Τα δύο δημοψηφίσματα οδήγησαν τη Συνταγματική Συνθήκη σε ευθανασία. Ενα δειλό και επισφαλές βήμα προς την πολιτική ολοκλήρωση μετετράπη σε «σημειωτόν». Στην Ουάσιγκτον έδειξαν μη αποκρυπτόμενη ικανοποίηση, ενώ οι τοποτηρητές της Αγγλοι επιχαίρουν πεπεισμένοι ότι βαίνουμε όπισθεν ολοταχώς σε διακυβερνητική συνεργασία τύπου Κοινής Αγοράς.


Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν την EE ως δυνάμει αντίπαλον δέος. H στάση αυτή υπαγορεύεται από τη στρατηγική επιλογή τους: «παγκόσμια κυριαρχία» και όχι «ηγεσία». Εκεί όμως πληθαίνουν και νηφαλιότερες φωνές (: καθίδρυση νέου διεθνούς συστήματος «κοινότητας κοινών συμφερόντων»). H παρούσα εμμονή οδηγεί σε μιαν Αμερική πολιορκημένη, «πανταχόθεν φρουρούμενη», με διαρκώς αυξανόμενη εθνική παράνοια αυτοαπομόνωσης. Μελλοντική επιλογή της «ηγεσίας» οδηγεί στη «συνεργασία των δύο πλευρών του Ατλαντικού» (Brezinski). Αυτό θα σώσει και τις ΗΠΑ και την Ευρώπη από την άχαρη αντιπαλότητα.


Το μήνυμα της ψήφου Γάλλων και Ολλανδών είναι βαθύτατα διαφορετικό από την ερμηνεία που δίνουν οι Αγγλοαμερικανοί.


Το πολιτικό σύστημα στην Ευρώπη είναι από καιρό σε παρακμιακή τροχιά. H μετάλλαξη των κεντροαριστερών κομμάτων της, όλων δε χωρίς εξαίρεση, σε νεοφιλελεύθερα, έχει τελματώσει κάθε κίνηση προς τα εμπρός. Ο θεοποιημένος ανταγωνισμός της Αγοράς παράγει ανισότητες, συντρίβει παραγωγικούς τομείς ιδίως τους μικρομεσαίους και περιθωριοποιεί διά της ανεργίας και τη νέας φτώχειας ευρύτατα κοινωνικά στρώματα. Κατ’ εξοχήν μάλιστα τη νεολαία. Και επειδή το ρήγμα Δεξιά – Αριστερά έχει επιχωματωθεί (Julliard) και τα θύματα του νεοφιλελευθερισμού δεν επιλέγονται από την ιδεολογία τους, η αντίδραση προέρχεται εξίσου από τα δεξιά όπως και από τα αριστερά. Αυτή είναι η ανθρωπογεωγραφία τού «Οχι».


H μάλλον απυρόβλητη γραφειοκρατία των Βρυξελλών καταχρώμενη τη δοτή εξουσία της θέλησε να επιβάλει στους λαούς το δικό της μοντέλο. Κάποτε όμως οι λαοί ξυπνούν, αντιδρούν και εκδικούνται. Ενίοτε και αναδρομικά!


Ο «Economist» («Καθημερινή», 7/6) βλέπει το τέλος του ονείρου για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ενοποίηση, αποκλείει το ενδεχόμενο δημιουργίας σκληρότερου πυρήνα λίγων χωρών, ενώ θεωρεί εφεξής ότι θα δοθούν περισσότερες αρμοδιότητες στα μέλη (= αρχή της επικουρικότητας). Εύστοχο είναι το τελικό συμπέρασμά του: «H κακή κατάσταση της οικονομίας και η ανεργία ιδιαιτέρως στις χώρες της ευρωζώνης ήταν οι λόγοι της δυσαρέσκειας των ψηφοφόρων κατά EE και ηγετών τους». Στις περισσότερες αναλύσεις αποσιωπάται ο φόβος της τουρκικής ένταξης και η αποφασιστική συνεισφορά του. Το διαρκώς ευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στους πολιτικούς και στους πολίτες οδήγησε στο αποτέλεσμα: η προϊούσα χρεοκοπία της πολιτικής, η ανικανότητα και η νωχέλεια του πολιτικού προσωπικού, οι κατώτερες των περιστάσεων ηγεσίες που έπαψαν να εκφράζουν τις αγωνίες και τις ελπίδες των λαών. «Οι ελίτ δεν είχαν το θάρρος να εξηγήσουν την κατάσταση στον κόσμο» (Ασνέρ). Πολύ περισσότερο την τόλμη να αλλάξουν την κατάσταση.


Στις δύο χώρες συντελέστηκε μια εξέγερση των πολιτών κατά του κατεστημένου. Κάποιες ηγεσίες έλαβαν το μήνυμα και άλλες όχι. Το ζητούμενο δεν είναι τι τελικά θα πράξουν οι ηγεσίες.


Το ζητούμενο είναι αν η εξέγερση θα είναι ενεστώς διαρκείας. Δηλαδή θα προέλθουν από αυτήν εθνικά κινήματα και εθνικοί και ευρωπαίοι ηγέτες. Νέοι ηγέτες που θα εκφράζουν το όραμα και την αποφασιστικότητα για μιαν Ευρώπη της συνοχής, της αλληλεγγύης και των ανοιχτών οριζόντων, μιαν Ευρώπη των εθνών και των πολιτών.


O κ. Στέλιος Παπαθεμελής είναι βουλευτής.