κουμανούδη και το σονέτο «Δον Κισσώτος» (1880) του Παλαμά. Είναι περίεργο, όχι μόνο γιατί οι έλληνες ρομαντικοί ακολουθούσαν σχεδόν πιστά τους Ευρωπαίους, αλλά και διότι ο σατιρικός ποιητικός διάλογος «Ο Δον Κιχώτος» (1892) του Γ. Σουρή, με τον πρωθυπουργό Δηλιγιάννη σε ρόλο Δον Κιχώτη και τον Φασουλή (ψυχογραφική απεικόνιση του μέσου Ελληνα) σε ρόλο Σάντσο Πάντσα δείχνει ότι οι «ρομαντικές» μεταφράσεις του Δον Κιχώτη, που αναφέραμε, είχαν καταστήσει το αντιθετικό δίδυμο του Θερβάντες οικείο και στο ευρύ κοινό.


* H απήχηση μιας μετάφρασης


Το σημαντικότερο γεγονός για την ελληνική πρόσληψη του Δον Κιχώτη από το τέλος του A´ Παγκοσμίου Πολέμου ως τη δεκαετία του 1960 ήταν η μετάφρασή του από τον Κ. Καρθαίο, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες (τέλη 1919 – αρχές1921) σε αποσπώμενα προς σχηματισμόν τόμου συνοδευτικά φυλλάδια του περιοδικού Νουμάς και ανατυπώθηκε αργότερα αυτοτελώς (1944, 1952, 1954· και συμπληρωμένη από την Ι. Ιατρίδου το 1959 ή 1960). Η μετάφραση αυτή, που έγινε με τον Καρθαίο «έχοντας μπροστά του το πρωτότυπο ισπανικό κείμενο και τη γαλλική, αγγλική και γερμανική μετάφραση» και που είχε σκοπό να δώσει «στους Ελληνες τον γνήσιο Δον Κιχώτο», γνώρισε την εποχή της εμφάνισής της μεγάλη επιτυχία τριπλασιάζοντας την κυκλοφορία του περιοδικού και προκαλώντας τη δημοσίευση κριτικών κειμένων για την αξία της και άρθρων για τον Θερβάντες. Είναι αυτή που προκάλεσε την πύκνωση των ισπανικών μοτίβων και εικόνων, που διαπιστώνει κανείς στη μεσοπολεμική λογοτεχνία μας: ένα είδος, θα λέγαμε, ισπανικού εξωτισμού, επίκεντρο του οποίου ήταν η παρουσία του Δον Κιχώτη στους στίχους των ποιητών.


Κατά την εικοσαετία 1920 – 1940, ο Δον Κιχώτης εμφανίζεται σε 27 τουλάχιστον ποιήματα, 10 τουλάχιστον ποιητών: Ο. Μπεκές (σε πολλά ποιήματά του), Κ. Ουράνης («Δον Κιχώτης», 1920· «Κάθε ο νους μου που πάει», 1935), Κ. Γ. Καρυωτάκης («Δον Κιχώτες», 1920), Ρ. Φιλύρας («Ο Δον Κιχώτης», 1924), Μ. Ζώτος («Ο ιππότης», 1929), Γ. Ρίτσος («Σ’ έναν ιππότη», 1934), Μ. Αλεξίου («Εμεινα», «Ανοιξη», 1935), Γ. Σταυρόπουλος («Η επιστροφή του Δον Κιχώτη», 1936), Ν. Καζαντζάκης («Δον Κιχώτης», Οδύσσεια υ, ω 1938), Λ. Κουκούλας («Δον Κιχώτοι», 1939). Οι περισσότεροι από τους ποιητές αυτούς βλέπουν τον Δον Κιχώτη με ρομαντική ματιά: όχι ως κωμικό πρόσωπο αλλά ως «κολοφώνα λογισμού συνθέτου» (Φιλύρας), ως τον ενάρετο «ιππότη της ιδέας και της ομορφιάς» (Μπεκές), τον αγωνιστή της ελευθερίας, που πάντα «πάει μπροστά» (Ουράνης). Ρομαντική παραμένει κατά βάθος και η πραγμάτωση του θέματος από τον Καρυωτάκη, που παρουσιάζει τον Κιχώτη παραιτημένο να συλλογίζεται με οδύνη το μάταιο του αγώνα του. Την εξάρτηση του Δον Κιχώτη του Ρίτσου και του Μ. Αλεξίου από τον καρυωτακικό Δον Κιχώτη υπογραμμίζει το 1935 ο Α. Καραντώνης, εντάσσοντάς την στο κλίμα του καρυωτακισμού.


* Καρυωτακικές συνομιλίες


Η κριτική έχει επισημάνει ότι οι «Δον Κιχώτες» του Καρυωτάκη αποτελούν ποιητικό σχολιασμό της εξιδανικευμένης εικόνας του θερβαντικού ήρωα, την οποία παρουσιάζει ο Ουράνης με τον «Δον Κιχώτη» του. Ωστόσο θα πρέπει να προστεθεί ότι το ποίημα του Καρυωτάκη δεν συνομιλεί μόνο με το σονέτο του Ουράνη αλλά και με ποιήματα του Μπεκέ και του Φιλύρα για τον Δον Κιχώτη, που είχαν γραφεί προτού η μετάφραση του μυθιστορήματος από τον Καρθαίο αρχίσει να δημοσιεύεται στον Νουμά.


Ο Μπεκές, ο Φιλύρας και ο Καζαντζάκης έχουν πραγματευθεί ποιητικά τη μορφή του Δον Κιχώτη περισσότερο από κάθε άλλον έλληνα ποιητή. Η ενασχόληση του πρώτου με το θέμα αρχίζει ήδη από το 1917, για να δώσει τα πρώτα δημόσια δείγματά της με σειρά ποιημάτων υπό τον τίτλο «Από τον Δον Κιχότο», που αρχίζουν να δημοσιεύονται από τον Νοέμβριο του 1919 στον Λόγο (το περιοδικό που εξέδιδε ο Μπεκές στην Πόλη, με το οποίο συνεργαζόταν ο Καρυωτάκης) και έπειτα, κατά τις δεκαετίες 1920 και 1930, σε διάφορα περιοδικά (θα συλλεγούν το 1945 σε βιβλίο με τον τίτλο Ο Δον Κιχώτης). Ο Φιλύρας, εκτός από τον «Δον Κιχώτη» του 1924, είχε δημοσιεύσει σε περιοδικό τον Φεβρουάριο του 1919 ένα αθησαύριστο ως τώρα ποίημά του («Σε νέο φιλόσοφο»), στο οποίο ο ήρωας της Μάντσα περιγράφεται με εικόνες, με τις οποίες είναι προφανές ότι συνδιαλέγεται ο Καρυωτάκης στους «Δον Κιχώτες» του. Αλλά και σε άλλα ποιήματα του Φιλύρα (λ.χ. στο «Ιδαλγός», 1919) είναι φανερό ότι το μυθιστόρημα του Θερβάντες έχει αφήσει τα ίχνη του.


Ο καζαντζακικός «Δον Κιχώτης» περιλαμβάνεται στις Τερτσίνες, στο βιβλίο ποιημάτων που έγραψε ο Καζαντζάκης για τις «ψυχές που εθρέψαν την ψυχή» του: είναι ο Καπτάν Ενας, ο άνθρωπος που «έσπασε της φρόνεσης το γκέμι» και που «τη δεύτερη αρχινά δημιουργία» για να ολοκληρώσει «ό,τι άφηκε άτελο ο θεός στη μέση». Και βέβαια αυτός ο άρχοντας «στο ρηγάτο της ιδέας» δεν θα μπορούσε να λείπει από ένα ποίημα όπως η Οδύσσεια, που θέμα του είναι «η μετουσίωση της ύλης σε πνεύμα», και να μην παρευρεθεί στο κάλεσμα του καζαντζακικού Οδυσσέα που ετοιμάζεται για την εξαΰλωσή του. Ο Καζαντζάκης έγραψε και κινηματογραφικό σενάριο με τον τίτλο Δον Κιχώτης (1932), που όμως δεν γυρίστηκε σε ταινία.


* Μεταπολεμικές μεταμορφώσεις


H ποιητική αξιοποίηση της μορφής του θερβαντικού ήρωα συνεχίζεται και μετά τον B´ Παγκόσμιο Πόλεμο, με έναν αριθμό ποιημάτων που δείχνει το συνεχές ενδιαφέρον των ποιητών για αυτόν. Αν ο Δον Κιχώτης του 1945 συγκεντρώνει, όπως είπαμε, τα δημοσιευμένα κατά τον Μεσοπόλεμο σε περιοδικά σχετικά ποιήματα του Μπεκέ, μια νέα ποιητική σύνθεση του Μπεκέ (1968) με τίτλο Τρεις σπουδές πάνω στο ίδιο θέμα (πάνω στο θέμα του Δον Κιχώτη) δείχνει ότι για τον ποιητή αυτό το περιεχόμενο της μορφής του Κιχώτη αποτελεί έμμονη ιδέα σε όλη την ποιητική ζωή του. Για τον σχεδόν λησμονημένο – άδικα – σήμερα Μπεκέ, ο Δον Κιχώτης, ο «σοφός της τρέλας» και «κυρίαρχος της θλίψης και του ονείρου», είναι το σύμβολο του ποιητή (ο «μέσα στους πλάστες πρώτος»), ένα σύμβολο με το οποίο ο Μπεκές ταυτίζεται, θα λέγαμε, ιδεοληπτικά, και το οποίο όμως του ενέπνευσε μερικά από τα καλύτερα ποιήματά του.


Αλλά και άλλοι ποιητές αυτής της περιόδου βλέπουν στο πρόσωπο του Δον Κιχώτη όχι τη γελοία φιγούρα τού εκτός πραγματικότητας ουρανοβάμονα, η οποία αποτελεί την παγιωμένη στην κοινή συνείδηση εικόνα αυτού του ήρωα, αλλά και την κληροδοτημένη από τον ρομαντικό ιδανισμό – και φιλοσοφικά κωδικοποιημένη από τη στοχαστική ματιά του Μιγκέλ ντε Ουναμούνο – μορφή του αγνού και ηρωικού ιδεαλιστή, του τραγικά αγωνιζομένου για την επικράτηση της αρετής και της δικαιοσύνης. Ετσι η E. Αιλιανού («Η μπαλλάντα των σκοτωμένων στην έρημο της Λιβύης», 1952) θρηνεί έναν νεκρό στρατιώτη του B´ Παγκοσμίου Πολέμου, που σαν «άλλος Δον Κιχώτης λευτεριά πήγε να φέρει». Για τον Φ. Γιοφύλλη («Ηρωας», 1952), ο Δον Κιχώτης με τους αγώνες του για «πάμφωτους σκοπούς» ξεπληρώνει το χρέος του στην ανθρωπότητα («Η πράξη μένει. Το άτομο ας σβηστεί»). Η Μ. Δαλμάτη («Δον Κιχώτης», 1958) βλέπει τη γυναίκα ως θηλυκό Δον Κιχώτη, που προσπαθεί να ελευθερωθεί από «την τυραννία του ανεκπλήρωτου». Ο Σ. Κουρήτης χαρακτηρίζει τον Λόρκα «εγγονό του Ντον Κιχώτη» («Τραγουδάμε τον F. G. Lorca», 1960) και θεωρεί την ίαση του Δον Κιχώτη από την τρέλα του «ξεπεσμό» («Σερενάτα», 1960). Ο Δ. Δούκαρης («Δον Κιχώτης», 1971) αντικρίζει το ποιητικό του πρόσωπο στο πρόσωπο του «Δον Κιχώτη» του Πικάσο. Μια ανάλογη ταύτιση περιγράφει και ο Χρ. Κατσιγιάννης, που αισθάνεται να επιστρέφει «πάντοτε στην πόλη Μάντσα» («Δον Κιχώτης, 1972). Η Ο. Καράγιωργα («Δον Κιχώτης», 1974) θλίβεται που η νύχτα τής κρύβει τον γενναίο ιππότη. Ο Ν. Παππάς («Η ομιλία του Δον Κιχώτη», 1975) πιστεύει ότι οι Δον Κιχώτες «θα ‘ρθει καιρός το δίκιο τους να βρουν». Ακόμη και το σκωπτικό επίγραμμα «Εις Κ. Δ. Γ[εωργούλην]» (1951) του Λ. Αλεξίου, που παρομοιάζει το σατιριζόμενο πρόσωπο με τον Σάντσο Πάντσα, φαίνεται να αποτίει φόρο τιμής στον αφέντη του («Ως Δον Κιχώτης κίνησες – ως Σάντσος Πάντσας φτάνεις»).


Τέλος, με τη ρομαντική οπτική του Δον Κιχώτη απεικονίζεται σε ένα ποίημα του Θ. Κωσταβάρα (1985) ένας αγωνιστής της ελευθερίας, που κάτω από το πλασματικό όνομά του αναγνωρίζει κανείς τον Αρη Βελουχιώτη. Το ποίημα έχει τον τίτλο «Οι για της ιπποσύνης μόνον την ιδέα γενναίως αγωνισθέντες και αξιοπρεπώς τελευτήσαντες».


Η κυρία Αλεξάνδρα Σαμουήλ είναι επίκουρη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου.